Λάδι Μινέρβα: Αγνό, παρθένο, υπεραιωνόβιο...
Το πιο διάσημο ελληνικό ελαιόλαδο έχει μια γεμάτη –σαν τη γεύση του- ιστορία να διηγηθεί.
Η Μινέρβα έχει να λέει πως η ιστορία της ξεκινά από το 1904 και να περηφανεύεται για μια υπεραιωνόβια πορεία στον κόσμο του επιχειρείν. Στην πραγματικότητα η ιστορία της ξεκινά έναν αιώνα πιο πίσω...
Η επιχείρηση των Δήμου Καρακώστα και Ευάγγελου Γιαννάκου ιδρύθηκε το 1877. Ανέπτυξε τις δραστηριότητές της σε Αθήνα και Πειραιά ως μια εισαγωγική και εξαγωγική εταιρεία που εμπορευόταν «εδώδιμα – αποικιακά». Όταν οι δύο συνεταίροι συνειδητοποίησαν ότι το πιο πολύτιμο από τα αγαθά τους ήταν το ελαιόλαδο, αποφάσισαν, το 1904, εκεί στα λαδάδικα της Ομόνοιας να φέρουν την Αθηνά (Minerva στα λατινικά) ως σύμβολο του λαδιού τους και να επικεντρώσουν την προσοχή τους σε αυτό.
Η Μινέρβα ήταν η πρώτη εταιρεία στην Ελλάδα που -το 1930- προχώρησε στην τυποποίηση και στην συσκευασία του ελαιόλαδου σε γυάλινο μπουκάλι. Μαζί με την καινοτομία αυτή, ξεκίνησε μια δυναμική εκστρατεία, για να πείσει τον κόσμο να απομακρυνθεί από το χύμα λάδι και να αρχίσει να αγοράζει τυποποιημένο. Το μήνυμα ήταν σαφές: «Μινέρβα: Το καλύτερον φυσικόν ελαιόλαδον εις φιάλας και δοχεία σφραγισμένα». Η επιτυχία ήταν άμεση. Τέτοια, που σύντομα ξεκίνησαν οι... απομιμήσεις! Σε μια νέα διαφημιστική καταχώριση, τρία χρόνια αργότερα, διαβάζουμε: «Είναι το καλλίτερον όλων, διότι παράγεται από εκλεκτές εληές. Προσέξατε τας απομιμήσεις και ζητείτε επιμόνως την μάρκα ΜΙΝΕΡΒΑ. Όσον και αν μας απομιμούνται δεν μας φθάνουν».
Το 1937 όμως οι δρόμοι των δύο ιδρυτών της εταιρείας χωρίζουν. Ο Ευάγγελος Γιαννάκος συνεχίζει την επιχείρηση και τη μετονομάζει σε Μινέρβα - Ε. Γιαννάκος & Υιοί ΟΕ. Ο Δήμος Καρακώστας δεν φεύγει και πολύ μακριά, πάντως. Ιδρύει τη δική του εταιρεία τυποποιημένου ελαιόλαδου, τη Ρεγγίνα, και συνεχίζει να δραστηριοποιείται –με λιγότερη επιτυχία από τον πρώην συνεργάτη του- στο χώρο.
Ο έρωτας και το λάδι
Το επόμενο κεφάλαιο στην ιστορία της Μινέρβα ξεκινά από έναν κεραυνοβόλο έρωτα. Ο Άγγελος Σαχπάλογλου ιδιοκτήτης της εταιρείας ΤΥΠΕΛ (Τυποποιημένο Ελαιόλαδο) και ανταγωνιστής της Μινέρβα ερωτεύεται την κόρη του Ευάγγελου Γιαννάκου, την Ελένη Γιαννάκου, και το 1951 την παντρεύεται. Οι δύο εταιρείες γίνονται μία. Το 1957 η νέα, μεγάλη επιχείρηση ιδρύει ιδιόκτητο εργοστάσιο επεξεργασίας και τυποποίησης ελαιόλαδου, μεταφέροντας την παραγωγική της δραστηριότητα στο Μοσχάτο. Η έδρα της Εταιρείας παραμένει στην οδό Σωκράτους, στο κέντρο της Αθήνας, στο κατάστημα που έμελλε να λειτουργήσει ως πρατήριο των προϊόντων της μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Την δεκαετία του '60 η Μινέρβα επεκτείνει πολύ δυναμικά τις εξαγωγικές της δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο. Πλέον πουλά το λάδι της σχεδόν παντού (Αγγλία, Αίγυπτος, Ασία, Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Βενεζουέλα, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Η.Π.Α., Ιταλία, Κένυα, Κονγκό, Μάλτα, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ροδεσία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Σουδάν, Τανζανία, Τσεχοσλοβακία κ.ά.). Ήταν η πρώτη ελληνική εταιρεία, μάλιστα, που ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με τις χώρες του τότε ανατολικού μπλοκ.
Το 1971 η Μινέρβα θα γίνει Ανώνυμη Εταιρεία και από το 1972 θα εισέρθει στον τομέα της παραγωγής μαγειρικών λιπών με το «Βιταμινούχο Μαγειρικό Λίπος Μινέρβα». Σύντομα θα βγάλει στην αγορά και το Αραβοσιτέλαιο Μινέρβα αλλά και... σαπούνι. Το 1975 το μαγειρικό της λίπος θα γίνει η περίφημη Μινερβίνη.
Η νέα εποχή
Το 1977 η Μινέρβα αλλάζει επίπεδο με μία ακόμη σπουδαία στρατηγική κίνηση. Η εταιρεία συνάπτει στρατηγική συνεργασία με τον Ελληνικών συμφερόντων διεθνή όμιλο «Paterson Zochonis & Co. Ltd.». Ο Γιώργος Ζοχώνης είχε φύγει από τη Βαμβακού Σπάρτης το 1870, τυχοδιώκτης στην Δυτική ακτή της Αφρικής. Εκεί συνάντησε τον Σκωτσέζο Τζορτζ Πάτερσον. Έγιναν καλοί φίλοι και συνεργάτες και το 1884 άνοιξαν γραφείο στο Λίβερπουλ για την προώθηση των εξαγωγών τους από την Αφρική. Δύο χρόνια αργότερα μετέφεραν την έδρα τους στο Μάντσεστερ όπου μέχρι και σήμερα βρίσκεται το κεντρικό γραφείου του Ομίλου Εταιρειών που έφτιαξαν στη συνέχεια.
Ο Γιώργος Ζοχώνης πέθανε το 1929. Τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του, Κωνσταντίνος. Ο Πάτερσον παρέμεινε στην διοίκηση της εταιρείας μέχρι το 1932 όταν και παραχώρησε όλες τις μετοχές του στην οικογένεια Zοχώνη, αφού ο ίδιος δεν είχε κληρονόμους. Όταν τέλειωσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος η Paterson Zochonis άρχισε να μεγαλώνει με ραγδαίους ρυθμούς: Το 1948 έχτισε εργοστάσιο σαπωνοποιίας στη Νιγηρία, το 1953 η μπήκε στο χρηματιστήριο του Λονδίνου με την πλειοψηφία των μετοχών της να παραμένει στην οικογένεια Ζοχώνη, το 1970 εξαγόρασε μια μεγάλη φαρμακευτική εταιρία και το 1975 την Cussons Group Limited, φτάνοντας στο σημείο να καλύπτει όλη την αγορά στις κατηγορίες σαπουνιών, απορρυπαντικών και ειδών προσωπικής φροντίδας.
Έχοντας την υποστήριξη ενός τέτοιου κολοσσού, η Μινέρβα άρχισε να αναπτύσσεται με απίστευτους ρυθμούς στα τέλη της δεκαετίας του '70, κι έγινε μια από τις πρώτες (και λίγες) ελληνικές εταιρείες τροφίμων που πιστοποιήθηκαν με HACCP από τον διεθνώς αναγνωρισμένο φορέα RWTUV.
Οι δύο τελευταίες δεκαετίες
To 1999 η επιχείρηση μετεγκαταστάθηκε σε ένα νέο εργοστάσιο στο Σχηματάρι Βοιωτίας. Θεωρείται και είναι ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης, με όλα τα μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας. Εκεί η Μινέρβα επέκτεινε τη γκάμα των προϊόντων της με το περίφημο «Χωριό» και το Benecol. Aπό το Το 2008 η εταιρεία επεκτάθηκε και στα τυροκομικά προϊόντα εξαγοράζοντας από την ΦΑΓΕ την «Κοινοπρακτική Τυροκομικών Μονάδων Ιωαννίνων ΠΙΝΔΟΣ ΑΕΒΕ» με ημερήσια δυνατότητα επεξεργασίας αιγοπρόβειου γάλακτος 70-75 τόνων και ετήσια δυνατότητα παραγωγής φέτας 3.000-3.500 τόνων.
Μ' αυτά και μ' αυτά, η εταιρεία σήμερα είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες τροφίμων στη χώρα μας. Οι εξαγωγές της φτάνουν το 10% του τζίρου της, που είναι κοντά στα 100 εκατ. Ευρώ ετησίως. Η επιχείρηση απασχολεί περίπου 200 υπαλλήλους και, βεβαίως, συνεργάζεται με εκατοντάδες ελαιοπαραγωγούς και άλλους αγρότες για τις πρώτες ύλες των προϊόντων της. Στα χρόνια της κρίσης, είναι ένα από τα φωτεινά παραδείγματα μιας Ελλάδας που προσπαθεί, πετυχαίνει, αναγνωρίζεται. Μια πυξίδα για το μέλλον...