Ζουν περισσότερο τα παιδιά από μεγαλύτερης ηλικίας πατεράδες

Με πιο αργό ρυθμό γερνάνε τα άτομα που έχουν πατέρες και παππούδες μεγαλύτερης ηλικίας, σύμφωνα με νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
2'

Η έρευνα υποστηρίζει πως η καθυστερημένη πατρότητα φαίνεται να παρέχει πλεονεκτήματα επιβίωσης, επειδή η γενετική σύνθεση του σπέρματος ενός άνδρα μεταβάλλεται, καθώς αυτός μεγαλώνει, αναπτύσσοντας ένα κώδικα DNA που ευνοεί την επιμήκυνση της ζωής- κάτι που ο πατέρας (και ο δικός τους πατέρας πριν από αυτόν) κληροδοτεί στα παιδιά του.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Νταν Άιζενμπεργκ του Τμήματος Ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου Northwestern, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το BBC, ανέλυσαν το DNA 1.779 ενηλίκων και βρήκαν ότι τα τελομερή (ζωτικά τμήματα των χρωμοσωμάτων που μικραίνουν όσο γερνάει κανείς και καθορίζουν το προσδόκιμο ζωής) ήταν μεγαλύτερα σε όσους ανθρώπους είχαν πατέρες που ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία όταν τα παιδιά τους γεννήθηκαν.

Η νέα μελέτη δείχνει ότι στο σπέρμα ενός άνδρα τα τελομερή εξαρτώνται από την ηλικία του. Συνεπώς -εφόσον το DNA κληρονομείται στα παιδιά μέσω του σπέρματος- υπάρχει ένας φυσικός μηχανισμός που ευνοεί τους απογόνους των μεγαλύτερης ηλικίας γονέων, όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής, καθώς τα παιδιά αυτά έχουν εκ γενετής μεγαλύτερα τελομερή στα άκρα των χρωμοσωμάτων τους.

Αν και η καθυστερημένη πατρότητα αυξάνει τον κίνδυνο αποβολής του εμβρύου, οι ερευνητές θεωρούν ότι, από την άλλη, έχει και μακροπρόθεσμα οφέλη για την υγεία του παιδιού. Η κληρονόμηση μακρύτερων τελομερών από τον πατέρα και τον παππού ωφελεί τους ιστούς και ζωτικές βιολογικές λειτουργίες του παιδιού, όπως το ανοσοποιητικό σύστημά του, το έντερο και το δέρμα του.

Όμως άλλοι επιστήμονες εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί και ζητούν να γίνουν περισσότερες έρευνες πάνω στο ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, οι Αμερικανοί επιστήμονες τόνισαν ότι η νέα μελέτη δεν αποτελεί σύσταση στους άνδρες να κάνουν παιδιά όσο γίνεται πιο αργά στη ζωή τους, γιατί έτσι αυξάνουν τον κίνδυνο να κληρονομήσουν επιβλαβείς γενετικές μεταλλάξεις στα παιδιά τους (π.χ. νευρολογικές διαταραχές, αυτισμό κ.α.).