Μιλήσαμε 44 δισ. λεπτά στα κινητά μας
Του Δημήτρη Μαλλά
Σύμφωνα με τη μελέτη, παρά τη συνολική μείωση των εσόδων του κλάδου κατά 54% και των κερδών (EBITDA) κατά 57% από το 2007, ο κλάδος συνεχίζει να επενδύει. Μόνο για το 2014, οι επενδύσεις ανέρχονται σε 309 εκατομμύρια ευρώ (16% των εσόδων και 42% του EBITDA), ενώ επενδύθηκαν επιπλέον 381 εκατομμύρια ευρώ μόνο για την απόκτηση αδειών χρήσης φάσματος.
Τα έσοδα του κλάδου από υπηρεσίες συνέχισαν να μειώνονται και το 2014, με ετήσιο ρυθμό 4,4% και διαμορφώθηκαν στα 1,991 δισ. ευρώ. Τα έσοδα ανά χρήστη (ARPU) μειώθηκαν το 2014 για πρώτη φορά κοντά στα 10 ευρώ ανά μήνα, παρόλο που τα λεπτά χρήσης αυξάνονται συνεχώς, ξεπερνώντας τα 44 δισ. λεπτά ομιλίας το 2014. Η πτώση των εσόδων είναι απόρροια της ραγδαίας πτώσης των τιμών, καθώς η Ελλάδα, σύμφωνα με τη μελέτη έχει σήμερα τις χαμηλότερες τιμές στην Ευρώπη, με συνολική μείωση τιμών πάνω από 67% στη φωνή (κόστος ανά λεπτό ομιλίας) και πάνω από 90% στα δεδομένα (κόστος ανά Mb) από το 2008 ως σήμερα.
Η μόνη πηγή εσόδων με δυναμική είναι τα έσοδα από δεδομένα, τα οποία αποτελούσαν το 10,1% των συνολικών εσόδων των παρόχων το 2013, ποσοστό που υπολείπεται σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ μειώθηκαν το 2014: στο δ' τρίμηνο του 2014, ο δείκτης δεδομένων (Mb) προς λεπτά ομιλίας ήταν 0,63 στην Ελλάδα, έναντι 1,71 του μέσου ευρωπαϊκού. Απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθούν τα παραπάνω, είναι η επίλυση των θεμάτων που αντιμετωπίζει ο κλάδος, δηλαδή οι καθυστερήσεις στην αδειοδότηση σταθμών βάσης από τη δημόσια διοίκηση και η ελάφρυνση από το ειδικό τέλος κινητής τηλεφωνίας.
Βασικός παράγοντας, σύμφωνα πάντα με το ΟΠΑ, στην καθυστέρηση της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και υπηρεσιών από τους καταναλωτές είναι το υπερβολικό φορολογικό βάρος (ΦΠΑ + Ειδικό Τέλος) στις κινητές επικοινωνίες, το οποίο κυμαίνεται από 12% έως 20% του ύψους του λογαριασμού. Αυτό το καθεστώς φορολόγησης συντελεί σημαντικά στη διατήρηση των συνολικών υψηλών τιμών που πληρώνουν οι καταναλωτές, συγκριτικά με την ΕΕ.
Η μελέτη του ΟΠΑ καταλήγει ότι τα συνολικά δημόσια έσοδα θα μεγιστοποιηθούν αν το ειδικό τέλος μειωθεί κατά 50% (μαζί με τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα) ή κατά 20% (χωρίς τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα), ενώ ταυτόχρονα θα οδηγήσει σε αύξηση της χρήσης νέων υπηρεσιών από τους πολίτες και αντίστοιχη αύξηση των φορολογικών εσόδων. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την τελευταία αύξηση του ειδικού τέλους, τα δημόσια έσοδα μειώθηκαν κατά 40% από το 2009 (221 εκατομμύρια ευρώ το 2014 από 375 εκατομμύρια ευρώ το 2010).
Ένα ακόμη σημείο στη μελέτη που συνηγορεί στη μείωση του ειδικού τέλους είναι η επισήμανση ότι ενώ η Ελλάδα δεν υστερεί στην προσφορά υποδομών (π.χ. είναι 9η/14η στην Ευρώπη στην πληθυσμιακή κάλυψη δικτύων 3G/4G), η χρήση των υποδομών αυτών υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (π.χ. η διείσδυση mobile broadband είναι 36%, έναντι 62% στην Ευρώπη). Αυτό σημαίνει ότι ενώ υπάρχει προσφορά από τις εταιρείες δεν υπάρχει ζήτηση από τους καταναλωτές και αυτό σημαίνει ότι η Πολιτεία οφείλει να πάρει στοχευμένα μέτρα.