Athens Democracy Forum: Η κοινωνική δικτύωση στην αρχιτεκτονική του μέλλοντος
Της Διονυσίας Προκόπη
Το φετινό πολιτιστικό σκέλος του φόρουμ απασχόλησε η σχέση αρχιτεκτονικής και δημοκρατίας. Στο κεντρικό ερώτημα, αν η αρχιτεκτονική είναι ή μπορεί να είναι δημοκρατική, κλήθηκαν να απαντήσουν οι αρθρογράφοι των New York Times Πολ Κρούγκμαν και Ρότζερ Κοέν, ο ομότιμος καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Πέτρος Θέμελης, ο συγγραφέας και θεωρητικός της ανάπτυξης πόλεων Τσαρλς Λάντρι και ο επικεφαλής αρχιτέκτονας της «Zaha Hadid Architects», Πάτρικ Σουμάχερ. Συντονίστρια της συζήτησης ήταν η δημοσιογράφος των New York Times, Φάρα Νεϊέρι, η οποία έθεσε προβληματικές πάνω στο κεντρικό θέμα της συζήτησης: η αρχιτεκτονική ως πολυτέλεια και έργο τέχνης ή ανάγκη της καθημερινής ζωής, η συμπύκνωση αρχιτεκτονικής και δημοκρατίας στα κτήρια των κοινοβουλίων, η αμφιθεατρική διάταξη στις αίθουσες της Ολομέλειας και οι καταβολές από την κλασική αρχαιότητα.
Η συζήτηση ξεκίνησε από την αρχαιοελληνική έννοια της ισομοιρίας, την οποία ανέλυσε ο καθηγητής κ. Θέμελης. Η ανασκαφή στην αρχαία Μεσσήνη, η οποία ξεκίνησε πριν από 30 χρόνια, έφερε στο φως το σχέδιο της πόλης, που χτίστηκε με τις αρχές του Ιπποδάμου, στο επίκεντρο των οποίων ήταν η ισομοιρία (σ.σ. ισοκληρία, ίση συμμετοχή στη γη για όλους), δηλαδή όλοι οι πολίτες είχαν ίσο μερίδιο γης για την κατοικία τους. Στην αρχαία Μεσσήνη, η αίθουσα του συμβουλίου της πόλης ήταν κυκλική, σε αντιστοιχία με τη σκηνή του θεάτρου, του τόπου όπου διαδραματιζόταν η αρχαία τραγωδία.
Κάνοντας, στη συνέχεια, ένα άλμα στο χρόνο, η συζήτηση ήρθε στον 20ο και 21ο αιώνα. Παίρνοντας από την αρχή θέση στο κεντρικό ζήτημα, ο Τσαρλς Λάντρι υποστήριξε ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι δημοκρατική, μπορεί ωστόσο να γίνει. Βασικό κριτήριο για τη δημοκρατικότητα μιας πόλης, είναι κατά πόσο αρχιτεκτονικά υπάρχει η δυνατότητα να συναντιούνται και να αλληλεπιδρούν τα διαφορετικά τμήματα μιας πόλης, ακριβώς γιατί η δημοκρατία είναι ο πνευματικός χώρος, η δημόσια σφαίρα, όπου λαμβάνει χώρα και η κοινωνική δραστηριότητα. Από τη στιγμή που κυριαρχεί ο οικονομικός ορθολογισμός πάνω στην αρχιτεκτονική ιδέα, δημοκρατικοί θεσμοί δημοσίου συμφέροντος, όπως οι βιβλιοθήκες, περνούν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τα εμπορικά κέντρα, «κάθε εκατοστό των οποίων βγάζει λεφτά».
Ο Πολ Κρούγκμαν έθεσε την έννοια της οικονομικής γεωγραφίας, βάσει της οποίας σχεδιάζονται οι πόλεις, πού δηλαδή θα παράγουμε και πού θα ζούμε. Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, στη δεκαετία του 1920 κορυφώθηκε η τάση συγκέντρωσης εργατικού δυναμικού στα αστικά κέντρα, η οποία άρχισε να αντιστρέφεται τη δεκαετία του 1950, όταν κυρίως μεσαία στρώματα κινούνταν προς τα προάστια για μόνιμο τόπο κατοικίας. Την τελευταία 20ετία, όμως, η τάση αυτή αντιστράφηκε και πάλι. Αρχικά, οι μεγάλες εταιρείες μετέφεραν ξανά την έδρα τους στις μητροπόλεις, συμπαρασύροντας και πάλι τη μεσαία τάξη και ανώτερα τμήματα. Το κέντρο των πόλεων έγινε τόπος άμεσης ανταλλαγής πληροφορίας και ιδεών, εκεί που συναντιούνται η προσφορά και ζήτηση εργασίας. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί η ζήτηση για κατοικία στα αστικά κέντρα, ιδίως στις ΗΠΑ και στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, και να ανέβει κατακόρυφα το κόστος της στέγασης. «Έχουμε αποτύχει να διαχειριστούμε τη μεγάλη ζήτηση για κατοικία στο κέντρο των πόλεων, τη δυνατότητα των ανθρώπων να μπορούν πλέον να ζήσουν στις μεγάλες πόλεις» αποφάνθηκε ο κ. Κρούγκμαν, προσθέτοντας χαριτολογώντας ότι «η Νέα Υόρκη είναι φοβερό μέρος για να ζει κανείς, εάν μπορεί να αντεπεξέλθει οικονομικά». Αμφισβητώντας την ικανότητα της ελεύθερης αγοράς να ρυθμίσει την κατάσταση, ο Πολ Κρούγκμαν τόνισε την ανάγκη νομοθετικών κανονισμών για τη χρήση γης στις μεγάλες πόλεις.
Ο Ρότζερ Κοέν επικεντρώθηκε στο ερώτημα μέχρι ποιου σημείου η αρχιτεκτονική μπορεί να υπηρετεί το χρήμα, τονίζοντας την αντιδημοκρατική της διάσταση. Ο Ντόναλντ Τραμπ και η αλλαγή που έφεραν οι «πύργοι» του στο αστικό τοπίο των ΗΠΑ είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, κατά τον αρθρογράφο των New York Times. Είναι ευθύνη των πολιτών να διεκδικήσουν δημόσιους, ανοιχτούς χώρους στις μεγάλες πόλεις και έτσι η αρχιτεκτονική μπορεί εν τέλει να γίνει δημοκρατική.
Τέλος, ο Πάτρικ Σουμάχερ αναφέρθηκε στην τάση του 21ου και ενδεχομένως και 22ου αιώνα, που επιβάλλει η ανάπτυξη της κοινωνικής δικτύωσης. Από τα αίθρια που ήταν κυρίαρχο χαρακτηριστικό στα κτήρια του 19ου αιώνα, τα μεγάλα συγκροτήματα πολυκατοικιών του 20ου με τους απομονωμένους διαδρόμους και την ατομικότητα του διαμερίσματος, η αρχιτεκτονική του μέλλοντος αλλάζει, για να υπηρετήσει την ανάγκη συνεχούς διεύρυνσης της δικτύωσης μεταξύ των πολιτών και εν γένει της κοινωνικής δραστηριότητας.