Boxer Φειδάς: 100 χρόνια καλό, ελληνικό παπούτσι
Θυμάμαι, στις αρχές της δεκαετίας του '80, το πρώτο «επώνυμο» ζευγάρι παπούτσια που μού είχε αγοράσει η μάνα μου. Ήταν Boxer. Το είχα λιώσει εκείνο το ζευγάρι –πιο πολύ κι απ' τα αθλητικά μου, «σπορτέξ» τα λέγαμε τότε. Ήταν χρόνια διαφορετικά απ' αυτά που ζήσαμε τις δύο τελευταίες δεκαετίες: Τα παιδιά των μεσοαστικών οικογενειών, όπως ήταν η δική μου, δεν διέθεταν από πέντε κι έξι ζευγάρια παπούτσια. Είχαμε τα σπορτέξ, τα καθημερινά για το σχολείο και τα λουστρίνια για τις «επίσημες» εμφανίσεις μας. Άρα τα καθημερινά έπρεπε να είναι γερά κι άνετα. Τα αγγλικά στη μάρκα και η ποιότητα εκείνου του ζευγαριού με είχαν παραπλανήσει: Νόμιζα ότι η μητέρα μου είχε βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, ότι μού είχε πάρει εισαγόμενα.
«Εκείνα τα χρόνια, υπήρχε μια ξενομανία», μού λέει η κυρία Μίνα Φειδά, μ' αυτήν την ευγενική φωνή και το ζεστό λόγο που την μάθαμε όλοι από την πρόσφατη διαφήμιση της εταιρείας. Είναι αυτή η ηλικιωμένη κυρία που περπατάει στο εργοστάσιό της στις Αχαρνές και μας γνωρίζει τους εργάτες και τα προϊόντα της, εξηγώντας πως αυτή η εταιρεία από το 1919 παραμένει ελληνική. «Πώς αλλάζουν οι καιροί» τής σχολιάζω. «Έτσι είναι, τότε όλοι ήθελαν τα ξένα, πολλοί έμποροι που πουλούσαν τα παπούτσια μας δεν έλεγαν ότι τα Boxer ήταν ελληνικά», μού εξηγεί, «αλλά σήμερα νιώσαμε μια υποχρέωση να το πούμε στον κόσμο».
Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη επιλογή από τη Boxer και την κυρία Φειδά για το πρώτο αφιέρωμα της νέας στήλης του newsbomb.gr «Ψωνίζω Ελληνικά». Η πρωτοβουλία του newsbomb.gr θα προβάλλει κάθε Τρίτη μια ελληνική επιχείρηση, έναν επιχειρηματία που τιμά τη λέξη ΕΛΛΗΝΑΣ. Μια εταιρεία και έναν άνθρωπο που κρατάνε την παραγωγή τους στην Ελλάδα, που δίνουν δουλειά σε Ελληνες, που αγοράζουν ελληνικές πρώτες ύλες. Όλα αυτά, εν μέσω της πρωτοφανούς κρίσης και όταν άλλοι έχουν μεταφέρει εργοστάσια στα Βαλκάνια, ενώ αγοράζουν από Κίνα και Ινδία.
Η κυρία Μίνα Φειδά στο νέο εργοστάσιο της εταιρείας, στις Αχαρνές
Η πορεία της Boxer ποτέ δεν ξεστράτισε από την Ελλάδα. Για σχεδόν ένα ολόκληρο αιώνα. Μόνο για να κάνουν εξαγωγές βγήκαν οι Φειδάδες από την χώρα μας. Ούτε για να φέρουν φτηνή πρώτη ύλη απ' έξω, ούτε για να ανοίξουν εργοστάσια αλλού στα Βαλκάνια, ούτε για να πάρουν δέρματα από κινεζικές βιομηχανίες. «Πολλοί είναι Έλληνες κατ' όνομα», μού λέει η κυρια Φειδά μ' ένα παράπονο. «Ξέρετε, εμείς είμαστε χαμηλών τόνων, δεν βγαίνουμε να λέμε μεγάλα λόγια. Αλλά την εταιρεία την κρατήσαμε πάντα ελληνική. Ούτε τα λεφτά μας βγάλαμε στην Ελβετία, ούτε κάναμε απολύσεις όταν άρχισαν τα δύσκολα. Μόνο τώρα με την κρίση αναγκαστήκαμε να μειώσουμε λίγο τις εργατοώρες, γιατί η παραγωγή έπεσε. Αλλά αυτά θα σας τα πει ο γιος μου».
Ο Παναγιώτης Νταής βρίσκεται στο κεφάλι της εταιρείας εδώ και δύο δεκαετίες περίπου, αλλά βέβαια μεγάλωσε από παιδάκι –άλλα εικοσιδύο χρόνια- μέσα στο εργοστάσιο της «Δ.Ι. Φειδάς Α.Ε.» και ξέρει καλά όλη την ιστορία της. Μού περιγράφει την πορεία της εταιρείας, από το πρώτο τσαγκάρικο στην Καλαμάτα, το 1919, μέχρι σήμερα που η εταιρεία παράγει περίπου μισό εκατομμύριο ζεύγη το χρόνο. «Μέχρι το 2009, πριν την κρίση, φτάσαμε να παράγουμε ένα εκατομμύριο ζευγάρια το χρόνο, οπότε όπως καταλαβαίνετε, έχουμε τώρα πέσει στο μισό. Αλλά σε καμμία περίπτωση δεν θα κάνουμε απολύσεις ή θα αλλάξουμε τον τρόπο που δουλεύουμε». Και ποιος είναι αυτός; Η εταιρεία απασχολεί περίπου 200 εργαζόμενους στο εργοστάσιό της, αλλά «θρέφει» κι άλλες 500 οικογένειες στην Ελλάδα, που είναι ο αριθμός των συνεργατών της. Χρησιμοποιεί Έλληνες βυρσοδέψες, ελληνικές βιοτεχνίες φόδρας και όποιους άλλους τεχνίτες ή παραγωγούς σχετίζονται με την βιομηχανία του παπουτσιού. «Μπορώ να σας πω ότι το 90% της παραγωγής τους, έρχεται σ' εμάς», μού λέει ο κ. Νταής.
Από την Καλαμάτα στην Αθήνα
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή: Ο Ιωάννης Φειδάς, που είχε φύγει το 1907 μετανάστης στην Αμερική, περισσότερο για πολιτικούς λόγους παρά για οικονομικούς, επέστρεψε το 1919 στην πατρίδα του, την Καλαμάτα και ξεκίνησε να κατασκευάζει χειροποίητα δερμάτινα παπούτσια. Έμαθε την τέχνη και στον γιό του, Δημήτρη, και το τσαγκάρικο έγινε γρήγορα από τα πιο γνωστά στην πόλη. Ο Δημήτρης Φειδάς είχε μεγάλο ταλέντο στο σχέδιο του παπουτσιού κι έδωσε όλη του την αγάπη στη δουλειά, μαθαίνοντας και τη Μαρία Σωτηροπούλου, την γυναίκα του, μια πολύ δραστήρια γυναίκα για την εποχή εκείνη, ειδικά στο εμπορικό κομμάτι. Ο Β' Παγκόσμος Πόλεμος και ο Εμφύλιος, στον οποίον η Μαρία είχε και ενεργή συμμετοχή στο αντάρτικο, μηδένισε τα πάντα. Η οικογένεια αποφάσισε να φύγει για την Αθήνα, για να «κρυφτεί» εκεί πιο εύκολα λόγω των φρονημάτων της. Οι τσαγκάρηδες εκείνη την εποχή δούλευαν στην περιοχή του Ψυρρή και εκεί άνοιξαν την πρώτη τους βιοτεχνία οι Φειδάδες.
Το πρώτο εργοστάσιο
Η κόρη τους, η Μίνα Φειδά, η ευγενική φυσιογνωμία της διαφήμισης, συνέχισε κι αυτή την παράδοση της οικογένειας και όταν, στις αρχές της δεκαετίας του '60, παντρεύτηκε τον Γιάννη Νταή, έναν πολύ «σύγχρονο» για την εποχή άντρα, οραματιστή και εργατικότατο, μετέτρεψαν την μικρή –αλλά με καλό όνομα ήδη- βιοτεχνία σε βιομηχανία. Το πρώτο εργοστάσιο άνοιξε το 1961 στην Λαμπρινή, σε ένα οικόπεδο που η οικογένεια αγόρασε από τα τέλη της δεκαετίας του '50. Το 1967 η «Δ.Ι. Φειδάς Α.Ε.» ξεκίνησε συνεργασία με την γερμανική «Salamander», η οποία έφτιαχνε φασόν τα παπούτσια της στο εργοστάσιο της Λαμπρινής και από τις αρχές της δεκαετίας του '70, η δουλειά είχε μεγαλώσει πολύ. Έτσι το 1974 η οικογένεια έφτιαξε το δεύτερο εργοστάσιό της στις Αχαρνές, όπου και στεγαζόταν μέχρι πριν δύο χρόνια η εταιρεία, όταν και μετακόμισε στο νέο της εργοστάσιο στην ίδια περιοχή. Όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε μια σταθερή αύξηση στην ζήτηση και την παραγωγή, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Η Boxer πουλούσε τα παπούτσια της στην Γερμανία από το 1975 ως το 1985 και στην Ρωσία μέχρι το '98. Στην Ρωσία επαναδραστηριοποιείται σήμερα.
Οι εξαγωγές
«Τότε που εξάγαμε στην Γερμανία, ήταν εντελώς άλλες εποχές», μου εξηγεί ο κ. Νταής. Μού μιλάει για επιδοτήσεις και πριμ εξαγωγών, που επέτρεπαν στην εταιρεία να πουλάει σε τιμές κάτω κι απ' το κόστος της ακόμη. Από την Ρωσία, η εταιρεία έφυγε όταν η κατάσταση άρχισε να γίνεται αβέβαιη, παρότι είχε χτίσει ένα πολύ καλό όνομα. «Μόνο εταιρείες σαν την Coca-Cola ή την Mercedes μπόρεσαν να ρισκάρουν και να μείνουν εκείνη την εποχή», μού εξηγεί ο κ. Νταής, «αλλά το όνομά μας ήταν τόσο δυνατό που όταν αποφασίσαμε να επιστρέψουμε πριν δύο χρόνια, η επιτυχία ήταν άμεση, αφού μας θυμόντουσαν όλοι».
Τον ρωτάω ποιο ήταν το πιο μεγάλο του επιχειρηματικό του λάθος όλα αυτά τα χρόνια και μού λέει χωρίς δισταγμό για το τρίτο εργοστάσιο της εταιρείας. «Θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει στο δεύτερο, αν ξέραμε ότι η παραγωγή θα έπεφτε στο μισό, με την κρίση. Αυτό, πάντως, που δεν σκεφτήκαμε ποτέ και για ιδεολογικούς λόγους, αλλά και λόγω της σχέσης μας με όλους αυτούς τους ανθρώπους που δούλεψαν για εμάς, που είμαστε μαζί τόσα χρόνια, ήταν να πάμε το εργοστάσιό μας σε κάποια γειτονική χώρα ή και στην Κίνα, με τα φτηνότερα εργατικά χέρια. Βέβαια, από το 2000 ως το 2009, με την είσοδό μας και στο γυναικείο παπούτσι, τριπλασιάσαμε την παραγωγή μας, συνεπώς με τα τότε δεδομένα είχαμε ανάγκη ένα μεγαλύτερο εργοστάσιο».
Το μέλλον
Αναπόφευκτα, με την όλη συζήτηση περί ανάπτυξης, ντόπιας παραγωγής και εξαγωγών, των λύσεων για να βγει, δηλαδή, η Ελλάδα από την κρίση, η κουβέντα μας πηγαίνει στο αύριο της εταιρείας. Ρωτάω τον κ. Νταή αν είναι αισιόδοξος για το μέλλον. Και μού περιγράφει ένα ζοφερό σκηνικό που πλήττει όχι μόνο την υποδηματοποιία αλλά και την βιομηχανία ενδυμάτων, με λαθραίες εισαγωγές από την Κίνα, από εργοστάσια που χρησιμοποιούν αμφιβόλου ποιότητας χημικά και που απασχολούν ανθρώπους που δουλεύουν 18 ώρες την ημέρα για ένα πενιχρό μισθό. Το λαθρεμπόριο στην Ελλάδα είναι ανεξέλεγκτο και κανείς δεν δείχνει να θέλει να ασχοληθεί.
Μού εξηγεί, επίσης, ότι οι περισσότεροι μεταποιητές στην Ελλάδα από την δεκαετία του '90 το έχουν γυρίσει στο εμπόριο, κλείνοντας όλα τους τα εργοστάσια. Για το παρόν, μού λέει πόσο δύσκολες καταστάσεις προκαλεί ο εγκλωβισμός της εταιρείας από το τραπεζικό σύστημα και από την υπερφορολόγηση και πως η προσπάθειά της πια είναι για επιβίωση (με την μεγάλη ανάσα που δίνουν οι εκ νέου εξαγωγές στην Ρωσία). Θυμάται επίσης, τις επιδοτήσεις του παρελθόντος και τον προστατευτισμό στα ντόπια προϊόντα και μού εξηγεί ότι η οικονομική κρίση ήταν επόμενο να πλήξει το Νότο της Ευρώπης. Μού μιλάει για μια Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι μόνο κατ' όνομα «ένωση», αφού ο Βορράς προτιμά να συνεργάζεται με την Ινδία και την Κίνα και να σφίγγει ακόμη περισσότερο τον κλοιό στο Νότο. «Την ανεργία μπορούν να την σταματήσουν μόνο τα εργοστάσια», μού λέει. «Δεν γίνεται να είμαστε όλοι έμποροι ή υπάλληλοι γραφείου. Αλλά για να ξανανοίξουν τα εργοστάσια, είτε η ελληνική κυβέρνηση είτε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να αναπτύξει μια άμυνα».