ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Όταν «έφυγαν» ο Δημήτρης Μητροπάνος και ο Νίκος Παπάζογλου
«Κανείς εδώ δεν τραγουδά...» και σίγουρα «ραγίζει απόψε η καρδιά», αφού η απουσία των δυο μεγάλων είναι αισθητή - Δημήτρης Μητροπάνος και Νίκος Παπάζογλου έβαλαν το σημάδι τους στο γνήσιο λαϊκό τραγούδι και πέρασαν στο πάνθεον της Ιστορίας - Και οι δυο ταλαντούχοι Έλληνες τραγουδιστές - ο Μητσάρας και ο Κατσαβιδάκιας - «έφυγαν» στις 17 Απριλίου και τώρα τραγουδούν στη γειτονιά των Αγγέλων.
Ήταν 17 Απριλίου του 2011 όταν «έφυγε» σε ηλικία 63 ετών έπειτα από πολυετή μάχη που έδωσε με τον καρκίνο, ο Νίκος Παπάζογλου. Ένα χρόνο μετά, στις 17 Απριλίου του 2012 η Ελλάδα «βυθίστηκε» και πάλι στο πένθος από το χαμό του λαϊκού ερμηνευτή Δημήτρη Μητροπάνου, που άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό θεραπευτήριο έπειτα από οξύ πνευμονικό οίδημα σε ηλικία 64 ετών. Ο «Μήτσος» ήταν Μάγκας με το Μ κεφαλαίο λένε όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν.
Έξι χρόνια χωρίς τον Δημήτρη Μητροπάνο
Ο γνήσιος λαϊκός ερμηνευτής γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1948, στο χωριό Αγία Μονή, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Τρίκαλα. Τα παιδικά χρόνια του ήταν γεμάτα φτώχεια, αλλά και πολύ μπάλα με τους φίλους του!
«Μικρή Μόσχα» είχε αποκαλέσει τη γειτονιά στην οποία μεγάλωσε, σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει στη «Μηχανή του Χρόνου» και στον Χρήστο Βασιλόπουλο. Κι αυτό, επειδή στη συνοικία όπου γεννήθηκε, στις 2 Απριλίου του 1948, στην Αγία Μονή Τρικάλων, οι περισσότερες οικογένειες ήταν αριστερές. Ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής που συμμετείχε στον εμφύλιο. Ο Μητροπάνος δεν τον γνώρισε διότι είχε φύγει από το σπίτι κυνηγημένος. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον εμφύλιο πόλεμο. Τότε έλαβε γράμμα το οποίο τους ενημέρωνε ότι ζούσε στη Ρουμανία. Τον συνάντησε για πρώτη φορά στα 29 του χρόνια. Μεγάλωσε με τη μάνα του μέσα στη φτώχεια, την πείνα και τις στερήσεις....
Προτού τελειώσει το γυμνάσιο άρχισε να εργάζεται ως τραγουδιστής. Παράλληλα, οργανώθηκε στη Νεολαία των Λαμπράκηδων, καθώς είχε ήδη πολιτικοποιηθεί από νωρίς, δεχόμενος μάλιστα απειλές ότι δε θα τον άφηναν να σπουδάσει λόγω των αριστερών του καταβολών.
Στην ίδια ηλικία, έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρίας του θείου του, στην οποία τραγούδησε, επισκέφτηκε την "Κολούμπια". Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα στον οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα». Τον Ζαμπέτα τον μνημονεύει ως μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα. Όπως έχει δηλώσει, «ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα»[εκκρεμεί παραπομπή]. Το 1966 ο Μητροπάνος συναντάται, τυχαία, για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύει, στη θέση άλλου καλλιτέχνη που τότε ασθενούσε, μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι "Θεσσαλονίκη". Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού "Χαμένη Πασχαλιά", το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Σημαντική ήταν η συνεργασία του με τη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ, με την οποία έκανε μια δεύτερη μεγάλη καριέρα.
Στην πορεία που χάραξε στο δρόμο του λαϊκού έντεχνου, το 1972 υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός: ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίουκυκλοφορούν τον «Άγιο Φεβρουάριο», με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, σηματοδοτώντας ένα σταθμό στην ελληνική μουσική. Τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης θα ξαναβρεθούν επί σκηνής στο Ηρώδειο με την Δήμητρα Γαλάνη και την σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δυο μουσικές βραδιές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφούνται ζωντανά και κυκλοφορούν σε διπλό CD δύο μήνες αργότερα. Ακολουθούν «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού και «Τα συναξάρια» του Γιώργου Χατζηνάσιου, έργα υψηλής ποιότητας αλλά και μεγάλης απήχησης στην ελληνική κοινωνία.
Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού.Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Λάκης Παπαδόπουλος, Μάριος Τόκας, Σπύρος Παπαβασιλείου, Τάκης Μουσαφίρης ("Εμείς οι δυο" κ.α.), Χρήστος Νικολόπουλος ("Πάρε Αποφάσεις" σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός ("Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό") ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Νίκος Παπάζογλου: Το 2011 το ελληνικό πεντάγραμμο έμεινε φτωχότερο
Ήταν 17 Απριλίου του 2011 όταν η Ελλάδα «βυθίστηκε» στο πένθος μετά την τραγική είδηση του θανάτου του Νίκου Παπάζογλου.
Ο «Ζηλωτής» του ελληνικού πενταγράμμου «έφυγε» σε ηλικία 63 ετών έπειτα από πολυετή μάχη που έδωσε με τον καρκίνο.
Παρά το γεγονός ότι ήταν γνήσιος ερμηνευτής του λαϊκού τραγουδιού, στη ζωή του υπήρξε ροκ τύπος. Πολλοί τον παρομοίαζαν με τον Μπόμπ Ντίλαν. Οι φίλοι του αποκαλούσαν «πους-πουλ» και «κατσαβιδάκια» από την επιμονή του να συναρμολογεί ενισχυτές και ηλεκτρονικά κυκλώματα...
Ο Νίκος Παπάζογλου ήταν Έλληνας μουσικός, ερμηνευτής και δισκογραφικός παραγωγός.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του 1960 περνώντας από τους Olympians και τους Zealot. Συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τους Διονύση Σαββόπουλο, Μανώλη Ρασούλη και Νίκο Ξυδάκη. Έγινε ευρέως γνωστός με το δίσκο του Μανώλη Ρασούλη, Η εκδίκηση της γυφτιάς. Από την παραγωγή αυτή του Σαββόπουλου, μαθαίνουμε ότι το παρατσούκλι του ήταν «push-pull», λόγω των τεχνικών του γνώσεων. Χαρακτηριστικό του Παπάζογλου ήταν το κόκκινο φουλάρι που φορούσε στο λαιμό σε όλες του τις εμφανίσεις.
Τραγούδια του τραγούδησαν πολλοί μεγάλοι Έλληνες τραγουδιστές και επίσης στήριξε αρκετούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα στα πρώτα τους βήματα μέσα από το στούντιό του, το Αγροτικόν, στη Θεσσαλονίκη. Ο Νίκος Παπάζογλου συμμετείχε σε πολλούς δίσκους που δημιουργήθηκαν σε αυτό το στούντιο, ως παραγωγός, ηχολήπτης, ενορχηστρωτής και μουσικός.
Το 1993 διαμόρφωσε το πατρικό σπίτι της μητέρας του, στην παραλία των Νέων Επιβατών,σε μπαρ με το όνομα "Bahçe çiflik", το οποίο λειτούργησε o ίδιος μέχρι περίπου το 2003. Κατά το 2012 το μπαρ μετονομάστηκε από τον νέο του ιδιοκτήτη σε "Crazy Donkey".
Πέθανε από καρκίνο στις 17 Απριλίου 2011, λίγο καιρό μετά το θάνατο του συνεργάτη του, Μανώλη Ρασούλη.
Σας ευχαριστούμε και τους δυο για όσα δώσατε... Τίποτα δεν πεθαίνει όταν γυρίζει από στόμα σε στόμα...