Φούρνοι Βενέτη: Επιβιώνοντας από κάθε κρίση
Από τον Παναγιώτη Χριστόπουλο
Τη χρονιά που πέρασε οι Φούρνοι Βενέτη μείωσαν την τιμή της φραντζόλας του χειροποίητου χωριάτικου ψωμιού τους από 75 λεπτά σε 49. Διατήρησαν την ίδια ποιότητα και τα ίδια υλικά, αλλά έβγαλαν εντελώς από την εξίσωση το κέρδος. Πλέον «επιδοτούν» την αγορά του πιο δημοφιλούς τους ψωμιού, αφού το κόστους παραγωγής του ξεπερνά το μισό ευρώ. Την ίδιο περίοδο, από τις 10 το βράδυ και μετά, τα προϊόντα που έχουν περισσέψει σε κάθε κατάστημα μαζεύονται και μοιράζονται σε συνανθρώπους μας που έχουν ανάγκη.
Είναι εύκολο να λέμε ότι στις δύσκολες συνθήκες που βιώνουμε είναι σημαντικό να μπορούμε να βοηθήσουμε τον διπλανό μας που έχει ανάγκη με όποιο μέσο διαθέτουμε. Το δύσκολο είναι να το κάνουμε. Το ακόμη πιο δύσκολο είναι να το κάνει μια επιχείρηση, με στενά περιθώρια κέρδους και με το οικονομικό σκηνικό να απειλεί και την ίδια. Πώς οι Φούρνοι Βενέτη προχώρησαν σε κινήσεις σαν κι αυτές που περιγράψαμε πιο πάνω;
Η απάντηση ίσως έχει να κάνει με την περιπέτεια που έζησε η επιχείρηση την περασμένη δεκαετία. Έχοντας ζήσει και επιβιώσει από την δική της κρίση, η εταιρεία μπήκε σε μια νέα εποχή ανάπτυξης και με μερικές καίριες κινήσεις κατάφερε όχι μόνο να μην πληγεί, αλλά και να βγαίνει κερδισμένη από την τωρινή κρίση. Το μυστικό πίσω από όλα αυτά ήταν ένα: Παρέμεινε μια οικογενειακή επιχείρηση, ένας «φούρνος της γειτονιάς» με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για την ελληνική κοινωνία.
65 χρόνια ιστορίας
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή: Τα γονίδια της επιβίωσης των Φούρνων Βενέτη εντοπίζονται στην καταγωγή των Βενέτηδων. Ηπειρώτες, μαθημένοι στα πιο δύσκολα και με το ελληνικό δαιμόνιο πάντα στον ύψιστο βαθμό, κατάφερναν να ξεπερνούν το μειονέκτημα της κακοτράχαλης, ορεινής γης τους παλιότερα με το εμπόριο, μετά με την μετανάστευση, στη συνέχεια με τις επιχειρήσεις τους.
Το 1948 άνοιξε στη Νέα Ερυθραία ο πρώτος φούρνος Βενέτη. Ήταν ένα τυπικό αρτοποιείο της εποχής, σε μια περιοχή που περισσότερο έμοιαζε με χωριό εκείνα τα χρόνια. Ο φούρνος, όμως, εισήγαγε σταδιακά μια σειρά από γεύσεις και ποικιλίες που ήταν διαφορετικές, στηριζόμενος πάντα στην παράδοση, την ποιότητα και την καλύτερη εξυπηρέτηση του πελάτη.
Αλλά ήταν το 1972, όταν ο Μπάμπης Βενέτης, 24 ετών μόλις τότε, ανέλαβε την επιχείρηση και άρχισε να θέτει τις βάσεις για τη μεγέθυνσή της στο σημείο που έχει φτάσει σήμερα. Το 1975 μετέφερε τον οικογενειακό φούρνο από τη Νέα Ερυθραία στην οδό Τατοΐου. Σιγά σιγά, ο φούρνος θα γίνει σημείο αναφοράς στα Βόρεια Προάστια, για τις εξαιρετικές του γεύσεις και τα καινοτόμα του προϊόντα. Οι κάτοικοι της Κηφισιάς, αλλά και κόσμος που έρχεται από ακόμη πιο βόρεια, συνωστίζονται για να αγοράσουν τα αρτοποιήματα του Μπάμπη Βενέτη.
Για τον φούρναρη – επιχειρηματία γίνεται σαφές ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο κέρδους, αρκεί να σκεφτεί την κατάλληλη ιδέα. Η πρώτη του σημαντική κίνηση έρχεται το 1989. Πρόκειται για μια επένδυση μηχανολογικού εξοπλισμού αξίας 700 εκατομμυρίων δραχμών τότε (2 εκατ. ευρώ σημερινά χρήματα), που έδωσε στο φούρνο τη δυνατότητα παραγωγής 60 διαφορετικών ποικιλιών ψωμιού.
Το επόμενο βήμα ήταν η επέκτασή του με τη μέθοδο του franchise. To 1994 λειτουργεί το πρώτο τέτοιο κατάστημα και το 1995 δημιουργείται η νέα μονάδα παραγωγής στη Λυκόβρυση, με χώρους παραγωγής 14.000 τ.μ. που πληρούν τις πιο απαιτητικές προδιαγραφές ποιότητας.
Βενέτης παντού
Όλα τα παραπάνω άνοιξαν το δρόμο για τη γνώριμη εικόνα της προηγούμενης δεκαετίας: Φούρνοι Βενέτη άρχισαν να λειτουργούν σε κάθε γειτονιά. Το franchise ήταν από τα πιο ελκυστικά της ελληνικής αγοράς και οι δυνατότητες παραγωγής στις εγκαταστάσεις της Λυκόβρυσης τεράστιες. Και, μετά, ήρθε το Χρηματιστήριο…
Η απόφαση για την είσοδο της επιχείρησης στο Χρηματιστήριο της κόστισε πολύ. Το 2002, όμως, η νέα διοίκηση, υπό τον Παναγιώτη Μονεμβασιώτη (σημερινό διευθύνοντα σύμβουλο των Φούρνων Βενέτη) σε συνεργασία με τον Μπάμπη Βενέτη αποφάσισαν ότι έπρεπε να ξαναγίνει φούρναρης από επιχειρηματίας και να κρατήσει τον οικογενειακό χαρακτήρα της επιχείρησής του μακριά από το Χρηματιστήριο.
Ο κ. Μονεμβασιώτης με τις ευλογίες του Μπάμπη Βενέτη επεξεργάσθηκε και έθεσε σε εφαρμογή ένα νέο αναπτυξιακό πρόγραμμα ποιοτικής αναβάθμισης σε όλους τους τομείς και ταυτόχρονα αναδιοργάνωσε όλες τις υπηρεσίες της επιχείρησης. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να την επαναφέρει στην κερδοφορία.
Ετσι, όταν η κρίση χτύπησε την Ελλάδα, οι Φούρνοι Βενέτη, μαθημένοι στα δύσκολα, όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά κατάφεραν να αναπτυχθούν. Η πιο σημαντική κίνηση που έκανε η εταιρεία ήταν να μετατρέψει τα καταστήματά της από πρατήρια άρτου σε μικρά καφέ, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία. Αναλόγως του τι χρειαζόταν ο Έλληνας καταναλωτής κάθε φορά, οι Φούρνοι Βενέτη φρόντιζαν πρώτοι να του το προσφέρουν.
Όπως δήλωσε ο κ. Μονεμβασιώτης: «Προσαρμοστήκαμε στις σημερινές ανάγκες του καταναλωτή. Τώρα ο Έλληνας δεν θέλει να αγοράσει ψωμί, γιατί πολύ απλά δεν έχει γεύματα. Όταν είσαι στο γραφείο μέχρι αργά το βράδυ, θέλεις καφέ και σνακ. Κάπως έτσι, το 2009 πήραμε την απόφαση να βάλουμε στον φούρνο καφέ, καθώς οι πελάτες μας ήταν εκείνοι που το ζητούσαν. Με αυτή την κίνηση δημιουργήσαμε μια τάση, μια σχολή η οποία ακολουθήθηκε και από τον ανταγωνισμό. Πλέον πρέπει να πούμε πως η χρήση του ψωμιού γίνεται ολοένα και πιο έμμεση. Τα μαγαζιά μετατρέπονται σε κάτι επιπλέον. Σε καφέ αρχικά για το πρωί και κατόπιν -μετά τις 12 το μεσημέρι- σε εστιατόρια με μικρογεύματα».
Η επιχείρηση σήμερα (και στο μέλλον)
Οι καινοτομίες δεν σταμάτησαν εκεί. Σήμερα η εταιρεία έχει 62 σημεία πώλησης (εκ των οποίων τα 49 είναι καταστήματα franchise). Είκοσι από τα καταστήματα αυτά έχουν τον χαρακτήρα «Βενέτη Food Hall», που είναι αυτό που περιέγραψε ο κ. Μονεμβασιώτης πιο πάνω: μίνι εστιατόρια και καφέ. Υπάρχουν όμως και δύο φούρνοι «Βενέτη 1948», που είναι κάτι παραπάνω από τους απλούς φούρνους που αποτελούν τα υπόλοιπα καταστήματα της αλυσίδας.
Πρόκειται για ένα concept που απευθύνεται στους λάτρεις του άρτου. Τα δύο καταστήματα βρίσκονται στην οδό Τατοΐου 110 και στην λ. Κηφισιάς 320 και θεωρούνται από τα καλύτερα του είδους τους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα ψωμιά ψήνονται σε ανοιχτούς ξυλόφουρνους, ενώ υπάρχουν και πιάτα μεσογειακής κουζίνας, που επιμελείται ο σεφ Γιάννης Τζελέπης.
Οι Φούρνοι Βενέτη σήμερα απασχολούν περίπου 700 υπαλλήλους, και εξυπηρετούν περισσότερες από 12 εκατομμύρια επισκέψεις κάθε χρόνο. Ο τζίρος τους ξεπερνά πια τα 40 εκατ. ευρώ (και μάλιστα βαίνει αυξανόμενος, παρά την κρίση), ενώ τα κέρδη ξεπερνούν το 1 εκατ. ευρώ. Τη χρονιά που έφυγε, οι Φούρνοι Βενέτη αύξησαν την κερδοφορία τους σχεδόν κατά 50% σε σχέση με το 2011! Επιστρέφοντας στον οικογενειακό τους χαρακτήρα μοιάζουν να έχουν βρει το μυστικό της επιτυχίας, ακόμη και στην πιο δύσκολη περίοδο της κρίσης…