ΠΕΦ: Ο ΕΟΠΥΥ επιβεβαιώνει το αδιέξοδο της φαρμακευτικής πολιτικής
Ο καθορισμός κλειστού προϋπολογισμού για τη φαρμακευτική δαπάνη σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο είναι η κύρια αιτία για το δυσβάστακτο πλέον clawback, που καλούνται να καταβάλλουν οι φαρμακευτικές εταιρείες.
Το αδιέξοδο της φαρμακευτικής πολιτικής καταδεικνύει η πρόσφατη τροποποίηση του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ, υποστηρίζει η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ). Ο Οργανισμός εκτιμά ότι η αξία των αποζημιούμενων φαρμάκων για το πρώτο εξάμηνο του 2017 θα φτάσει το 1,373 δισ. ευρώ με το όριο του κλειστού φαρμακευτικού προϋπολογισμού να έχει οριστεί στα 973 εκατ. ευρώ, ενώ ανάλογη αναμένεται και η υπέρβαση στη νοσοκομειακή δαπάνη. Με βάση τα δεδομένα αυτά, εκτιμάται ότι η φαρμακοβιομηχανία θα κληθεί να επιστρέψει στον ΕΟΠΥΥ σε ετήσια βάση, περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ, σε υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές.
Επομένως, με το υπάρχον πλαίσιο φαρμακευτικής πολιτικής, η μείωση του clawback κατά 30%, όπως προβλέπει και το τρίτο μνημόνιο, καθίσταται αδύνατη, προειδοποιεί η ΠΕΦ. «Έπειτα από μια επταετία ατυχών επιλογών και λανθασμένων κατευθύνσεων, η χώρα οδηγείται σε ένα σύστημα φαρμακευτικής περίθαλψης όπου τουλάχιστον το 1/3 της δαπάνης καλύπτεται από τη φαρμακοβιομηχανία. Ταυτόχρονα, η επάρκεια και ο ομαλός εφοδιασμός της αγοράς αποτελούν καθημερινό στοίχημα».
Η ΠΕΦ επισημαίνει ότι ο σημερινός τρόπος υπολογισμού του clawback του ΕΟΠΥΥ επιβαρύνει άδικα τη φαρμακοβιομηχανία με το κέρδος της εφοδιαστικής αλυσίδας και ζητά να υπολογίζεται με βάση την τιμή παραγωγού (ex-factory) ώστε να αντιστοιχεί στα πραγματικά έσοδα των εταιρειών. Προτείνει δε να τεθεί ανώτατο όριο για το clawback, στα 200 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Αδικούνται κατάφωρα τα παλαιά οικονομικά φάρμακα
Το νέο αυξημένο rebate και οι συνεχείς μειώσεις τιμών, οι οποίες επικεντρώνονται στα ήδη οικονομικά φάρμακα, θέτουν σε κίνδυνο την επάρκεια της φαρμακευτικής αγοράς και παράλληλα, απειλούν τη βιωσιμότητα υγειών φαρμακευτικών επιχειρήσεων με εκατοντάδες εργαζόμενους, τονίζει η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας. «Το γεγονός αυτό, πέραν των άλλων, εγείρει και σοβαρά νομικά θέματα, αφού το ρυθμιστικό πλαίσιο υποχρεώνει τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις να λειτουργήσουν σε συνθήκες περιορισμένης οικονομικής ελευθερίας. Το περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί είναι κατάφωρα άδικο για τα παλαιά οικονομικά φάρμακα και τα γενόσημα, τα οποία οδηγούνται σε έξοδο από την αγορά ακριβώς τη στιγμή που η παραμονή τους σε αυτή είναι όσο ποτέ άλλοτε απαραίτητη γιατί δημιουργούν κρίσιμες εξοικονομήσεις στο σύστημα Υγείας» προσθέτει η ΠΕΦ. Επίσης, θεωρεί ανέφικτο το φετινό στόχο αύξησης της διείσδυσης των γενοσήμων στο 40%, εφόσον δεν εφαρμόζεται ένα σύστημα ουσιαστικών κινήτρων τα οποία θα οδηγούν στην επιλογή οικονομικών θεραπευτικών επιλογών, όπου αυτές είναι διαθέσιμες.
«Είναι ξεκάθαρο ότι η συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης απαιτεί μια συνολική πολιτική που θα επιδιώκει τον έλεγχο της υπερκατανάλωσης και τον περιορισμό της αναίτιας υποκατάστασης των καταξιωμένων αποτελεσματικών φαρμάκων από νεότερα ακριβότερα, ενώ θα διασφαλίζει την πρόσβαση σε πραγματικά καινοτόμες θεραπείες. Υπενθυμίζουμε ότι η ΠΕΦ καταθέτει σταθερά τα τελευταία χρόνια προτάσεις με στόχο τον εξορθολογισμό του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης, τη συγκράτηση του κόστους αλλά και τη σύνδεση της φαρμακευτικής πολιτικής με την ανάπτυξη με ό,τι θετικό αυτό συνεπάγεται σε όρους προστιθέμενης αξίας και προσφοράς στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Αναμένουμε αυτές οι προτάσεις να αξιοποιηθούν προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας» καταλήγει η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας.