ΣΦΕΕ - ΙΟΒΕ: 5,5 δισ. ευρώ η συνολική συνεισφορά του κλάδου του φαρμάκου στο ΑΕΠ
Την ετήσια έκθεση «Η Φαρμακευτική Αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2021» και τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης «Η συμβολή του κλάδου φαρμάκου στην ελληνική οικονομία» παρουσίασε την Πέμπτη (23/06/2022), το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τη συνεργασία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ).
Στην εισαγωγική του τοποθέτηση, ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ, Ολύμιος Παπαδημητρίου τόνισε ότι η μελέτη επισημαίνει δύο κύρια προβλήματα: το δημογραφικό και την υποχώρηση-στασιμότητα στις δαπάνες υγείας. Ο πληθυσμός της Ελλάδας γερνά με αποτέλεσμα να ασκούνται ασφυκτικές πιέσεις στους προϋπολογισμούς της Υγείας, εξήγησε. Παράλληλα, εκτίμησε ότι με τα νέα rebate, που εισήχθησαν πρόσφατα, μπορεί μεν να μειωθεί το clawback, αλλά οι συνολικές επιστροφές των εταιρειών θα αυξηθούν. Αυτό θα φανεί σύντομα, είπε, στην αποτίμηση του α΄εξαμήνου του έτους. Μάλιστα, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ρυθμό αύξησης 3,5% στη δαπάνη, το πρώτο εξάμηνο.
Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Καθηγητής Νίκος Βέττας, παρουσιάζοντας το γενικότερο οικονομικό πλαίσιο και τις αβεβαιότητες οι οποίες εντείνονται τη συγκεκριμένη περίοδο, τόνισε την ανάγκη για ψηφιοποίηση και το πώς νέες τεχνολογίες, τεχνητή νοημοσύνη και πληροφορία συμπλέκονται με τον κλάδο του φαρμάκου. Στάθηκε στο κλίμα ανησυχίας που καταγράφεται στα νοικοκυριά, τα οποία εμφανίζονται σήμερα πιο ανήσυχα σε σχέση με τις επιχειρήσεις. Καταγράφεται αύξηση στις ιδιωτικές πληρωμές για την υγεία και μαζί αυξάνεται και η πίεση στα εισοδήματά τους. Επίσης, κάνοντας μια αναφορά στον τουρισμό, σημείωσε ότι όσο σημαντικός κι αν είναι ο συγκεκριμένος κλάδος, «η χώρα δεν μπορεί να πηγαίνει με έναν πυλώνα. Χρειάζεται μεταποίηση υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως είναι ο κλάδος του φαρμάκου».
Η έκθεση
Η έκθεση του 2021, την οποία παρουσίασε ο Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ και Επιστημονικός Σύμβουλος του IOBE, Άγγελος Τσακανίκας, αποτυπώνει πλέον εμφατικά την επίδραση της πανδημίας σε διάφορες διαστάσεις του οικοσυστήματος στην υγεία των Ελλήνων, αλλά και στις επιπτώσεις της σε οικονομικό επίπεδο. Από τα μέσα του 2021 λαμβάνει χώρα και μια νέα και κλιμακούμενη κρίση στον τομέα της ενέργειας, με απότομη αύξηση του κόστους, ωθώντας και τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα, χωρίς να έχουν προλάβει οι περισσότερες χώρες να διαχειριστούν ακόμα τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Παράλληλα, το δημογραφικό συνεχίζει να επηρεάζει τις εξελίξεις και να αποτελεί τον ρυθμιστή για τις πολιτικές χρηματοδότησης των δαπανών υγείας και φαρμάκου. Ειδικότερα, το υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης (81,2 έτη, υψηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ27), το αρνητικό πρόσημο φυσικής μεταβολής (γεννήσεις–θάνατοι, μείωση κατά 46 χιλιάδες άτομα) που θα οδηγήσει σε σταδιακή μείωση του συνολικού πληθυσμού και η αύξηση του γηραιότερου πληθυσμού (άνω των 65 ετών) από 22,9% του συνολικού πληθυσμού το 2022 στο 33,5% το 2060, προμηνύουν εντονότερες πιέσεις στα υγειονομικά συστήματα.
Στον τομέα της φαρμακευτικής δαπάνης, η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 4,0 δισ. ευρώ το 2021 (εκ των οποίων μόλις τα 2,0 δισ. ευρώ αποτελούν δημόσια χρηματοδότηση). Με τη συμμετοχή των ασθενών να παραμένει περίπου σταθερή και σίγουρα όχι μειούμενη, το βάρος έχει μετατοπιστεί στον φαρμακευτικό κλάδο, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων (clawback & rebates) που καταβάλλει. Αξίζει να σημειωθεί ότι η φαρμακευτική βιομηχανία συνεχίζει να καλύπτει τις ανάγκες των ασθενών σε φάρμακα, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών, διαθέτοντας τελικά δωρεάν 1 στα 2 φάρμακα (50%).
Είναι σαφές ότι η αυξανόμενη ανάγκη για υγειονομική περίθαλψη, απαιτεί και μεγαλύτερη δημόσια χρηματοδότηση σε δαπάνες υγείας και φαρμακευτική κάλυψη, με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα να μην μπορεί να θεωρηθεί ως βιώσιμη λύση, υποστηρίζει το ΙΟΒΕ.
Όπως έχει επισημανθεί και σε προηγούμενες παρεμβάσεις του ΙΟΒΕ, η φαρμακοβιομηχανία αποτελεί έναν εξαιρετικά σημαντικό τομέα για την ελληνική οικονομία. Επενδυτικά, οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) αποτελούν το 7% της συνολικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα, ενώ την περίοδο 2002-2021 διενεργήθηκαν 3.499 κλινικές μελέτες (2.000 ολοκληρωμένες) ανεξαρτήτως φάσης ή σταδίου. Από την άλλη, για το 2020 η εγχώρια παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων σε αξία (ex-factory) ανήλθε στα 1,7 δισ. ευρώ, ενώ με προστιθέμενη αξία στα 1,4 δισ. ευρώ αποτελεί το 6,9% της μεταποίησης). Οι απασχολούμενοι στην εγχώρια παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων και φαρμακευτικών σκευασμάτων ήταν 25,1 χιλιάδες άτομα το 2021, με περίπου τους μισούς να είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Πολύ σημαντικός είναι και ο ρόλος του φαρμακευτικού κλάδου στο συνολικό εξωτερικό εμπόριο, καθώς οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2021 σε 2,9 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 7,3% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών για το 2021.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ για το οικονομικό αποτύπωμα του κλάδου του φαρμάκου στην ελληνική οικονομία, η συνολική συνεισφορά του σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε 5,5 δισ. ευρώ (3,3% του ΑΕΠ). Έτσι, για κάθε 1 ευρώ προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται άλλα 2,2 ευρώ στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 123 χιλιάδες θέσεις εργασίας (ή 3,3% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει άλλες 3 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα 1,5 δισ. ευρώ.
Αναφερόμενος στο ζήτημα της φαρμακευτικής δαπάνης, ο κ. Παπαδημητρίου, σημείωσε: «Το αποτύπωμα της φαρμακευτικής βιομηχανίας είναι ισχυρό στην υγεία, την κοινωνία και την οικονομία. Ωστόσο, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη όλα τα τελευταία χρόνια οριοθετείται από μη ρεαλιστικούς κλειστούς προϋπολογισμούς ενώ δεν ασχολείται καθόλου το κράτος με την ποιότητα (το μίγμα φαρμάκων) και την ποσότητα των φαρμάκων που καταναλώνονται. Τα φοροεισπρακτικά μέτρα που έχουν εισαχθεί, και δυστυχώς συνεχίζουν να εισάγονται, δυσχεραίνουν το υγιές επιχειρείν, και απειλούν ευθέως τη Δημόσια Υγεία. Η Πολιτεία θα πρέπει να επανεξετάσει τη χρηματοδότηση του συστήματος. Άλλωστε, με την πανδημία της COVID-19 όλες οι Κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αναθεωρούν τα κονδύλια για τη Δημόσια Υγεία. Η καλύτερη υγεία οδηγεί την ευημερία. Οι υγιέστεροι άνθρωποι απολαμβάνουν περισσότερο και πιο παραγωγική εργασιακή ζωή, συνεισφέρουν στην οικονομία, ενώ καταναλώνουν λιγότερες δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη».
Οι προτάσεις του ΣΦΕΕ
1. Μεταρρυθμίσεις-Ψηφιοποίηση: Υιοθέτηση εργαλείων για τον μετασχηματισμό του συστήματος – δηλαδή χρήση των ψηφιακών εργαλείων που θα βοηθήσουν στον έλεγχο της συνταγογράφησης, μέσω της ορθής εφαρμογής των πρωτοκόλλων, τον ψηφιακό φάκελο ασθενή, την ηλεκτρονική συνταγογράφηση στα Νοσοκομεία, την ανάπτυξη διαγωνισμών.
2. Αύξηση των διατιθέμενων πόρων. Η υγεία τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να συγκεντρώσει σημαντικά αυξημένους πόρους για να μπορεί να παρέχει στους πολίτες τα αναμενόμενα από ένα ευνομούμενο κοινωνικό κράτος. Ειδικά η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί σε ορθολογικό πλαίσιο, δεδομένου πως παραμένει καθηλωμένη στα ίδια περίπου επίπεδα για πάνω από 8 χρόνια. Ειδική μέριμνα πρέπει να γίνει για τους ανασφάλιστους, οι οποίοι θα πρέπει να καλύπτονται από κονδύλια της Πρόνοιας. Παράλληλα, πρέπει να προβλεφθούν κονδύλια και για τα νέα καινοτόμα προϊόντα που έρχονται στο άμεσο μέλλον και πρέπει να διασφαλιστεί η πρόσβαση στην καινοτομία αυτή για τους Έλληνες ασθενείς.
«Τα παραπάνω, μεταρρυθμίσεις - ψηφιοποίηση και αύξηση των πόρων, θα οδηγήσουν σε πραγματική μείωση του clawback, θα συμβάλλουν σε ένα βιώσιμο δημόσιο σύστημα υγείας με αναβαθμισμένη παροχή φροντίδας στους πολίτες, αλλά και στην αύξηση της δυνατότητας των επιχειρήσεων για περισσότερες επενδύσεις. Με αυτόν τον τρόπο ο κλάδος μας μπορεί να προσφέρει ακόμη περισσότερο στην Ελληνική κοινωνία, τη δημόσια υγεία και την οικονομία με θέσεις εργασίας και επενδύσεις στην παραγωγή και στην έρευνα» τονίζει, τέλος, ο ΣΦΕΕ.