Συνεργασία LEO Pharma και ΒΙΑΝΕΞ για παραγωγή ηπαρινών στην Ελλάδα

Η παραγωγή ηπαρινών «μετακομίζει» από τη Δανία στην Ελλάδα - Τα προϊόντα θα εξάγονται σε 23 χώρες σε Ευρώπη, Ασία, Β. Αφρική και Μ. Ανατολή
Το Εργοστάσιο Α της ΒΙΑΝΕΞ
4'

Η LEO Pharma ανακοινώνει μια σημαντική συμφωνία με τη ΒΙΑΝΕΞ του Ομίλου Γιαννακόπουλου, για την παραγωγή από την ελληνική εταιρεία τυπικής μη κλασματοποιημένης ηπαρίνης και ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους.

Πρόκειται για μια συμφωνία με σημαντικές διαστάσεις και οφέλη για την Ελλάδα, που αναδεικνύει την εμπιστοσύνη της LEO Pharma -η οποία βρίσκεται στη χώρα από το 1958- στις εγχώριες παραγωγικές δυνάμεις.

Η συμφωνία περιλαμβάνει τη μεταφορά της παραγωγής ενέσιμων σκευασμάτων από το εργοστάσιο της LEO Pharma στο Ballerup, Δανία, στις εγκαταστάσεις της ελληνικής εταιρείας. Η ΒΙΑΝΕΞ θα διαχειρίζεται την πρώτη ύλη, την πλήρωση φιαλιδίων, τις εργαστηριακές αναλύσεις, τη συσκευασία, ενώ η LEO Pharma, που είναι ο κάτοχος της Άδειας Κυκλοφορίας, θα διανέμει το τελικό προϊόν.

Η έδρα της Leo Pharma στη Δανία

Οι 5 κωδικοί προϊόντων που θα παράγονται στη ΒΙΑΝΕΞ εκτιμώνται σε ποσότητα αρκετών εκατομμυρίων φιαλιδίων ετησίως τα οποία θα διανέμονται σε περισσότερες από 23 χώρες σε Ευρώπη, Ασία, Β. Αφρική και Μ. Ανατολή, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα. Η νέα γραμμή παραγωγής είναι μοναδική στην Ελλάδα για την πλήρωση στείρων υγρών προϊόντων τεχνολογίας Isolator και ικανότητα πλήρωσης περίπου 18.000 φιαλιδίων την ώρα.

Η διαδικασία μεταφοράς της παραγωγής προϊόντων και η διερεύνηση των πιθανών συνεργατών έχει ξεκινήσει από τα μέσα του 2021, με τις διαπραγματεύσεις και τη συμφωνία να ολοκληρώνονται σχετικά πρόσφατα και μέχρι σήμερα έχουν ολοκληρωθεί κρίσιμα στάδια μεταφοράς τεχνογνωσίας, δοκιμών και εφαρμογής διαδικασιών συμμόρφωσης με τις Ορθές Πρακτικές Παραγωγής (GMP), ενώ από το 2024 αναμένεται να ξεκινήσει η διαδικασία εγκρίσεων από τις αρμόδιες αρχές.

Σημειώνεται ότι οι ηπαρίνες ανήκουν στους αντιθρομβωτικούς παράγοντες και χαρακτηρίζονται ως απολύτως απαραίτητες για τη ζωή και την υγεία του ανθρώπου, με σημαντικότατη χρήση σε χειρουργεία και αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς μεταξύ άλλων.

Η LEO Pharma παράγει και διανέμει ηπαρίνες για περισσότερο από 80 χρόνια με ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής να βρίσκεται εντός ευρωπαϊκού εδάφους.

Με αφορμή τη συμφωνία παραγωγής ηπαρινών στην Ελλάδα από τη ΒΙΑΝΕΞ, ο κ. Νίκος Ραγκούσης, Διευθύνων Σύμβουλος της LEO Pharma Hellas, σημείωσε: «Η μεταφορά της παραγωγής των ηπαρινών από τη Δανία στη χώρα μας, είναι δείγμα εμπιστοσύνης της LEO Pharma στις δυνατότητες και την τεχνογνωσία που έχει αναπτύξει η Ελληνική Φαρμακοβιομηχανία, ειδικότερα όταν αυτή η συμφωνία γίνεται με μια ιστορική και μεγάλη εταιρεία όπως η ΒΙΑΝΕΞ. Το ότι αυτή η συμφωνία αφορά τις ηπαρίνες -ένα κρίσιμο φαρμακευτικό προϊόν παγκοσμίως- μεγεθύνει τη σημασία αυτής της κίνησης και αναμένεται να έχει πολλαπλά οφέλη για τη χώρα μας, για την οικονομία, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά και για τη φήμη της Ελλάδας, ως κομβικό σημείο στην αλυσίδα του φαρμάκου διεθνώς. Άλλωστε η πανδημία COVID-19 ανέδειξε τη σημασία της διατήρησης της παραγωγικής διαδικασίας, κρίσιμων για τη δημόσια υγεία φαρμάκων, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως βασικό στοιχείο της ανθεκτικότητας των συστημάτων υγείας, συνεπώς είμαστε ιδιαίτερα περήφανοι που συμβάλλουμε προς αυτή την κατεύθυνση».

O κ. Δημήτρης Π. Γιαννακόπουλος, Πρόεδρος Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος της ΒΙΑΝΕΞ αναφερόμενος στη συνεργασία των δύο εταιρειών δήλωσε: «Η πολύχρονη συνεργασία μας με τη LEO Pharma επισφραγίζεται με αυτήν τη σημαντική συμφωνία, μέσω της οποίας η ΒΙΑΝΕΞ αναδεικνύεται σε παγκόσμιο παραγωγό ηπαρινών. Η παραγωγή θα γίνεται στο εργοστάσιο Α΄ της ΒΙΑΝΕΞ, αφού προηγήθηκε επένδυση σε τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμό, που ενισχύει τις παραγωγικές δυνατότητες και διασφαλίζει τις Ορθές Πρακτικές Παραγωγής. Με την εμπιστοσύνη που δείχνει η LEO Pharma στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία, αφενός διατηρείται σε ευρωπαϊκό έδαφος η παραγωγή αυτού του σκευάσματος πρώτης γραμμής που είναι απαραίτητο σε εκατομμύρια ασθενείς, αφετέρου συμβάλλουμε στην επάρκειά του σε περισσότερες από είκοσι χώρες, μεταξύ των οποίων είναι, βεβαίως, η Ελλάδα».