«Ευεργετικά» τα ψυχεδελικά ναρκωτικά για την προσωπικότητα
Το ψυχεδελικού ναρκωτικό που υπάρχει στα «μαγικά μανιτάρια», μπορεί να προκαλεί θετικές αλλαγές...
Ένα περίεργο αποτέλεσμα έβγαλαν επιστημονικές έρευνες του Πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς. Σύμφωνα με πειράματα, ακόμα και μία μόνο δόση ψυλοκυβίνης, του ψυχεδελικού ναρκωτικού που υπάρχει στα «μαγικά μανιτάρια», μπορεί να προκαλεί θετικές αλλαγές στην προσωπικότητα που διαρκούν τουλάχιστον έναν χρόνο, πιθανώς και μόνιμα.
Οι περισσότεροι εθελοντές που πήραν ψιλοκυβίνη είδαν την προσωπικότητά τους να μεταβάλλεται σταδιακά και να γίνεται πιο «ανοιχτή», ακόμα και σε περιπτώσεις εθελοντών που είχαν ξεπεράσει τα 30, δεδομένου ότι μετά την συγκεκριμένη ηλικία η προσωπικότητα κάθε ανθρώπου δεν αλλάζει σημαντικά.
Στην ψυχολογία, η «ανοιχτότητα» είναι μια από τις πέντε βασικές διαστάσεις της προσωπικότητας, μαζί με την εξωστρέφεια, το νευρωτισμό, τη συνεργατικότητα και την ευσυνειδησία.
Σύμφωνα με το πείραμα, οι άνθρωποι που είναι πιο «ανοιχτοί» τείνουν να αναζητούν νέες εμπειρίες, έχουν ισχυρή φαντασία και εκτιμούν την τέχνη και τις έντονες συγκινήσεις.
Η ανοιχτότητα ήταν η μόνη παράμετρος τη προσωπικότητας που βρέθηκε να αλλάζει με την ψυχεδελική ψιλοκυβίνη, η οποία προκαλεί μεταβολή της συνειδησιακής κατάστασης και ισχυρές παραισθήσεις.
Οι ερευνητές εικάζουν μάλιστα ότι άλλα ψυχεδελικά ναρκωτικά που προκαλούν τέτοιες εμπειρίες μπορεί να έχουν ίδια δράση με την ψιλοκυβίνη.
Οι 51 εθελοντές του πειράματος συμμετείχαν σε τρεις έως πέντε συνεδρίες ανά διαστήματα των τριών εβδομάδων. Είχαν ενημερωθεί από τους ερευνητές ότι σε μία από αυτές τις συνεδρίες θα έπαιρναν μια «μέτρια ως υψηλή» δόση ψιλοκυβίνης.
Σε κάθε συνεδρία, οι εθελοντές κλήθηκαν να ξαπλώσουν σε έναν καναπέ, να φορέσουν μια μάσκα για να μπλοκάρουν τα οπτικά ερεθίσματα και να συγκεντρωθούν στην εσωτερική τους εμπειρία.
Η προσωπικότητά τους αξιολογήθηκε πριν και μετά τη λήψη του ναρκωτικού με στάνταρτ ψυχολογικά τεστ που ποσοτικοποιούν τις πέντε παραμέτρους της προσωπικότητας.
Ακόμα και 14 μήνες μετά την τελευταία συνεδρία, το 60% των εθελοντών συνέχιζε να παρουσιάζει αυξημένη ανοιχτότητα.