Αύξηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης κατά 500 εκατ. ευρώ ζητά ο ΣΦΕΕ
Επιμέλεια: Διονυσία Προκόπη
Από το βήμα του συνεδρίου της ΕΣΔΥ, τα προηγούμενα χρόνια έχουν επισημανθεί οι παθογένειες του συστήματος υγείας και έχουν αναλυθεί οι προτεινόμενες λύσεις. Ωστόσο ο χώρος της Υγείας αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ανορθολογισμού και διαρκών αναβολών, τόνισε ο κ. Αποστολίδης, καθώς οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις καθυστερούν απελπιστικά, ενώ όταν εφαρμόζονται, υιοθετούνται διστακτικά και αποσπασματικά.
Ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ επικεντρώθηκε στο ζήτημα της φαρμακευτικής δαπάνης, στο αρνητικό ρεκόρ έμμεσης φορολογίας που επιβαρύνει τη φαρμακοβιομηχανία στην Ελλάδα, αλλά και στο νέο σύστημα αξιολόγησης της φαρμακευτικής καινοτομίας.
«Η φαρμακευτική δαπάνη που έχει οριστεί στα 2,5 δισ. ευρώ, δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού, όπως και ο ίδιος ο υπουργός παραδέχεται και καταδεικνύουν πρόσφατες μελέτες. Όμως, η Πολιτική Υγείας εστιάζεται μόνο στη μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και όχι στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα επέτρεπε στο σύστημα υγείας την εξοικονόμηση πόρων. Η αδυναμία αυτή της Πολιτείας, υποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό με οριζόντια μέτρα, τα οποία βαρύνουν και τις φαρμακευτικές εταιρείες (1 δισ. ευρώ τουλάχιστον σε υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις) και τους ασθενείς (άλλο 1 δισ. από την αυξημένη συμμετοχή τους). Υποκαθιστούμε δηλαδή, την κοινωνική πολιτική του κράτους και αναπληρώνουμε την υποχρηματοδότηση του συστήματος. Η συνεισφορά μας -ή έμμεση φορολογία - στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη αποτελεί ρεκόρ, καθώς είναι τρεις φορές πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο!» ανέφερε ο κ. Αποστολίδης.
Ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ ζήτησε να επαναπροσδιοριστεί άμεσα η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη κατά 500 εκατ. ευρώ (300 εκατ. ευρώ στην εξωνοσοκομειακή δαπάνη, βάσει πρόσφατης μελέτης που ανακοινώθηκε στο ISPOR και αναδεικνύει ότι πρέπει να συνυπολογιστούν κι άλλοι παράγοντες, όπως επιδημιολογικά δεδομένα, και 200 εκατ. ευρώ στη νοσοκομειακή).
Με αφορμή την επέκταση του clawback για άλλα τρία χρόνια, το διάστημα 2019-2021, όπως προβλέπεται στο επικαιροποιημένο μνημόνιο, ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ διερωτήθηκε «πού είναι η συνυπευθυνότητα, το "ταβάνι" που υπάρχει σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Μόνο η φαρμακοβιομηχανία είναι υπεύθυνη;» και στη συνέχεια άσκησε κριτική στα νέα μέτρα και στη σύσταση της Επιτροπής Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (ΗΤΑ) όπως προβλέπεται στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Υγείας.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΦΕΕ το επιπρόσθετο rebate 25% στα νέα φάρμακα ως «τέλος εισόδου» χωρίς αντίστοιχη μείωση του clawback, σημαίνει επιπλέον επιβάρυνση της φαρμακοβιομηχανίας και δυσχεραίνει την είσοδο νέων φαρμάκων στην ελληνική αγορά με συνέπεια την υγειονομική υποβάθμιση, την αδυναμία κάλυψης κλινικών αναγκών και την αρνητική επίπτωση στις επενδύσεις και την απασχόληση.
Το σχέδιο νόμου «Αξιολόγηση και Αποζημίωση Φαρμακευτικών Προϊόντων Ανθρώπινης Χρήση και άλλες διατάξεις» χρήζει διορθώσεων και σημαντικών βελτιώσεων, καθώς αντί να εξαλείψει τα προϋπάρχοντα κριτήρια αξιολόγησης (εξωτερικά και εσωτερικά) δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια και καθυστερήσεις στην άμεση και απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στις καινοτόμες θεραπείες, επισήμανε ο κ. Αποστολίδης.
Επίσης, η αρμοδιότητα για τον ΗΤΑ θα πρέπει να ανατεθεί σε κάποιον ανεξάρτητο και αυτόνομο φορέα, ο οποίος θα εξασφαλίζει τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένων εκπροσώπων των συλλόγων ασθενών, της ιατρικής και ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά και της φαρμακοβιομηχανίας, πρόσθεσε.
Ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ ζήτησε απόσυρση των νέων μέτρων «προτού οι συνέπειες να είναι ανεπανόρθωτες» και επανέλαβε ότι «είμαστε σύμμαχοι της Πολιτείας για την ίαση του δημόσιου συστήματος Υγείας και τη διασφάλιση - χωρίς αποκλεισμούς- του αυτονόητου δικαιώματος του Έλληνα ασθενούς να κάνει χρήση κάθε σωτήριας, για την υγεία του, θεραπείας και να απολαμβάνει τα αγαθά της επιστημονικής εξέλιξης και προόδου. Αρκεί και η Πολιτεία να κάνει το καθήκον της πράξη».