Χριστούγεννα στην Παλιά Αθήνα - Τα γιορτινά έθιμα που έσβησε ο χρόνος

Ο Αθηναιογράφος Θωμάς Σιταράς μάς θυμίζει γιορτινά έθιμα από τον περασμένο αιώνα, τότε που η Αθήνα ήταν μια μεγάλη γειτονιά...

Σταδίου, Χριστούγεννα του 1960
Σταδίου, Χριστούγεννα του 1960
Γιάννης Μπαλάφας/Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη
9'

Γιορτινές μέρες πασπαλισμένες με χρυσόσκονη, αρώματα που «ξυπνούν» παιδικές αναμνήσεις, άνθρωποι ανοίγουν τις καρδιές και τα σπίτια τους τα έθιμα έχουν κυρίαρχο ρόλο.

Κάποια όμως από αυτά έχουν «σβηστεί» στο πέρασμα των χρόνων. Ο Αθηναιογράφος Θωμάς Σιταράς μιλά στο Newsbomb.gr και «ζωντανεύει» γιορτινά έθιμα από τον περασμένο αιώνα, τότε που η Αθήνα ήταν μια μεγάλη γειτονιά...

Ποια έθιμα των γιορτών έχουν διατηρηθεί έως σήμερα;

«Τα γιορτινά έθιμα έχουν μεν μια κοινή βάση σε όλη την Ελλάδα, αλλά ποικίλλουν στις λεπτομέρειες από περιοχή σε περιοχή. Όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την πρωτεύουσα τόσο περισσότερο τα παλιά έθιμα διασώζονται.

Στην Αθήνα πάλι τα βασικά έθιμα (ευχές, δώρα, συνεστιάσεις, κάλαντα κ.ά.) διατηρούνται μεν κατ΄όνομα, αλλά τα περισσότερα με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με εκείνα της Παλιάς Αθήνας, ακόμη και της εικοσαετίας 1950-1970.

Ένα παράδειγμα: Για βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, η Αιόλου ήταν μια απέραντη αγορά –παράδεισος μικρών και μεγάλων- γεμάτος παιχνίδια –τα λέγανε και τζιτζιά τότε- και χίλια δύο άλλα μικροαντικείμενα. Όλη η Αθήνα περνούσε μπροστά από τους πάγκους και, τίποτε να μην αγόραζε, σίγουρα θα έπαιρνε δεκάδες ευχετήριες κάρτες πασπαλισμένες με χρυσόσκονη και ασημόσκονη, κάρτες προορισμένες για φίλους και συγγενείς μέχρι 5ου βαθμού!

Ακολούθως η καλή και ακούραστη νοικοκυρά έγραφε σε κάθε κάρτα τα νέα της οικογένειας τη χρονιά που πέρασε κλπ. κλπ., κανονική επιστολή δηλαδή που έκλεινε φυσικά με τις απαραίτητες ευχές...

Βλέπουμε δηλαδή μια ανθρώπινη επικοινωνία που δεν είχε τίποτα το τυπικό, αντίθετα πλημμύριζε με ζεστασιά και αγάπη.

Και σήμερα βέβαια ανταλλάσουμε ευχές –είμαστε δηλαδή τυπικά σωστοί- αλλά τι σχέση μπορεί να έχει το sms, που πολλές φορές είναι και ανυπόγραφο, με την ευχετήρια κάρτα των παλιών χρόνων;

Κάπως έτσι πάει το πράγμα και στα άλλα έθιμα. Τα πάντα βγαίνουν σε κακέκτυπες παραλλαγές!».

Παιδιά ψάλλουν τα κάλαντα στην Αθήνα το 1934
Παιδιά ψάλλουν τα κάλαντα στην Αθήνα το 1934

Ποια έθιμα έχουν χαθεί;

«Το πανηγύρι της προετοιμασίας που μάγευε τα παιδιά και δημιουργούσε σε κάθε σπίτι μια ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα που είναι αδύνατον να διανοηθεί κανείς σήμερα. Αλλά και όλα τα άλλα έχουν αλλάξει τόσο δραματικά σιγά-σιγά που όσοι δεν καταλαβαίνουν πια τις γιορτές όλο και πληθαίνουν. Ρωτείστε τα ταξιδιωτικά γραφεία πόσος κόσμος φεύγει στο εξωτερικό αυτές τις ημέρες για να γλυτώσει "τη βαβούρα των γιορτών"!

Πού είναι οι επισκέψεις στους εορτάζοντες με το μεγάλο πακέτο τις πάστες; Πού είναι το ποδαρικό; Ποιος κόβει κομμάτι της πίτας για τον Χριστό και τον φτωχό; Πού είναι τα τραταρίσματα των παιδιών που λέγανε τα κάλαντα –για να μην αναφερθώ στην παρωδία με τα σημερινά κάλαντα; Πού είναι; Πού είναι;».

Ο κόσμος ερχόταν πιο κοντά στις γιορτές;

«Φυσικά και ερχόταν πιο κοντά, φυσικά το επιζητούσε και το περίμενε πώς και πως. Αν έχετε ζήσει την χαρά και την συγκίνηση με την οποία θα υποδεχτούν παιδιά, συγγενείς και φίλους κάποιες γιαγιάδες και παπούδες σε κάποια μακρινά ορεινά χωριά και κάποια νησάκια της άγονης γραμμής θα καταλάβετε καλύτερα τι εννοώ.

Σας θλίβει που πίσω μας έχουμε αφήσει χριστουγεννιάτικες παραδόσεις δεκαετιών να «σβήσουν»;

Φυσικά και με θλίβει. Με θλίβει όμως περισσότερο και μου προσθέτει αγωνίες, η απομάκρυνση από τα βαθύτερα νοήματα που όλες αυτές οι παραδόσεις αντιπροσωπεύουν».

Κάρτα από τους ταχυδρόμους το 1930
Κάρτα από τους ταχυδρόμους το 1930

Τα ευχητήρια

Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο, Λατέρνα Φτώχεια και Περίσσευμα Καρδιάς του Αθηναιογράφου Θωμά Σιταρά όπου οι σκουπιδιάρηδες λέγανε τα… κάλαντα από πόρτα σε πόρτα, έχει ως εξής:

Μια από τις πιο ευχάριστες στιγμές μου, τώρα για τις γιορτές, είναι όταν μου χτυπούν την πόρτα «για να μου τα πούνε…» και να πάρουνε το σχετικό φιλοδώρημα όλοι αυτοί οι αφανείς, που μας εξυπηρετούν όλη τη χρονιά και περιμένουν, όπως ορίζει το έθιμο αυτές τις μέρες, μπας και βελτιώσουν λίγο τα οικτρά οικονομικά τους…. Δεν είναι απλό «Καλά Χριστούγεννα», «Καλή Πρωτοχρονιά». Οι άνθρωποι, ανάλογα με το επάγγελμα τους, φτιάχνουν έμμετρες ευχές, που με την απλότητα και την πρωτοτυπία τους, δεν παύουν να με συγκινούν χρόνια τώρα…

Πρώτοι μου ευχήθηκαν, φέτος, οι σκουπιδιάρηδες της συνοικίας μας:

Ολοχρονίς γυρίζουμε

Τους δρόμους καθαρίζουμε,

Και πάντοτε τα ίδια,

Μαζεύουμε σκουπίδια!

Έτσι αρχίζει η μούσα τους. Στο δεύτερο τετράστιχο ψέλνεται με αβρούς στίχος ο καθημερινός τους κόπος. Στο τρίτο τα βάσανα της συντεχνίας και το ευχολόγιο κλείνει ως εξής:

Εφόσον κουραζόμαστε,

Μαζί κι από συμφώνου,

Όλοι μαζί ευχόμαστε

Υγεία κι από Χρόνου!...

Δεν πρόφτασαν να φύγουν οι σκουπιδιαραίοι και εμφανίστηκε ο «νεροκράτης», ο υπάλληλος του Δήμου με το τεράστιο κλειδί που «ανοίγει το νερό». Αυτός ήταν πιο σύντομος. Μπήκε κατευθείαν στην ουσία:

Εγώ ανοίγω το νερό,

Και θέλω πουρμπουάρ γερό!...

Γύρω στις δέκα έφθασε καταϊδρωμένος, όπως πάντα, και ο μικρός εφημεριδοπώλης και ήταν πολύ αστείο να μου μιλά για τον εαυτό του λες και εκπροσωπούσε ολόκληρο σωματείο!

Πάντα πουλάμε εφημερίδες,

Κι ο νέος χρόνος να έρθει με ελπίδες!

Εμείς, που φέρνουμε τόσες ειδήσεις,

Εμείς σου ευχόμαστε, αφέντη, να ζήσεις!

Θυμάμαι παλιά, όταν στην συνοικία τα φανάρια του λαδιού τα άναβε και τα έσβηνε με το πελώριο κοντάρι του ο φανοκόρος, τις δικές του ευχές:

Είναι ο πόθος μου κρυφός,

Όταν ο ήλιος δύσει,

Ν’ανάβω τακτικά το φως,

Χωρίς ποτέ να σβήσει!...

Έχω κι εγώ τον τρόπο μου,

Και τρέχω μετά πόνου,

Και δώστε μου τον κόπο μου

Για το καλό του χρόνου!

Ο Αθηναιογράφος Θωμάς Σιταράς
Ο Αθηναιογράφος Θωμάς Σιταράς

Πώς ζούσε τις ημέρες αυτές ως παιδί ο Αθηναιογράφος Θωμάς Σιταράς και το παραμύθι για τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς

- Ένα διαφορετικό πρωτοχρονιάτικο ρομαντικό παραμύθι

«Θυμάμαι, μέρες που είναι, τα παιδικά μου χρόνια όταν με ένα τριγωνάκι έβγαινα στο Κολωνάκι να πω τα κάλαντα. Ζούσαμε εκεί, αφού η δουλειά του πατέρα ήταν στην πλατεία Ρηγίλλης.

Ήταν μεγάλη υπόθεση τότε να λες τα κάλαντα στο αριστοκρατικό Κολωνάκι, αφού ο ανταγωνισμός ήταν ανύπαρκτος. Ποιο πλουσιόπαιδο θα έβγαινε να πει τα κάλαντα; Βέβαια όλο και κάποια παιδιά από το διπλανό Παγκράτι δοκίμαζαν την τύχη τους. Ματαίως όμως αφού τα κατατόπια της γειτονιάς τα ήξερα καλύτερα.

Εκεί στην Μουρούζη απέναντι από την Πυροσβεστική σε μια πελώρια πολυκατοικία με οδηγούσαν κάθε χρόνο τα βήματά μου πάντα στις 11 ακριβώς. Σε ένα συγκεκριμένο διαμέρισμα μου άνοιγαν σαν σε ραντεβού και με οδηγούσαν στο δωμάτιο της κόρης τους που μόλις είχε ξυπνήσει να της ψάλλω τα κάλαντα και να μου ευχηθεί μαχμουρλίδικα-μαχμουρλίδικα "Χρόνια Πολλά".

Περιττό βέβαια να σας πω ότι ήμουν -δεκάχρονος παρακαλώ- φουλ ερωτευμένος με την δεκαπεντάχρονη ξανθομαλλούσα και τα Κάλαντα τραγουδιόντουσαν με στεντόρεια φωνή με αποθέωση στο τέλος τη στροφή που λέει "Δες κι’ εμέ, δες κι’ εμέ το παλικάρι", όπου βέβαια το παλληκάρι ήταν η αφεντιά μου…

Τα θυμήθηκα όλα αυτά, γιατί θα ήθελα, μέρες που είναι, να σας διηγηθώ ένα διαφορετικό πρωτοχρονιάτικο παραμύθι…

Στα χρόνια του Βυζαντίου λοιπόν οι φτωχοί και χαμηλών στρωμάτων άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες. Κάποιος νεαρός λοιπόν, ταπεινής καταγωγής, ερωτευμένος με μια αρχοντοπούλα, σκέφθηκε να εκμεταλλευθεί την μοναδική εξαίρεση του κανόνα, που επέτρεπε το κοινωνικό πρωτόκολλο.

Έτσι την πλησίασε την περίοδο των εορτών για να της απευθύνει τραγουδιστά τις ευχές του. Προηγουμένως βεβαίως είχε φροντίσει να εντάξει ανάμεσα στα κάλαντα του Μεγάλου Βασιλείου και το ερωτικό ποίημα που είχε συνθέσει. Έμπλεξε λοιπόν τα δύο τραγούδια με τέτοιο τρόπο μεταξύ τους, ώστε κάθε δεύτερη, τέταρτη, έκτη κοκ στροφή να παινεύει την καλή του.

Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά

Ψηλή μου δεντρολιβανιά

Κι αρχή καλός μας χρόνος

Εκκλησιά με τ' άγιο θόλος

Άγιος Βασίλης έρχεται

Και δεν μας καταδέχεται

Από την Καισαρεία

Συ είσ' αρχόντισσα κυρία

Βαστάει πένα και χαρτί

Ζαχαροκάντιο ζυμωτή

Χαρτί-χαρτί και καλαμάρι

Δες κι’ εμέ, δες κι’ εμέ το παλικάρι

Δες με αρχόντισσα κυρά, που δεν με καταδέχεσαι. Κυρά φτιαγμένη από ζάχαρη, ψηλή σαν δεντρολιβανιά. Με το ψηλό κωνικό σου καπέλο με το τούλι στην κορφή, που μοιάζει σαν το θόλο της εκκλησιάς…

Αν λοιπόν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς σας ακούγονταν μέχρι σήμερα ολίγον τι ασυνάρτητα η παράδοξα, τώρα που γνωρίζετε την ρομαντική τους προέλευση θα δικαιώσετε την παράδοση, που τα πέρασε από γενιά σε γενιά, για να γίνουν τα πιο διαδεδομένα στον ελληνικό χώρο.

Δυστυχώς θα απογοητεύσω τους πιο ρομαντικούς από σας αφού δεν μπορώ να σας πω αν τελικά η πανέμορφη κυρά κατάλαβε, πόσο μάλλον αν ανταποκρίθηκε στο ιδιόμορφο αυτό κάλεσμα αγάπης.

Εύχομαι όμως σε σας να βρείτε υγεία, αγάπη και ζεστασιά σε όλο το 2023».

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com


Διαβάστε επίσης

Χριστούγεννα: Η εποχή που όλοι γινόμαστε και πάλι παιδιά

Τα παραδοσιακά Χριστουγεννιάτικα κάλαντα κάθε περιοχής

Οι άνθρωποι πίσω από τα θεματικά χριστουγεννιάτικα πάρκα στην Ελλάδα

Η ιστορία πίσω από το στόλισμα του πρώτου Χριστουγεννιάτικου Δέντρου

Χριστουγεννιάτικα έθιμα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ

Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή