Ποιες ασθένειες «σκοτώνουν» τους Έλληνες - Σε τι οφείλεται η υπερβάλλουσα θνησιμότητα

Στο προσκήνιο βρέθηκε η συζήτηση για τον αριθμό και τα αίτια των θανάτων στον ελληνικό πληθυσμό έπειτα από μελέτη που εκπόνησε το Πολυτεχνείο Κρήτης με θέμα «Απώλειες ζωών στην Ελλάδα: Διαχρονική Αύξηση, Υπερβάλλουσα Θνησιμότητα και Κορονοϊός» - Ο Δρ. Δημήτρης Μπατάκης, ερευνητής στο Πολυτεχνείο της Κρήτης, μίλησε στο Newsbomb.gr για την μελέτη η οποία καταλήγει σε ενδιαφέροντα και εν μέρει μη αναμενόμενα συμπεράσματα.
Μελέτη του πανεπιστημίου Κρήτης δίνει μια εικόνα της θνησιμότητας στην Ελλάδα.
Intime News / Φωτογραφία αρχείου
12'

Πώς η αυξημένη θνησιμότητα, που παρατηρήθηκε τον τελευταίο χρόνο συνδέεται άμεσα με την πανδημία του κορονοϊού;

Αν και η πανδημία έχει περάσει σε φάση υποχώρησης, οι συνέπειές της φαίνεται ότι θα συνοδεύουν την ανθρωπότητα για κάποια χρόνια. Ο Δρ. Δημήτρης Μπατάκης, ερευνητής στο Πολυτεχνείο της Κρήτης, μίλησε στο Newsbomb.gr για την μελέτη του Πολυτεχνείου με θέμα «Απώλειες ζωών στην Ελλάδα: Διαχρονική Αύξηση, Υπερβάλλουσα Θνησιμότητα και Κορονοϊός». Η μελέτη καταλήγει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με την αιτία των θανάτων στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ φάνηκε πως υπάρχουν 3.000 επιπλέον θάνατοι λόγω της πανδημίας, καθώς πολλοί πάσχοντες από φόβο απέφευγαν να προσέλθουν στα νοσοκομεία και να πραγματοποιήσουν τις αναγκαίες εξετάσεις.

Αντίστοιχη έρευνα του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ στις ΗΠΑ έδειξε ότι το 30% των ασθενών δεν πήγε στα νοσοκομεία ακριβώς για τον ίδιο λόγο και με τα ίδια αποτελέσματα.

Παράλληλα τα στοιχεία της Eurostat για το 2020 δηλαδή την χρονιά κορύφωσης της πανδημίας, πάνω στην οποία βασίστηκε η μελέτη του πολυτεχνείου Κρήτης, μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, η Γερμανία είχε τις υψηλότερες δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη σε σχέση με το ΑΕΠ στο 12,8 %, η Δανία 10,5%, η Φινλανδία 9,6% και ακολουθούσε η Ελλάδα με 9,5%.

Η πανδημία του κορονοϊού επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για τον αριθμό και τα αίτια των θανάτων στον φθίνοντα και γηρασμένο ελληνικό πληθυσμό.

Τα τελευταία χρόνια πριν την εμφάνιση της πανδημίας υπήρξε μία ετήσια εναλλασσόμενη αυξομείωση στους θανάτους, κάτι που σταμάτησε να συμβαίνει στα δύο πρώτα πανδημικά έτη.

«Εξετάζοντας τους θανάτους στην Ελλάδα, εμβαθύνουμε στο μεγάλο και διαχρονικό πρόβλημα της χώρας μας, που είναι η συνεχής αύξησή τους, και πόσο επηρέασε η πανδημία στην αύξηση αυτή. Αυτή η έρευνα μας βοηθά να γνωρίσουμε σε βάθος τα δεδομένα, με σκοπό να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα και να χαραχτούν οι κατάλληλες πολιτικές υγείας για την αντιμετώπιση της αύξησης των θανάτων», είπε στο Newsbomb.gr o Δρ. Δημήτρης Μπατάκης, ερευνητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης.

Θάνατοι και δεδομένα κορονοϊού

H έρευνα του Πολυτεχνείου Κρήτης αναφέρει ότι το 2020 το ποσοστό θνητότητας ήταν 3,5%, ενώ το 2021 αυτό υποχώρησε σε ποσοστό κάτω του 1,5%, με τους θανάτους όμως να τετραπλασιάζονται και τα κρούσματα να δεκαπλασιάζονται. Αυτό οφείλεται στην άρση των υγειονομικών μέτρων, όπως και στην μετάλλαξη Δέλτα, που ήταν πολύ μεταδοτικότερη και το ίδιο επικίνδυνη με το αρχικό στέλεχος, ενώ η μείωση του ποσοστού θνητότητας στην φυσική ανοσία και τον εμβολιασμό.

Το 2022 κυριάρχησε το στέλεχος Όμικρον, που είναι ηπιότερο των προηγούμενων, γι’ αυτό και η θνητότητα έπεσε στο 0,3%, με τα κρούσματα όμως να τετραπλασιάζονται συγκριτικά με το 2021, νοσώντας από κορονοϊό σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας, ενώ οι θάνατοι μειώθηκαν κατά 1.806 σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Το θετικό στοιχείο που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι η μεγάλη πτώση του ποσοστού θνητότητας από το 2020 και το γεγονός ότι η επικρατούσα μετάλλαξη Όμικρον είναι ηπιότερη. Αυτό φέρνει την θνητότητα του κορονοϊού σε επίπεδα παρόμοια με αυτά της γρίπης, αν και ακόμα, σύμφωνα με έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε Ελβετία (JAMA Network) και Καναδά (BMJ Open) και δημοσιεύθηκαν τον Φεβρουάριο του 2023, παραμένει πιο επικίνδυνος από αυτή.

Ο κορονοϊός μπορεί να έχει γίνει πιο ήπιος, όμως λόγω της μεγάλης μεταδοτικότητάς του, δίνει περισσότερα κρούσματα, που με την σειρά τους επιφέρουν περισσότερους θανάτους σε σύγκριση με την γρίπη και άλλους μεταδιδόμενους αναπνευστικούς ιούς και αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα σχετικά με αυτόν τον ιό.

Υπερβάλλουσα θνησιμότητα και κορονοϊός

Την ώρα που ο κορονοϊός επέφερε αύξηση των θανάτων σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη σε όλα τα κράτη, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο της υπερβάλλουσας θνησιμότητας σε αιτίες εκτός covid-19, το οποίο απασχολεί την ιατρική κοινότητα.

Στις χώρες του εξωτερικού που το θέμα έχει μελετηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, φαίνεται ότι οι αιτίες του προβλήματος σχετίζονται με την πανδημία. Ήδη από το πρώτο κύμα της πανδημίας είχαν κυκλοφορήσει μελέτες και άρθρα που έκαναν λόγο για την αποχή των ανθρώπων από προγνωστικές και προγραμματισμένες εξετάσεις, λόγω της εμφάνισης του κορονοϊού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη έγκαιρης διάγνωσης ασθενειών που αποτελούν αιτίες θανάτου.

«Η υπερβάλλουσα θνησιμότητα είναι οι επιπλέον θάνατοι που συμβαίνουν σε μία χρονική περίοδο σε σχέση με τους αναμενόμενους. Στην Ελλάδα παρατηρήθηκε υπερβάλλουσα θνησιμότητα στα 3 πανδημικά έτη σε σχέση με την τελευταία προπανδημική πενταετία (2015-1019), όπως ήταν αναμενόμενο, κατά 13,7%. Από αυτό το ποσοστό αύξησης, το 9,52% οφείλεται στον κορονοϊό, ενώ το 4,12% στις άλλες αιτίες. Φαίνεται λοιπόν, πως η υπερβάλλουσα θνησιμότητα που σημειώθηκε δεν οφείλεται καθολικά στον κορονοϊό, αλλά και σε άλλες αιτίες, είπε ο κύριος Μπατάκης.

Και συμπλήρωσε: «Σε χώρες του εξωτερικού έχει παρατηρηθεί non-covid υπερβάλλουσα θνησιμότητα, από αιτίες όπως καρδιολογικά νοσήματα, καρκίνο, διαβήτη, αλτσχάιμερ κλπ., γεγονός που αποδίδεται σε έμμεσες συνέπειες της πανδημίας, αφού όπως έχουν δείξει έρευνες ο φόβος της ενδεχόμενης μετάδοσης του ιού, απέτρεψε εν πολλοίς τους ανθρώπους από τους προληπτικούς ελέγχους, όπως και τα νοσοκομεία σε αναβολές χειρουργικών επεμβάσεων».

«Στην Ελλάδα όμως, δεν μπορούμε να αποδώσουμε με βεβαιότητα στους παραπάνω λόγους την non-covid υπερβάλλουσα θνησιμότητα, ούτε να πούμε πως αυξήθηκαν οι θάνατοι από τις προαναφερθείσες ασθένειες, αφού διαχρονικά στην χώρα μας σημειώνεται συνεχής αύξηση των θανάτων, τουλάχιστον κατά μέσο 3.000 ανά πενταετία. Η συνεχής αύξηση των θανάτων αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ελλάδος», τόνισε.

Αυξημένοι θάνατοι από περιστατικά καρδιαγγειακών νόσων και καρκίνου

Όσον αφορά τα συμπεράσματα της έρευνας ο κ. καθηγητής ανέφερε: «Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα νοσεί από την αύξηση των θανάτων, η οποία αν συνδυαστεί με την υπογεννητικότητα, καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν όλεθρο».

Σχετικά με τα μέτρα αντιμετώπισης που πρέπει να δώσει βάρος το κράτος ο κ. Μπατάκης τόνισε: «Όσον αφορά τον τομέα της υγείας, είναι ανάγκη το κράτος να δώσει βάρος πρωτίστως στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και να εστιάσει στην πρόληψη. Η εκάστοτε κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα έλλειψης παιδείας πρόληψης του ελληνικού πληθυσμού, το οποίο θα πρέπει να λύσει μεριμνώντας να δημιουργήσει αυτό το πνεύμα στους Έλληνες πολίτες. Πόσω μάλλον σήμερα, που όπως αποδείχθηκε, λόγω της πανδημίας οι άνθρωποι είναι επιφυλακτικοί στο να επισκεφθούν τις μονάδες υγείας. Έτσι, χρήσιμα εργαλεία τόσο γι’ αυτό τον σκοπό όσο και για την ανάπτυξη του ΕΣΥ είναι ο ηλεκτρονικός φάκελος υγείας, όπως και η τηλεϊατρική.

Με δεδομένο ότι ο πληθυσμός της Ελλάδος γερνάει, είναι βέβαιο πως οι ανάγκες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη θα αυξάνονται, επομένως πρέπει να ενισχυθεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας στο σύνολό του. Εκτός αυτού, ευελπιστούμε πως η πρόληψη θα περιορίσει τους νεανικούς ξαφνικούς θανάτους και θα αποσυμφορήσει τις δομές υγείας. Ένα μεγάλο πρόβλημα των ελληνικών νοσοκομείων είναι η συμφόρηση που υπάρχει από ασθενείς, αφού όλα τα περιστατικά, ανεξαρτήτως της βαρύτητάς τους, καταλήγουν στα εξωτερικά ιατρεία των εφημερευόντων νοσοκομείων. Η ανάπτυξη και η στελέχωση δομών ΠΦΥ θα αποσυμφορήσει τα νοσοκομεία, με αποτέλεσμα να παρέχονται ποιοτικότερες υπηρεσίες στους ασθενείς, με μεγαλύτερη ταχύτητα και λιγότερη ταλαιπωρία γι’ αυτούς και τους συνοδούς τους.

Σε αυτό σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει και η σύμπραξη του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ). Τέλος, το Υπουργείο Υγείας θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν χάρτη υγείας, με σκοπό να γνωρίζει ποια είναι τα νοσήματα που υπάρχουν στον ελληνικό πληθυσμό, με σκοπό να τα λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπισή τους, γνωρίζοντας παράλληλα την νοσηρότητα της ελληνικής επικράτειας».

Τέλος, ο κύριος Μπατάκης σε ερώτηση για τον ρόλο που έχουν παίξει οι άλλες ασθένειες απάντησε: «Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε επί του παρόντος τι ρόλο έχουν παίξει οι άλλες ασθένειες σε αυτή την αύξηση, διότι δεν υπάρχουν δεδομένα. Τα τελευταία στοιχεία που είναι διαθέσιμα αφορούν τις αιτίες θανάτου το 2020 και δημοσιεύθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ στις 23 Φεβρουαρίου 2023. Εκεί φαίνεται πως οι πρώτες αιτίες θανάτου στην Ελλάδα το 2020 ήταν τα καρδιακά νοσήματα, ο καρκίνος και τα εγκεφαλικά επεισόδια. Σημειωτέον ότι ο κορονοϊός ευθυνόταν για 4 στους 100 θανάτους που λάμβαναν χώρα. Επομένως, αναμένουμε να δημοσιευθούν τα δεδομένα των υπολοίπων ετών, για να δοθεί απάντηση στο πόσο επηρεάζουν οι άλλες ασθένειες στην αύξηση των θανάτων.

Πάντως, σε παγκόσμιο επίπεδο αυτό που είναι γνωστό, είναι πως τις τελευταίες δεκαετίες τα περιστατικά καρδιαγγειακών νόσων και καρκίνου αυξάνονται συνεχώς, με αποτέλεσμα να αυξάνονται και οι θάνατοι από αυτές τις ασθένειες, κάτι που σίγουρα παίζει σημαντικό ρόλο στην αύξηση των θανάτων τόσο σε παγκόσμια κλίμακα όσο και στη χώρα μας».

Η διαχρονική αύξηση των θανάτων στην Ελλάδα

Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα, κατά τους ειδικούς, αν οι λόγοι που προκαλούν τους υπερβάλλοντες θανάτους συντρέχουν και στην χώρα μας, και αν υπάρχει και στην Ελλάδα non-covid υπερβάλλουσα θνησιμότητα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι στην Ελλάδα ο μέσος όρος θανάτων την τριετία της πανδημίας είναι 138.056, αυξημένος κατά 16.570 θανάτους σε σχέση με την πενταετία 2015-2019, που ο μέσος όρος ήταν 121.486.

Αν λοιπόν εξαιρεθούν οι θάνατοι από κορονοϊό, ο μέσος όρος της τελευταίας τριετίας είναι 126.487 θάνατοι, δηλαδή 5.001 περισσότεροι θάνατοι από τον μέσο όρο της τελευταίας προπανδημικής πενταετίας.

Η έρευνα αναφέρει ότι εν πρώτοις, η non-covid υπερβάλλουσα θνησιμότητα έχει πλήξει και την Ελλάδα, όμως στην χώρα μας υπάρχει μία ιδιαιτερότητα, αφού οι θάνατοι ανά πενταετία παρουσιάζουν συνεχή άνοδο από το 1955 μέχρι σήμερα, με την αύξηση των μέσων όρων πενταετίας να είναι μεγαλύτερη των 3.000 θανάτων σε όλες τις μεταβολές.

Επομένως, η αύξηση που σημειώθηκε από το 2020 έως σήμερα σε σχέση με την πενταετία 2015-2019 κυμαίνεται σε αναμενόμενα επίπεδα, καταλήγουν οι συντάκτες της έκθεσης. Ακόμα και οι κατά έτος μεταβολές των θανάτων, και που αφορούν στους θανάτους εκτός κορονοϊού, δεν διαφέρουν από περιπτώσεις παλαιότερων μεταβολών, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μεγάλης τάξεως, όπως για παράδειγμα το 2015 που οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 7.443 σε σχέση με το 2014 (+6,54%), αλλά και το 2013 που μειώθηκαν κατά 4.874 συγκριτικά με το 2012 (-4,18).

«Οι μεταβολές αυτές πολλές φορές είναι τυχαίες, παρ’ όλα αυτά, δεν γνωρίζουμε πόση θα ήταν η αύξηση των θανάτων αν δεν υπήρχε ο κορονοϊός, και τι ποσοστό αυτής της αύξησης οφείλεται (και αν οφείλεται) σε απότοκα της πανδημίας. Για το θέμα αυτό πρέπει να διενεργηθούν σχετικές έρευνες στη χώρα μας, γιατί τα στοιχεία επί του παρόντος είναι πολύ περιορισμένα για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα», αναφέρεται στη μελέτη.

Σε κάθε κρίση διασαλεύεται ο κοινωνικός ιστός, και αυτό αποτυπώνεται και στο ζήτημα των θανάτων, αφού όπως και την περίοδο της οικονομικής κρίσης ο μέσος όρος των θανάτων αυξήθηκε, κατά 9.009 θανάτους την πενταετία 2015-2019 σε σχέση με εκείνη που προηγήθηκε.

Για την Ελλάδα συγκεκριμένα, η χρονική αλληλουχία που έλαβαν χώρα τα γεγονότα της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας ήταν ακόμα πιο επώδυνη συγκριτικά με τα άλλα κράτη, διότι μετά την χειρότερη πενταετία σε θανάτους ακολούθησε η πανδημία που επέφερε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση. Η συνεχής αύξηση των θανάτων είναι ένα από τα μεγαλύτερα δεινά που μαστίζουν την Ελλάδα και ο βασικότερος λόγος αυτού αποτελεί η γήρανση του πληθυσμού, με την χώρα μας να είναι από τις πιο γερασμένες χώρες στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Είναι φυσικό πως όσο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, που στην Ελλάδα είναι πλέον περίπου στα 80 έτη από τα 65 που ήταν το 1955, τόσο θα αυξάνεται και ο πληθυσμός των ηλικιωμένων ατόμων. Επομένως, χρειάζεται ένα σύστημα υγείας, που μεταξύ άλλων να μπορεί να εξυπηρετεί αυτούς τους ανθρώπους και να διατηρεί σε ποιοτικά επίπεδα αυτά τα επιπλέον χρόνια που κερδήθηκαν.

*Συντάκτες της μελέτης είναι ο καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών και στη Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων, Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France, ο Δρ. Δημήτρης Μπατάκης, Πολυτεχνείο Κρήτης, Εργαστήριο Financial Engineering Μ.Sc. LSE International Health Policy, M.Sc. Health Economics and Management και ο Μανώλης Καρακώστας, M.Sc. Διοίκησης Επιχειρήσεων, Επαγγελματίας Υγείας – Ερευνητής.

Σχετικές ειδήσεις

ΕΟΔΥ: 47 νεκροί λόγω κορονοϊού - Αύξηση στη θετικότητα

Κορονοϊός: Μικρότερος ο κίνδυνος λοίμωξης για τα άτομα με ομάδα αίματος Ο

Σε έξαρση γρίπη και ιώσεις του αναπνευστικού - Πώς θα προστατευτούμε

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ