Γεωργιάδης: Το επενδυτικό clawback θα συνεχιστεί και με εθνικούς πόρους
Στόχος η μείωση του clawback πάνω από 300 εκατ. ευρώ το 2024
Να δουν την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό και όχι μόνο ως φαρμακευτική αγορά, κάλεσε τους εκπροσώπους της διεθνούς φαρμακοβιομηχανίας ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης, μιλώντας στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Όπως τόνισε ο υπουργός Υγείας, «στόχος του υπουργείου είναι να ενθαρρύνει την πραγματοποίηση κλινικών μελετών και υπάρχει βελτίωση σε αυτό». «Όμως, αυτό δε φτάνει καθώς θέλουμε και τις επενδύσεις για την παραγωγή φαρμάκων στην Ελλάδα», σημείωσε. Μιλώντας για clawback και rebate, ο υπουργός Υγείας είπε ότι το 2024 θα μειωθούν κατά 300 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ανέφερε ότι ο στόχος του είναι να φτάσει η μείωση αυτή τα 400 εκατομμύρια. «Έτσι θα στείλουμε το μήνυμα στην βιομηχανία ότι τους καταλαβαίνουμε, αλλά όλο αυτό θα γίνει με δεδομένα και απόλυτη διαφάνεια», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επίσης, δήλωσε πως το επενδυτικό clawback δεν πρόκειται να σταματήσει, ακόμα και μετά τη λήξη της χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης, το 2025. Από εκεί και μετά, ο συμψηφισμός επενδυτικών δαπανών με μέρος των ποσών που επιστρέφουν οι φαρμακευτικές εταιρείες στο κράτος, θα χρηματοδοτηθεί από εθνικούς πόρους, όπως άλλωστε και στην έναρξή του.
Ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ, Ολύμπιος Παπαδημητρίου μίλησε για τη μεγάλη σημασία της προβλεψιμότητας όσον αφορά στο πλαίσιο το οποίο θα κινούνται οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, καθώς είναι πολύ σημαντικό για τις ίδιες αλλά και τις σχέσεις τους με το κράτος. «Δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι του χρόνου δεν θα έχουμε clawback» είπε ο κ. Παπαδημητρίου, ο οποίος όμως προέβλεψε ότι είναι σημαντικό να τοποθετηθούν οι βάσεις για μία νέα φαρμακευτική πολιτική η οποία θα δώσει λύσεις για όλους σε βάθος χρόνου, έχοντας πάντα ως κύριο άξονα τον ασθενή και την προσβασιμότητα του στα καινοτόμα φάρμακα.
Στον τρόπο που η καινοτομία βοηθά τον ασθενή αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της τοποθέτησής της η Agata Jakoncic, Managing Director Greece, Cyprus and Malta, της MSD. «Επενδύουμε για τον ασθενή» τόνισε και προσέθεσε πως «χωρίς την καινοτομία σήμερα δεν θα επιβίωνε το ένα τρίτο των ασθενών με καρκίνο. Πολλοί άνθρωποι πλέον με καρκίνο δεν πεθαίνουν, όπως συνέβαινε πριν από 20 χρόνια». Η ίδια εξήγησε πως οι νέες τεχνολογίες και οι καινοτόμες ιδέες οδηγούν σταθερά και γοργά στην εξατομικευμένη ιατρική, η οποία είναι πολύ σημαντική για τους ογκολογικούς ασθενείς. «Καινοτομία σημαίνει ότι παρέχουμε τη σωστή θεραπεία στον σωστό ασθενή, τη σωστή στιγμή», είπε τονίζοντας πως το όφελος για την κοινωνία και την οικονομία είναι μεγάλο.
Από την πλευρά του ο Κωνσταντίνος Παναγούλιας, αντιπρόεδρος της ΒΙΑΝΕΞ, ξεκίνησε την τοποθέτηση του λέγοντας ότι «θέλουμε μία σταθερή λειτουργική κυβέρνηση για να συνεχίσει την πορεία της χώρας μετά τις ευρωεκλογές». Ο ίδιος μιλώντας για την καινοτομία είπε ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια, με τα οποία η συνεργασία της βιομηχανίας θα πρέπει να είναι στενότερη, «υπάρχουν διαμάντια, τα οποία όμως δεν έχουν αξιοποιηθεί». Μίλησε επίσης για το ελληνικό παράδοξο, τα ελληνικά πανεπιστήμια να είναι πρώτα στις δημοσιεύσεις και τελευταία στην κατοχύρωση της ευρεσιτεχνίας. Κάνοντας λόγο για τα σημαντικά αποτελέσματα που προέρχονται από την καινοτομία, είπε ότι «είναι απαραίτητη η συνεργασία ελληνικών και πολυεθνικών εταιρειών όχι μόνο στην παραγωγή αλλά και στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων και τεχνολογιών».
Νωρίτερα, στη συζήτηση για την καινοτομία, ο Thibault Massart, Vice President, Europe South, της φαρμακευτικής εταιρείας AbbVie αναγνώρισε ότι στην Ελλάδα υπάρχει υψηλό επίπεδο στο επιστημονικό προσωπικό και τόνισε ότι είναι πολύ σημαντικό για τον ίδιο αλλά και την εταιρεία του η χώρα να προσφέρει στους ασθενείς όλα τα φάρμακα που χρειάζονται. Ωστόσο, μίλησε για την τιμολόγηση των φαρμάκων τονίζοντας πως «η Ελλάδα έχει από τις χαμηλότερες τιμές στα φάρμακα στην Ευρώπη και αυτό δεν την κάνει ελκυστική για την επένδυση σε διεθνές επίπεδο». Συχνά βλέπουμε νέα μέτρα και αλλαγές στη φαρμακευτική πολιτική, «όμως αυτό που χρειαζόμαστε είναι σταθερή φαρμακευτική πολιτική για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα που θα προσεγγίσει διεθνείς επενδύσεις στη φαρμακοβιομηχανία» τόνισε.
Από την πλευρά της η Florence Papillon, Head of Corporate, Public Affairs Europe στην φαρμακευτική εταιρεία Sanofi, εξήγησε ότι βιομηχανία πιστεύει σε έναν ειλικρινή διάλογο ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον ιδιωτικό τομέα και είπε ότι «οι επενδύσεις στο χώρο του φαρμάκου θα ενδυναμώσουν την τοπική οικονομία γι' αυτό και θα πρέπει να δοθούν κίνητρα, ώστε να επενδύσουμε στην Ελλάδα». Κίνητρα σε νέους επιστήμονες για να εργαστούν στην έρευνα, καθώς η έρευνα μπορεί και πρέπει να γίνει ανταγωνιστική στον τομέα του φαρμάκου, συνέχισε και συμπλήρωσε: «Η Ελλάδα πρέπει να κεφαλαιοποιήσει το υψηλό επίπεδο επιστημόνων που έχει και να προχωρήσει σε αύξηση των κλινικών μελετών που γίνονται στη χώρα». Στόχος όλων μας θα πρέπει να είναι να καθίσουμε μαζί σε ένα τραπέζι και να συζητήσουμε τελικά τι θα είναι ωφέλιμο για τους ασθενείς, κατέληξε.
Την ανάγκη να καταλάβουν όλοι τι σημαίνει καινοτομία στο φάρμακο αλλά και το ευρύ φάσμα το οποίο καλύπτει από τις σπάνιες παθήσεις έως συχνά δύσκολες στην αντιμετώπισή τους νόσους, τόνισε η Β. Βακουφτσή, πρόεδρος της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας στην τοποθέτησή της. «Οι καινοτόμες θεραπείες θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα για τα συστήματα υγείας και ότι θα έχουν πρόσβαση σε αυτές όλοι οι ασθενείς» τόνισε, προσθέτοντας ότι η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων μόνο προς όφελος των ασθενών μπορεί να είναι.
O σύμβουλος του πρωθυπουργού Βασίλης Κοντοζαμάνης επισήμανε ότι μάθαμε πολλά από την πανδημία σε σχέση με το φάρμακο στην Ευρώπη τονίζοντας ότι «η Ευρώπη πρέπει να γίνει πιο ανταγωνιστική στο χώρο του φαρμάκου και να καταφέρει να είναι στρατηγικά αυτόνομη στον τομέα αυτό». Όπως επισήμανε, η προβλεψιμότητα στην αγορά του φαρμάκου είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για να πειστούν μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες να επενδύσουν στη χώρα μας. «Το μήνυμα είναι» όπως είπε - και προέκυψε από την συνάντηση που έγινε στο μέγαρο Μαξίμου με τους εκπροσώπους των φαρμακοβιομηχανιών - «ότι η Ελλάδα μπορεί να δεχθεί επενδύσεις από την διεθνή φαρμακοβιομηχανία», ενώ προέβλεψε ότι σύντομα «θα έχουμε καλά νέα» για τις επενδύσεις αυτές.