Δεκαοχτώ χρόνια χωρίς τον Ντράζεν
Το ευρωπαϊκό μπάσκετ είναι φτωχότερο από τότε που «έφυγε» ο «Μότσαρτ».
Σαν σήμερα, στις 7 Ιουνίου του 1993, ο «Μότσαρτ» ανασύρθηκε νεκρός από τα συντρίμμια του κόκκινου Golf που οδηγούσε η Γερμανίδα αρραβωνιαστικιά του, Κλάρα Ζάλαντζι.
Ήταν 17.20 ώρα Γερμανίας. Ήταν μόλις 28 χρονών, προερχόταν από την καλύτερη σεζόν του στο ΝΒΑ με τους Νιου Τζέρσεϊ Νετς και βρισκόταν ένα βήμα πριν από τη μεγάλη επιστροφή του στην Ευρώπη, πιθανότατα τον Παναθηναϊκό του κολλητού φίλου του, Στόγιαν Βράνκοβιτς. Ο Πέτροβιτς θεωρούσε τα αεροπλάνα «σίγουρο θάνατο».
Όταν αποφάσισε να μην επιστρέψει στην Κροατία, από την Πολωνία όπου βρίσκονταν με την εθνική ομάδα της χώρας τους για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1993, ο Βράνκοβιτς τον συμβούλευσε να ακολουθήσει την αποστολή, που θα έφευγε αεροπορικώς, καθώς είχε «κακό προαίσθημα». Όμως ο Πέτροβιτς μαζί με την αρραβωνιαστικιά του και μια Τουρκάλα φίλη τους, μπασκετμπολίστρια, αναχώρησαν για το Ζάγκρεμπ με ιδιωτικό αυτοκίνητο. Το απόγευμα ήταν βροχερό, η ορατότητα ελλιπής και ο δρόμος γλιστρούσε.
Ο Πέτροβιτς κοιμόταν και δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας όταν η αρραβωνιαστικιά του προσέκρουσε πάνω σε φορτηγό που είχε χάσει τον έλεγχο, εισχωρώντας στην οδική διαχωριστική νησίδα. Οι δύο κοπέλες τραυματίστηκαν, αλλά επέζησαν. Ο Ντράζεν, όχι. Ακριβώς την ίδια ημερομηνία, δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, είχε εκδοθεί η ταυτότητά του! Στο μουσείο στο Ζάγκρεμπ, δίπλα στην «Drazen Petrovic Halle», το κλειστό της Τσιμπόνα που πήρε το όνομά του, αποτελεί ένα από τα εκθέματα, μαζί με την πρώτη φανέλα του στη Σιμπένκα, το πρώτο στατικό ποδήλατο που χρησιμοποίησε ως επαγγελματίας, τα αναρίθμητα μετάλλια που κατέκτησε σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο, το χρυσό ρολόι που φορούσε στο χέρι του την ημέρα του θανάσιμου δυστυχήματος. Το ρολόι, όπως και η ζωή του, σταμάτησε στις 17.20.
Ο Πέτροβιτς γεννήθηκε στις 24 Οκτωβρίου του 1964 στο Σίμπενικ της Κροατίας. Ήταν ο δεύτερος γιος του Τζόβαν (Τζόλε) και της Μπισέρκα Πέτροβιτς. Σε ηλικία 9 χρόνων άρχισε να ακολουθεί τον 14χρονο αδελφό του, Άτσα, στις προπονήσεις της τοπικής ομάδας. Έκανε μόνος του σουτ και όπως θυμάται ο Άτσα: «Φοβόμασταν μην τον πατήσουμε»! Το μπάσκετ είχε μπει στη ζωή του. Είχε γίνει η ζωή του. «Το να χάσω προπόνηση είναι για εμένα μια αφόρητη αμαρτία», είχε δηλώσει ο ίδιος.
Στα 15 του αγωνιζόταν ήδη στην ανδρική ομάδα της Σίμπενικ, με την οποία έφτασε δύο φορές στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων (1982, 1983), αλλά ηττήθηκε και τις δύο από τη γαλλική Λιμόζ. Έκανε 500 σουτ καθημερινά μόνος του μετά την ομαδική προπόνηση. Το 1983 έγινε αρχηγός της Σιμπένκα, οδηγώντας τη σε νίκη στον τελικό του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος επί της Μπόσνα, αλλά η ομοσπονδία της χώρας με δικαιολογία διαιτητικά λάθη αφαίρεσε τον τίτλο. Το 1984 αναχωρεί για το Ζάγκρεμπ και υπογράφει στην Τσιμπόνα. Στον πρώτο παιχνίδι του κόντρα στην ομάδα της καρδιάς του βάζει 56 πόντους και δηλώνει: «Δεν ήταν δύσκολο. Οι αναμνήσεις ήταν αναμνήσεις, η αγάπη είναι αγάπη, αλλά στο γήπεδο δεν αναγνωρίζω κανέναν. Θα σκοράρω 56 πόντους ξανά αν έχω την ευκαιρία».
Διαβάστε περισσότερα στο: onsports.gr