Πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες: Doodle της Google για τα 120 χρόνια από την αναβίωσή τους
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 γνωστοί και ως Αγώνες της 1ης Ολυμπιάδας, ήταν η πρώτη διεθνής αθλητική διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων μετά την αναβίωσή τους στη σύγχρονη εποχή. Διοργανώθηκε στην Αθήνα από τις 25 Μαρτίου έως τις 3 Απριλίου 1896 (6 Απριλίου - 15 Απριλίου με το γρηγοριανό Ημερολόγιο).
Είναι γνωστό ότι κατά τον 17ο αιώνα γινόταν κάποια γιορτή η οποία έφερε το όνομα "Ολυμπιακοί αγώνες" στην Αγγλία. Παρόμοιες εκδηλώσεις ακολούθησαν στους επόμενους αιώνες στην Γαλλία και Ελλάδα οι οποίες όμως ήταν μικρής έκτασης και σίγουρα όχι διεθνείς. Το ενδιαφέρον για τους Ολυμπιακούς μεγάλωσε όταν ανακαλύφθηκαν τα ερείπια της αρχαίας Ολυμπίας από Γερμανούς αρχαιολόγους στα μέσα του 19ου αιώνα.
Ο Εδεσσαίος λόγιος Μηνάς Μηνωίδης, που τότε δίδασκε την αρχαία ελληνική γλώσσα σε πανεπιστήμιο του Παρισίου, μετέφρασε και δημοσίευσε στη γαλλική το "Γυμναστικό" του Φιλόστρατου (1858), και τη συνόδευσε με κείμενό του, περί της ανάγκης αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Λίγο αργότερα, ο βαρώνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν, ο οποίος ήταν Γενικός Γραμματέας των γαλλικών αθλητικών σωματείων, προσπαθούσε να δικαιολογήσει την ήττα των Γάλλων στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο (1870-1871). Πίστευε ότι ο λόγος της ήττας ήταν επειδή οι Γάλλοι δεν είχαν αρκετή φυσική διαπαιδαγώγηση και ήθελε να την βελτιώσει. Ο Κουμπερτέν ήθελε επίσης να ενώσει της εθνότητες και να φέρει μαζί την νεολαία με τον αθλητισμό παρά να γίνονται πόλεμοι. Πίστευε ότι η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων θα πετύχαινε και τους δύο πιο πάνω σκοπούς του.
Σε ένα συνέδριο στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι που έγινε από τις 16 μέχρι τις 23 Ιουνίου, το 1894 παρουσίασε τις ιδέες του σε ένα διεθνές ακροατήριο. Την τελευταία μέρα του συνεδρίου αποφασίστηκε να διεξαχθούν οι πρώτοι μοντέρνοι Ολυμπιακοί αγώνες το 1896 στην Αθήνα, την πόλη και την χώρα που τους γέννησε. Έτσι γεννήθηκε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) για να διοργανώσει τους Αγώνες με πρώτο πρόεδρο τον Μακεδόνα Δημήτριο Βικέλα, γενικό γραμματέα τον βαρώνο Πιέρ ντε Κουμπερντέν και μέλη προσωπικότητες από διάφορα κράτη.
Τα doodle της Google για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων
Ποιος ήταν ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν
Ο βαρόνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν (γαλλικά:Pierre Frédy, Baron de Coubertin) (1 Ιανουαρίου 1863-2 Σεπτεμβρίου 1937), ήταν Γάλλος παιδαγωγός και ιστορικός, αλλά είναι ευρύτερα γνωστός ως ιδρυτής της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, αναβιωτής και πατέρας των σύγχρονων των Ολυμπιακών Αγώνων.
Γεννήθηκε στο Παρίσι από αριστοκρατική οικογένεια και ήταν τρίτο παιδί του Charles Louis de Frédy και της Agathe-Gabrielle de Mirville de Coubertin. Σπούδασε σε Αγγλικά και Αμερικανικά πανεπιστήμια προσπαθώντας να βελτιώσει την εκπαιδευσή του. Ασχολήθηκε με αθλήματα όπως κωπηλασία, ενόργανη γυμναστική και ιππασία. Πίστευε ότι η αθλητική παιδεία ήταν σημαντικό μέρος για την ανάπτυξη της προσωπικότητας νέων ανθρώπων. Μετά τον θάνατό του, κατόπιν επιθυμίας του, η καρδιά του μεταφέρθηκε στην Αρχαία Ολυμπία, όπου και τάφηκε σε επιτύμβια στήλη που φέρει την ονομασία Μνημείο Ντε Κουμπερτέν.
Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες
Αν και ο αριθμός των αθλητών που πήραν μέρος ήταν μικρός, παρ'όλα αυτά η συμμετοχή ήταν η μεγαλύτερη μέχρι τότε σε αθλητική διοργάνωση. Οι Αγώνες είχαν μεγάλη επιτυχία και υπήρξε μεγάλη συμμετοχή του ελληνικού κοινού, ιδιαίτερα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το μοναδικό Ολυμπιακό στάδιο που χρησιμοποιήθηκε κατά τον 19ο αιώνα.
Σημαντική στιγμή για τους Έλληνες ήταν η νίκη του Σπύρου Λούη στον μαραθώνιο. Πιο επιτυχημένος αθλητής των Αγώνων αναδείχθηκε ο Γερμανός παλαιστής και γυμναστής Καρλ Σούμαν, ο οποίος κέρδισε συνολικά τέσσερα χρυσά μετάλλια.
Μετά το τέλος των Αγώνων, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, καθώς και πολλοί άλλοι (μεταξύ των οποίων και Αμερικανοί αθλητές), υποστήριξαν την ιδέα να διοργανωθούν και οι επόμενοι Αγώνες στην Αθήνα. Ο Κουμπερτέν όμως ήταν αντίθετος με αυτό, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί το Παρίσι ως η επόμενη διοργανώτρια πόλη. Έτσι, οι Αγώνες του 1900 έγιναν στη Γαλλία, αλλά επισκιάστηκαν από τη Διεθνή Έκθεση που συνδιοργανώθηκε εκείνη την περίοδο στην πόλη του Παρισιού. Από τότε, εκτός των εμβόλιμων Μεσοολυμπιακών Αγώνων του 1906, οι Αγώνες επέστρεψαν στην Ελλάδα μόλις το 2004, για την 28η Ολυμπιάδα.
Ο... νερουλάς Σπύρος Λούης
Ήρωας της πρώτης Ολυμπιάδας ήταν ο Σπύρος Λούης ο οποίος αποθεώθηκε από τους θεατές και η νίκη του στο Μαραθώνιο πέρασε στην ιστορία!
Ωστόσο, ο... νερουλάς από το Μαρούσι Σπύρος Λούης δε συμπεριλαμβάνοντα ανάμεσα στους γνωστούς αθλητές της εποχής. Για την ακρίβεια δεν υπήρξε ποτέ αθλητής.
Κι όμως ο 24χρονος τότε Mαρoυσιώτης έγινε σύμβολο του Mαραθωνίου και ο πιο γνωστός στα πέρατα του κόσμου Ολυμπιονίκης της πρώτης Ολυμπιάδας επειδή πρώτος αυτός νίκησε στην απόστασn, που έτρεξε ο αρχαίος μαραθωνοδρόμος Φειδιππίδης μεταφέροντας το μήνυμα της νίκης των Αθηναίων στο Μαραθώνα.
Ο Σπύρος Λούης που είχε γεννηθεί το 1872 και πέθανε το 1940 δεν ξαναπήρε ποτέ του μέρος σε άλλο Μαραθώνιο και ίσως ήταν αυτό που συντήρησε το θρύλο του...
Γυναικεία συμμετοχή
Στις γυναίκες δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Σταμάτα Ρεβίθη όμως, μητέρα ενός αγοριού 17 μηνών, έτρεξε στη διαδρομή του μαραθωνίου στις 11 Απριλίου, την επόμενη δηλαδή ημέρα από τον επίσημο αγώνα των ανδρών. Αν και δεν της επετράπη να εισέλθει στο στάδιο στο τέλος της κούρσας της, η Ρεβίθη ολοκλήρωσε τον μαραθώνιο σε 5 ώρες και 30 λεπτά και εξασφάλισε μαρτυρίες που επιβεβαίωναν εγγράφως το χρόνο έναρξης και τερματισμού της. Η Ρεβίθη σκόπευε να υποβάλλει αυτά τα έγγραφα στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, ελπίζοντας πως θα αναγνωριζόταν το κατόρθωμά της. Έως σήμερα πάντως δεν έχουν βρεθεί ούτε οι αναφορές της, ούτε έγγραφα της Επιτροπής που να μας διαφωτίζουν για το αν τελικά το έπραξε.
Τελετή έναρξης
Η έναρξη των Αγώνων της 1ης Ολυμπιάδας πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου 1896 (25 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο), που συνέπιπτε με τη Δευτέρα του Πάσχα για τους ορθοδόξους και τους καθολικούς, αλλά και με την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Από το πρωί η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης, ενώ το πλήθος κατέκλυσε το Παναθηναϊκό Στάδιο από νωρίς το μεσημέρι. Το Στάδιο ήταν κατάμεστο από 80.000 θεατές και η ατμόσφαιρα που δημιούργησαν καταπληκτική. Κύριο θέμα των συζητήσεων ήταν οι συμμετοχές των Ελλήνων αθλητών και η προσδοκία για κατάκτηση μεταλλίων. Παρόντες ήταν επίσης η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας, μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, ξένοι αντιπρόσωποι, μέλη της Ιεράς Συνόδου και του ξένου κλήρου και πολλοί άλλοι.
Μετά την ομιλία του προέδρου της οργανωτικής επιτροπής, διαδόχου Κωνσταντίνου, ο βασιλιάς Γεώργιος κήρυξε την έναρξη των Αγώνων με τα εξής λόγια: "Κηρύττω την έναρξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Ελληνικός Λαός!".
Ακολούθησαν κανονιοβολισμοί και απελευθέρωση περιστεριών. Στη συνέχεια, εννέα μπάντες και χορωδία 150 ατόμων ερμήνευσαν τον Ολυμπιακό Ύμνο, σε σύνθεση του Σπύρου Σαμάρα και στίχους του Κωστή Παλαμά. Ο ύμνος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το κοινό. Ακολούθησε η έπαρση της Ελληνικής σημαίας και η ανάκρουση του Εθνικού ύμνου από μπάντα όπου κυριαρχούσαν οι φλογέρες και στη συνέχεια η παρέλαση των αθλητών.
Σύνοψη αθλημάτων
Στο συνέδριο του Παρισιού το 1894, ένας μεγάλος αριθμός αθλημάτων είχε προταθεί για το πρόγραμμα της Αθήνας.
Οι πρώτες επίσημες ανακοινώσεις σχετικά με τις αθλητικές εκδηλώσεις που θα πραγματοποιούνταν, περιελάμβαναν αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο και το κρίκετ. Αυτά τα σχέδια, όμως, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ και τα συγκεκριμένα αθλήματα δεν επιλέχθηκαν στην τελική λίστα για τους Αγώνες. Η κωπηλασία και η ιστιοπλοΐα ήταν προγραμματισμένες να διεξαχθούν, αλλά ματαιώθηκαν λόγω κακών καιρικών συνθηκών κατά την προγραμματισμένη ημέρα του αγώνα.
Πρώτη σε μετάλλια η Ελλάδα
Δέκα από τις 14 συμμετέχουσες χώρες κέρδισαν μετάλλια στους Αγώνες, ενώ τρία μετάλλια κέρδισε η μικτή ομάδα (ομάδα που περιελάμβανε αθλητές από διαφορετικά κράτη). Οι Η.Π.Α. κέρδισαν τα περισσότερα χρυσά μετάλλια (11), ενώ η Ελλάδα κέρδισε συνολικά τα περισσότερα μετάλλια (46) καθώς και τα περισσότερα ασημένια (17) και χάλκινα (19), χάνοντας την πρώτη θέση στον πίνακα από τις Η.Π.Α. για ένα χρυσό μετάλλιο.
Την εποχή των Αγώνων, οι νικητές έπαιρναν ασημένιο μετάλλιο, οι δεύτεροι χάλκινο, ενώ οι τρίτοι τίποτα. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αποφάσισε αργότερα να απονείμει χρυσά, ασημένια και χάλκινα μετάλλια στους τρεις πρώτους αθλητές κάθε αγωνίσματος, ώστε να συμβαδίζουν με τις πιο πρόσφατες παραδόσεις.
Τελετή λήξης
Το πρωί της Κυριακής 12 Απριλίου, ο βασιλιάς Γεώργιος οργάνωσε ένα επίσημο γεύμα στα Ανάκτορα προς τιμήν των ολυμπιονικών, των ξένων αθλητών, των κριτών και των αντιπροσώπων του ξένου Τύπου (αν και κάποια αγωνίσματα δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί). Κατά την ομιλία του στο τέλος του προγεύματος, ξεκαθάρισε ότι κατά τη γνώμη του θα έπρεπε οι Αγώνες να διεξάγονται μόνιμα στην Αθήνα.
Η επίσημη τελετή λήξης πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 15 Απριλίου, αφού είχε αναβληθεί την προηγούμενη ημέρα λόγω κακοκαιρίας. Η βασιλική οικογένεια βρισκόταν και πάλι εκεί για να παρακολουθήσει την τελετή, η οποία "άνοιξε" με τον Εθνικό ύμνο της Ελλάδας και μία ωδή του Πινδάρου στα αρχαία ελληνικά από τον Τζορτζ Ρόμπερτσον (Βρετανό αθλητή και λόγιο).
Στη συνέχεια, ο βασιλιάς βράβευσε τους νικητές των Αγώνων. Οι νικητές έπαιρναν ένα ασημένιο μετάλλιο, ένα κλαδί ελιάς και ένα αναμνηστικό δίπλωμα, ενώ οι δεύτεροι έπαιρναν ένα χάλκινο μετάλλιο, ένα κλαδί δάφνης και το δίπλωμα. Οι τρίτοι δεν έπαιρναν μετάλλιο.
Μερικοί από τους νικητές πήραν κάποια επιπλέον βραβεία, όπως ο Σπύρος Λούης που πήρε ένα κύπελλο από τον Μισέλ Μπρεάλ, φίλο του Κουμπερτέν, ο οποίος είχε εμπνευστεί το αγώνισμα του μαραθωνίου. Με τον αλυτάρχη Κωνσταντίνο Μάνο στην κεφαλή, ο Λούης οδήγησε τους αθλητές που πήραν μετάλλια σε ένα γύρο του θριάμβου γύρω από το Στάδιο, ενώ παιζόταν ο Ολυμπιακός Ύμνος.
Στο τέλος της παρέλασης, ο βασιλιάς Γεώργιος αναφώνησε μεγαλόφωνα: "Κηρύττω την λήξιν των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων". Στη συνέχεια αποχώρησε από το Στάδιο, ενώ η μπάντα έπαιζε τον Εθνικό ύμνο και το πλήθος ζητωκραύγαζε. Ακολούθησε πορεία προς τα Ανάκτορα από το ενθουσιασμένο πλήθος, ενώ το βράδυ φωταγωγήθηκε με πυρσούς η Ακρόπολη και τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποίησαν τους προβολείς τους για να φωτίσουν τον αττικό ουρανό, κλείνοντας έτσι με θεαματικό τρόπο τους Αγώνες.