Τείχος και ιερό αποκαλύφθηκαν στην ανασκαφή της αρχαίας Φενεού
Όπως πληροφορεί, με ανακοίνωσή του, το υπουργείο Πολιτισμού, το τείχος διατρέχει ολόκληρη τη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης σε συνολικό μήκος 230 μ. και σε μέγιστο σωζόμενο ύψος 4,50 μ. Η οχύρωση ενισχύεται με τέσσερις ημικυκλικούς πύργους, διαμέτρου 5,50 μ., όπως και έναν κάτοψης τριών τετάρτων του κύκλου, κυμαινόμενης διαμέτρου από 5,90 έως 6,00 μ. (Πύργοι Π1 - Π5).
Το τείχος φαίνεται πως ολοκληρώνει την πορεία του στο ανατολικό πέρας της βόρειας κλιτύος, διαμορφώνοντας πυλίδα. Στο δυτικότατο ορατό άκρο του βορείου σκέλους του τείχους, το διάσπαρτο οικοδομικό υλικό και τα λαξεύματα στον φυσικό βράχο, δεν αποτελούν επαρκή στοιχεία για τον προσδιορισμό της περαιτέρω πορείας του. Μοναδική ένδειξη για την οχύρωση στις υπόλοιπες πλευρές της Ακρόπολης αποτελούν οι περίπου 150 παρασυρμένες λιθόπλινθοι, που καταγράφηκαν και χαρτογραφήθηκαν κατά τη διάρκεια του ερευνητικού προγράμματος.
Το τείχος και οι πύργοι ακολουθούν συνδυασμό τραπεζοειδούς και πολυγωνικού συστήματος τειχοδομίας σε σειρές, με εξαίρεση μικρό τμήμα στην ανατολική απόληξη της κλιτύος, όπου έχει χτιστεί με βάση το κανονικό πολυγωνικό. Η στρωματογραφική ανάλυση των ανασκαφικών τομών και η έως τώρα μελέτη των κινητών ευρημάτων, κυρίως, όμως, ο εντοπισμός χάλκινου νομίσματος Σικυώνας σε στρώμα που διαταράχθηκε από την ανέγερση του τείχους, τοποθετούν με ασφάλεια την κατασκευή του μετά το 345 π.Χ. Επίσης, από την ανασκαφική έρευνα στο τμήμα της οχύρωσης που περικλείει το φυσικά διαμορφωμένο πλάτωμα του Αγίου Κωνσταντίνου προέκυψε ότι η κατασκευή της παραβίασε τμήμα εγκατάστασης της Μεσοελλαδικής περιόδου. Τα οικιστικά κατάλοιπα κατατάσσονται σε τρεις διαφορετικές φάσεις (ΠΕ ΙΙΙ/ΜΕ Ι, ΜΕ ΙΙ και ΜΕ ΙΙI/ΥΕ Ι), καλύπτοντας ευρύ χρονολογικό φάσμα από τον 21ο έως τον 16ο αι. π.Χ. Επιπλέον, στις ίδιες ανασκαφικές τομές, κάτωθεν των μεσοελλαδικών καταλοίπων, εντοπίστηκαν για πρώτη φορά στη Φενεό, ίχνη κατοίκησης και κατά τη Νεολιθική περίοδο.
Στο ανατολικό πλάτωμα του λόφου της Ακρόπολης ήρθε στο φως ιερό, αφιερωμένο σε γυναικεία θεότητα, ορθογώνιας κάτοψης και εσωτερικών διαστάσεων 15,50 Χ 4,00 μ., εντός του οποίου ανιχνεύθηκαν δύο οικοδομικές φάσεις, η πρωιμότερη στην αρχαϊκή και η υστερότερη στην κλασική εποχή. Κατά την τελευταία προστέθηκαν μονολιθική βάση λατρευτικού αγάλματος και πήλινη εσχάρα. Και οι δύο φάσεις απέδωσαν πληθώρα αναθημάτων, όπως καλής ποιότητας κεραμική (κοτύλες, σκύφοι, πυξίδες, λήκυθοι, κρατήρες και μικκύλα αγγεία), πήλινα ειδώλια γυναικείων μορφών και προτομές, χάλκινες φιάλες, χάλκινες και σιδερένιες περόνες, χάλκινες και οστέινες πόρπες, χάλκινα επίρραπτα κοσμήματα ενδυμάτων, γυάλινες και οστέινες ψήφους.
Η αρκαδική πόλη Φενεός τοποθετείται στα νοτιοδυτικά όρια της σημερινής Περιφερειακής Ενότητας Κορινθίας, σε υψόμετρο περίπου 770 μ. Τη διεύθυνση του προγράμματος είχαν οι καθηγητές Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Karl-Franzens του Graz της Αυστρίας, Κωνσταντίνος Κίσσας, προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορίνθου και Peter Scherrer, διευθυντής του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου.