Γιώτης: Αξίες που περνούν από γενιά σε γενιά
Πάνω από 80 χρόνια ιστορίας για μια εταιρεία που παράγει θρεπτικά προϊόντα και το όνομά της έχει συνδεθεί με την ελληνική οικογένεια.
Από τον Παναγιώτη Χριστόπουλο
Το «Άνθος Ορύζης Γιώτης» ήταν η πρώτη τυποποιημένη τροφή που παράχθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Ακόμη και σήμερα είναι η στερεά τροφή που συνηθίζεται να μπαίνει πρώτη στο διαιτολόγιο ενός μωρού. Αλλά για το 1930 ήταν μια τεράστια καινοτομία. Υπήρξε στην ουσία μια κοινωνική προσφορά στην Ελληνίδα μητέρα, σε μια εποχή που μια από τις βασικές αιτίες της παιδικής θνησιμότητας ήταν οι διαταραχές του πεπτικού συστήματος.
Με αυτές τις αξίες ξεκίνησαν ο Ιωάννης και η Μαρία Γιώτη την επιχείρησή τους πριν από 82 χρόνια. Το κοινό καλό, η ποιότητα του προϊόντος, η κάλυψη της ζήτησης βρίσκονταν πάντοτε πάνω από το κέρδος. Περισσότερες από οκτώ δεκαετίες μετά, οι ίδιες αξίες, έχοντας περάσει από γενιά σε γενιά Γιώτη, συνεχίζουν να διέπουν την ομώνυμη εταιρεία…
Εν μέσω του μεγάλου κραχ
Ο Ιωάννης Γιώτης ήταν ηπειρώτης στην καταγωγή και γόνος αστικής οικογενείας της εποχής. Ίδρυσε την εταιρεία του αφού πρώτα ταξίδεψε στη Γαλλία, έμαθε πώς παρασκευάζονται οι παιδικές τροφές και επέστρεψε με καινοτόμες ιδέες. Στόχος του δεν ήταν να μιμηθεί τους Γάλλους, αλλά να βρει τον τρόπο για να βιομηχανοποιήσει τροφές από τους καρπούς της ελληνικής γης. Οι καιροί δεν ήταν οι κατάλληλοι. Το μεγάλο κραχ του ’29 είχε «στραγγίξει» τη χώρα. Αλλά είναι σε περιόδους κρίσης που οι καλύτερες ιδέες αναδεικνύονται.
Ο Ιωάννης Γιώτης έστησε το εργοστάσιό του στην περιοχή των Τριών Γεφυρών, στα Κάτω Πατήσια, κοντά στο σπίτι του. Εκτός από το Άνθος Ορύζης, που παράγεται από αρίστης ποιότητας ρύζι το οποίο υφίσταται προηγουμένως επιμελημένη κατεργασία και κρησάρισμα για να απαλλαγεί από τις ξυλώδεις ουσίες, η εταιρεία παρασκεύασε και το Άνθος Αραβοσίτου. Ήταν η πρώτη ελληνική βρεφική κρέμα.
Τα δύο αυτά προϊόντα ήταν τα πρώτα που πέρασαν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, μαζί με το τσούρμο των μεταναστών που έφευγαν από την Ελλάδα για να βρουν δουλειά στις ΗΠΑ. Για δέκα χρόνια, οι παιδικές τροφές Γιώτη μεγαλώνουν παιδιά στην πατρίδα του, αλλά και στην άλλη άκρη του κόσμου.
Έπειτα ήλθε η Κατοχή και το κλείσιμο του εργοστασίου. Όταν ο εφιάλτης του πολέμου τελείωσε, ο Ιωάννης Γιώτης θα το ξανανοίξει και θα επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε νέα προϊόντα. Το φρουί ζελέ, το 1950, είναι μια μεγάλη έκπληξη για το ελληνικό κοινό και θα γίνει σύντομα το αγαπημένο επιδόρπιο μιας νέας γενιάς που σκέφτεται, συμπεριφέρεται, λειτουργεί πιο «ευρωπαϊκά».
Σύντομα θα ξεκινήσει και την παραγωγή διαφόρων αλεύρων, τα οποία μάλιστα εξάγονται στις ΗΠΑ και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Ένα από τα πιο καινοτόμα προϊόντα της εταιρείας ήταν η Φαρίνα Γιώτης, το 1965. «Το αλεύρι που φουσκώνει μόνο του» έλυσε τα χέρια της Ελληνίδας νοικοκυράς και έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή προϊόντα στις ελληνικές κουζίνες.
Μια οικογενειακή επιχείρηση
Ο Ιωάννης Γιώτης είχε αποβιώσει, στο μεταξύ, το 1960 (ήταν μόλις 55 ετών) και την εταιρεία έτρεχε η χήρα του, Μαρία. Οι αξίες που είχε ο ίδιος θέσει από την πρώτη ημέρα τηρούνταν, όμως, απαρέγκλιτα. Τη Μαρία διαδέχθηκαν οι δύο τους γιοι, Αθανάσιος και Χρήστος. Σήμερα, οι εγγονοί του ιδρυτή, Ιωάννης Αθανασίου Γιώτης και Ιωάννης Χρήστου Γιώτης είναι οι δύο μέτοχοι, με 50% ο καθένας, της εταιρείας. Πρόκειται για τον ορισμό της οικογενειακής επιχείρησης…
Τα προϊόντα της συνέχισαν να εμφανίζονται με τον ίδιο ρυθμό και να κάνουν πάντα αίσθηση με τις λύσεις που έφερναν στο ελληνικό νοικοκυριό. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Την Φαρίν Λακτέ (1972), το ρόφημα Caotonic (1988), τις τούρτες Γιώτης (1990), την κρέμα δημητριακών και την μπισκοτόκρεμα (2000), τα παραδοσιακά επιδόρπια ψυγείου (2005), τα προϊόντα Sweet & Balance (2009);
Το όραμα της εταιρείας έχει παραμείνει αναλλοίωτο μέσα στα χρόνια. Όπως αποτυπώνεται και στο site της, είναι: «Να δημιουργούμε συνεχώς καινοτόμα προϊόντα με βάση φυσικές πρώτες ύλες, διασφαλίζοντας πάντα την ποιότητά τους. Προϊόντα με υψηλές διατροφικές αξίες, που θα χρησιμοποιούνται καθημερινά σε κάθε ελληνικό σπίτι και θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες ολόκληρης της οικογένειας στη σύγχρονη εποχή».
Στήριξη στην ελληνική οικονομία
Η εταιρεία δεν ανταποκρίθηκε, όμως, μόνο στις διατροφικές ανάγκες των Ελλήνων. Σε περιόδους κρίσης, ήταν πάντα εκεί για να τονώσει την ελληνική οικονομία. Η ίδια η ίδρυσή της, το 1930, εν μέσω του πρωτοφανούς κραχ, ήταν μια σημαντική τόνωση για τους Αθηναίους. Πρόσφατα, εν μέσω της νέας κρίσης που βιώνουμε στην Ελλάδα, η επιχείρηση άνοιξε το νέο της εργοστάσιο στο Αγρίνιο. «Δεν θελήσαμε να πάμε στη Βουλγαρία» δήλωσε σε συνέντευξή του ο κ. Ιωάννης Χρ. Γιώτης, προσθέτοντας: «στην Ελλάδα πρέπει κάποτε να μάθουμε να εκτιμούμε αυτόν που επενδύει και να τον στηρίζουμε», ίσως με λίγο παράπονο…
Όσον αφορά τους εργαζομένους της επιχείρησης, που ο Ιωάννης Γιώτης από την πρώτη στιγμή αντιμετώπιζε ως συνεταίρους, γι’ αυτούς η κρίση όχι μόνο δεν σήμανε περικοπές ή απολύσεις, αλλά το ότι η οικογένειά τους θα μεγάλωνε κι άλλο, αφού η ζήτηση στα προϊόντα Γιώτης οδήγησε την εταιρεία σε προσλήψεις τα τελευταία χρόνια.
Σήμερα, στην επιχείρηση απασχολούνται πάνω από 300 εργαζόμενοι. Ο άνθρωπος θεωρείται ως το πιο σημαντικό ατού της εταιρείας, γι’ αυτό και η επένδυση στους ανθρώπινους πόρους αποτελεί σημαντική και καθημερινή μέριμνά της. Ανάμεσα στις παροχές που προσφέρει είναι: ετήσιο πριμ εργατικότητας, ετήσια επιβράβευση καλύτερων εργαζομένων, ασφάλιση, τράπεζα αίματος, παροχές για τις μητέρες και τα βρέφη. Σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία για την Ελλάδα, η Γιώτης μοιάζει με εργασιακό παράδεισο. Το παράδειγμά της, ωστόσο, είναι αυτό που θα έπρεπε να ακολουθούν όλες οι εγχώριες επιχειρήσεις, αφού χωρίς ένα ανθρώπινο δυναμικό με θέληση και δύναμη, κανένα επιχειρηματικό πλάνο δεν μπορεί να προχωρήσει.
Ανάπτυξη, παρά την κρίση
Κάπως έτσι, η εταιρεία κατάφερε να σταθεί όρθια στην κρίση. Η επιχείρηση δεν θέλησε να μοιραστεί μαζί μας τα οικονομικά της στοιχεία, αφού είναι στην πάγια πολιτική της να μην το κάνει (και προ κρίσης, δηλαδή), όπως είναι και στη νοοτροπία των δύο ιδιοκτητών της να διατηρούν χαμηλό προφίλ και να μην συχνάζουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις, να μην δίνουν συνεντεύξεις κλπ. Ωστόσο, από τις λίγες φορές που η Γιώτης κυκλοφόρησε κάποια στοιχεία τα τελευταία χρόνια, γνωρίζουμε πως ο τζίρος της αυξάνεται σταθερά, παρά την δύσκολη οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα.
Μεγάλο ρόλο σ’ αυτό παίζουν ασφαλώς οι εξαγωγές της. Σε κάθε αγορά, οι συσκευασίες της είναι μεταφρασμένες στην τοπική γλώσσα. Εννέα γλώσσες λοιπόν, σε 25 χώρες, σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη «ντύνουν» τις τροφές Γιώτης. Η ζήτηση γι’ αυτές είναι σημαντική, αφού ξεχωρίζουν ποιοτικά απ’ τον ανταγωνισμό.
Όχι τυχαία, βέβαια. Εκτός του ότι στηρίζονται στους κορυφαίους καρπούς της ελληνικής γης, βασίζονται και σε ένα πρωτοπόρο τμήμα έρευνας και ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα από τα πιο εξελιγμένα της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων. Απαρτίζεται από εξειδικευμένους επιστήμονες (Χημικούς, Γεωπόνους και Τεχνολόγους Τροφίμων) και υποστηρίζεται από την πλέον σύγχρονη υλικοτεχνική και εργαστηριακή υποδομή. Αποτέλεσμα της πολυετούς προσπάθειας είναι η βράβευση, κατοχύρωση και συνεχής εξέλιξη των προϊόντων της εταιρείας. Από το 2000 έως σήμερα έχουν εγκριθεί 11 διπλώματα ευρεσιτεχνίας.
Το κοινό καλό, η αγάπη για την Ελλάδα, η πρώτη ύλη που έρχεται από την ελληνική γη, το όραμα και η πίστη στους εργαζόμενους: οι αξίες της οικογένειας Γιώτη έδωσαν μια συνταγή επιτυχίας που για 82 χρόνια αποφέρει υπέροχους καρπούς.
Πρόκειται για μια επιχείρηση – πρότυπο, από αυτές που κάνουν όλους τους Έλληνες να θέλουν να… ψωνίζουν ελληνικά.