Μύλοι Κρήτης: Το καμάρι ενός ολόκληρου νησιού
Μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της Κρήτης και μια από τις σημαντικότερες Αλευροβιομηχανίες στη χώρα, οι Μύλοι Κρήτης είναι μια επιχείρηση με ιστορία 85 ετών.
Από τον Παναγιώτη Χριστόπουλο
Ογδόντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε που ξεκίνησε την πορεία της μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις του μεγαλύτερου νησιού της Ελλάδας, της Κρήτης. Ο Πολογιώργης και ο Θεόδωρος Σουλάκος έφτιαξαν το 1928 μια ομόρρυθμη εταιρεία στο λιμάνι της Σούδας. Λειτουργούσαν μύλους που άλεθαν τα άλευρα τα οποία έφταναν στο λιμάνι από την κεντρική Ελλάδα και τα διακινούσαν στις περιοχές Χανίων και Ρεθύμνου. Εκείνα τα χρόνια, το κακό οδικό δίκτυο της Κρήτης σήμαινε ότι το βεληνεκές της επιχείρησης δεν μπορούσε να φτάσει ως την άλλη άκρη του νησιού, αλλά ο Θεόδωρος Σουλάκος είχε διαβλέψει την ανάπτυξη που σύντομα θα ερχόταν.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως ακριβώς τα προβλέπουμε. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από το ξεκίνημά τους και οι Κυλινδρόμυλοι Κρήτης, όπως ήταν το πρώτο όνομα της επιχείρησης, έπεσαν θύμα του μεγαλύτερου εφιάλτη που έζησε η ανθρωπότητα τον περασμένο αιώνα. Όταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έφτασε στην Κρήτη, το 1941, τα γερμανικά Στούκας και τα βαριά βομβαρδιστικά της Λουφτβάφε έπληξαν ανεπανόρθωτα τους στρατηγικούς στόχους του νησιού. Μία εβδομάδα πριν την ιστορική Μάχη της Κρήτης, στις 14 Μαΐου του 1941, τα αεροδρόμια του Μάλεμε, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου, καθώς και τα λιμάνια της Σούδας και του Ηρακλείου καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς. Το πλήγμα στη Σούδα σήμαινε ότι όσες επιχειρήσεις είχαν τις εγκαταστάσεις τους εκεί ήταν καταδικασμένες. Οι Κυλινδρόμυλοι Κρήτης δεν γλίτωσαν από τις βόμβες των ναζί. Ισοπεδώθηκαν εντελώς.
Ξανά από το μηδέν
Πέρασαν 8 χρόνια για να ξεκινήσει και πάλι η εταιρεία από το μηδέν. Στους δύο αρχικούς μετόχους προστέθηκαν οι κύριοι Μανουσάκης, Κουτρούμπας και Γαγάνης. Η επιχείρηση έγινε ανώνυμη εταιρεία και χρησιμοποίησε ως εγκαταστάσεις τον ίδιο χώρο, στο λιμάνι της Σούδας. Το 1949, όμως, η Ελλάδα μετρούσε ακόμη τις πληγές της από τον πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε. Ετσι, τα χρήματα για μια επένδυση του μεγέθους της αναστήλωσης των κυλινδρόμυλων στη Σούδα δεν ήταν εύκολο να συγκεντρωθούν. Χρειαζόταν ένα γερό δάνειο. Λέγεται, λοιπόν, πως ήταν ο τότε νεαρός βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που μεσολάβησε στις τράπεζες για να βοηθηθεί η κρητική εταιρεία.
Η σχέση αυτή με τον κρητικό πολιτικό έφερε στην επιχείρηση πρόσωπα από τις πιο παλιές και ιστορικές οικογένειες των Χανίων, κάνοντας τους Κυλινδρόμυλους Κρήτης το καμάρι της περιοχής. Όταν, το 1953, όχι μόνο αποκαταστάθηκαν οι εγκαταστάσεις, αλλά άρχισε να λειτουργεί μια νέα, υπερσύγχρονη μονάδα, προσελήφθη ως χημικός μηχανικός στο νέο εργοστάσιο, ο Κλέαρχος Μαρκαντωνάκης, ο οποίος μερικές δεκαετίες αργότερα θα βρεθεί στο «τιμόνι» της.
Το υπερσύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής αλεύρων άρχισε να αποδίδει και να δίνει μεγάλη δύναμη και οικονομική ευχέρεια στη επιχείρηση κι έτσι οι τέσσερις διευθύνοντες σύμβουλοί της σκέφτηκαν ότι μπορούσαν να κάνουν το επόμενο βήμα. Το 1975 η εταιρία ξεκίνησε τη λειτουργία ενός νέου εργοστασίου που παρήγαγε ζωοτροφές, ώστε να καλύψει τις μεγάλες ανάγκες της κτηνοτροφίας του νησιού.
Το πέρασμα στις ζωοτροφές και τα τυροκομικά
Στο νέο της τομέα, η εταιρεία έγινε αμέσως πρωτοπόρος. Έφερε, όχι μόνο νέες τεχνολογικές μεθόδους, αλλά εξειδίκευσε πολύ τις ζωοτροφές της (σήμερα, για παράδειγμα, πουλάει εξαιρετικές ζωοτροφές για εκτροφή σαλιγκαριών), παρασκευάζοντάς τις πάντα από αγνές φυτικές πρώτες ύλες, μη γενετικά τροποποιημένες. Ετσι, σύντομα έγινε το σημείο αναφοράς για την εν λόγω βιομηχανία στην Ελλάδα.
Την ίδια περίοδο, στα μέσα της δεκαετίας του '70, η εταιρεία θα γίνει πρωτοπόρος και σε έναν ακόμη τομέα: Παρήγαγε έναν ιδιαίτερο τύπο αλεύρου, ιδανικού για τα φύλλα του κανταϊφιού. Το συγκεκριμένο προϊόν θα γίνει σύντομα το πιο δημοφιλές της και αυτό που μέχρι και σήμερα επιτυγχάνει τις μεγαλύτερες εξαγωγές εκτός Ελλάδας (σε Γαλλία, Βέλγιο και Γερμανία).
Οι δραστηριότητες των Μύλων Κρήτης, όμως, δεν σταμάτησαν εκεί. Έχοντας πια φτάσει να διοικούνται από την τρίτη γενιά μετόχων (η οικογένεια Μαρκαντωνάκη ανέλαβε περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του '70, αρχικά με τον Κλέαρχο και σήμερα με τον Αλέξανδρο, στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου), αποφάσισαν το 1998 να δημιουργήσουν μια νέα εταιρεία, με σκοπό την παραγωγή και εμπορία τυροκομικών προϊόντων. Γιατί όχι; Η ξακουστή γραβιέρα του νησιού ήταν ένα προϊόν με πολλές προοπτικές και η ανάπτυξη των Μύλων Κρήτης μέχρι εκείνη την περίοδο επέτρεπε τέτοια ανοίγματα.
Η εταιρεία ονομάστηκε Κριαράς Α.Ε. και το 2002 απέκτησε την εμπορική ονομασία «Βέρο Κρητικό», η οποία παρήγαγε και διένειμε όλα τα είδη τυριών (Γραβιέρα Κρήτης, Φέτα, Ανθότυρος, Ξινομυζήθρα, Ντακοτύρι - Πηχτόγαλο Χανίων κ.ά.), παραδοσιακό Γιαούρτι και Φρέσκο Κατσικίσιο Γάλα. Ειδικά το τελευταίο προϊόν έγινε άλλο ένα από τα ισχυρά «χαρτιά» των Μύλων Κρήτης. Για τον εκσυγχρονισμό επιχείρησης επενδύθηκε ένα τεράστιο ποσό, της τάξης των 16 εκατομμυρίων ευρώ.
Σιγά σιγά, τα τυριά της άρχισαν κι αυτά να εξάγονται όπως κάποια από τα προϊόντα της αλευροβιομηχανίας της. Ωστόσο, το ποσοστό των εξαγωγών παραμένει σχετικά μικρό, κοντά στο 5% και η αύξησή του είναι το μεγάλο στοίχημα για το μέλλον της επιχείρησης.
30 εκατ. ευρώ τζίρος
Πέρα από τις εξαγωγές, που έτσι κι αλλιώς έκανε σε διάφορα προϊόντα, η επιχείρηση είχε παραμείνει μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας προσανατολισμένη στην αγορά της Κρήτης. Μετά και τη διεύρυνση της μετοχικής της βάσης όμως, άρχισε να επεκτείνεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σήμερα, οι Μύλοι Κρήτης είναι μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες του νησιού αλλά και μία από τις σημαντικότερες αλευροβιομηχανίες και βιομηχανίες ζωοτροφών στη χώρα. Η ημερήσια δυνατότητα άλεσης φτάνει τους 450 τόνους σίτου και η παραγωγή ζωοτροφών τους 500 τόνους την ημέρα. Πεντακόσιους τόνους γραβιέρας το χρόνο παράγει η «Βέρο Κρητικό». Στην Κρήτη, το 15% του γάλακτος που καταναλώνεται είναι αυτής της συγκεκριμένης ετικέτας.
Το μεγαλύτερο κομμάτι της επιχείρησης, περίπου 35%, ανήκει σήμερα στην οικογένεια Μαρκαντωνάκη. Αλλά σχεδόν όλα τα μεγάλα τζάκια της περιοχής των Χανίων διαθέτουν μετοχές: 12,2% ανήκει στην οικογένεια Βαρδινογιάννη, 11,8% ανήκει στην οικογένεια Μανουσάκη, 7% στην οικογένεια Βλαχάκη, 5,5% στην οικογένεια Σουλάκου, 4,1% στην οικογένεια Γαγάνη, 2,3% στην οικογένεια Καπάκη και περίπου το 2% στον κ. Μίνω Ζομπανάκη, τον γνωστό τραπεζικό.
Βέβαια, σε όλα αυτά τα 85 χρόνια της ιστορίας της, τα πρόσωπα και οι ιδιοκτήτες άλλαζαν, αλλά η επιτυχία ήταν συνεχής. Κι αυτό, γιατί βασίστηκε σε μια συνταγή κλασική: Εργατικότητα, συνεχείς επενδύσεις, πίστη στην παράδοση, ακόμα όταν οι συνθήκες ήταν αντίξοες. Σήμερα, οι ετήσιοι τζίροι της πλησιάζουν τα 30 εκατομμύρια ευρώ.
Και στο πλαίσιο της πάντα «ανήσυχης» επέκτασής τους, οι Μύλοι Κρήτης ετοιμάζονται να περάσουν και σε νέες επιχειρηματικές αναζητήσεις. Πολλά από τα κτήματα που ανήκουν στην εταιρεία βρίσκονται σε περιοχές – φιλέτα της Κρήτης, οπότε σταδιακά θα αρχίσουν να αξιοποιούνται για τουριστικούς σκοπούς.