ΠΟΥ: Αυξανόμενη απειλή τα μη μεταδοτικά νοσήματα - Τα στοιχεία για την Ελλάδα
Στην ετήσια έκθεση του ΠΟΥ παρουσιάζονται νέα στοιχεία για τον αντίκτυπο της πανδημίας COVID-19, καθώς και τα πιο πρόσφατα στατιστικά δεδομένα σε δείκτες όπως η μητρική και βρεφική θνησιμότητα και κατά πόσο έχουν επιτευχθεί οι στόχοι για τη βιώσιμη ανάπτυξη που σχετίζονται με την υγεία (SDGs).
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι υπάρχει στασιμότητα σε βασικούς δείκτες υγείας τα τελευταία χρόνια σε σύγκριση με την πρόοδο που είχε παρατηρηθεί κατά την περίοδο 2000-2015. Προειδοποιεί επίσης για την αυξανόμενη απειλή των μη μεταδοτικών ασθενειών και της κλιματικής αλλαγής και καλεί για συντονισμένη και ενισχυμένη αντίδραση.
Ως προς τον απολογισμό της πανδημίας στην παγκόσμια υγεία, κατά την περίοδο 2020-2021, η COVID-19 οδήγησε σε απώλειες 336,8 εκατομμυρίων ετών ζωής παγκοσμίως. Αυτό ισοδυναμεί κατά μέσο όρο με 22 χρόνια ζωής που χάνονται για κάθε ένα υπερβάλλοντα θάνατο.
Από το 2000, είδαμε σημαντική βελτίωση στην υγεία της μητέρας και του παιδιού, με τους θανάτους να μειώνονται κατά το ένα τρίτο και το ένα δεύτερο, αντίστοιχα. Η συχνότητα εμφάνισης μολυσματικών ασθενειών όπως ο HIV, η φυματίωση και η ελονοσία μειώθηκε επίσης. Ωστόσο, η πανδημία συνέβαλε ώστε η τάση βελτίωσης να αντιστραφεί, αφού παραμελήθηκαν εμβολιασμοί και λιγότεροι άνθρωποι υποβλήθηκαν σε θεραπεία για τροπικές ασθένειες (NTDs).
«Η Παγκόσμια Στατιστική Υγείας είναι ο ετήσιος έλεγχος του ΠΟΥ για την κατάσταση της υγείας στον κόσμο. Η έκθεση στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα για την απειλή των μη μεταδοτικών ασθενειών, οι οποίες έχουν τεράστιο και αυξανόμενο τίμημα σε ζωές, μέσα διαβίωσης, συστήματα υγείας, κοινότητες, οικονομίες και κοινωνίες», δήλωσε ο Δρ Tedros Adhanom Ghebreyesus, Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ. «Η έκθεση ζητά μια ουσιαστική αύξηση των επενδύσεων στην υγεία και τα συστήματα υγείας για να επανέλθουν σε τροχιά επίτευξης των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης για την υγεία».
Αυξανόμενη απειλή τα μη μεταδοτικά νοσήματα
Το μερίδιο των θανάτων που προκαλούνται ετησίως από τα μη μεταδοτικά νοσήματα αυξάνεται σταθερά και πλέον αντιστοιχεί σχεδόν στα τρία τέταρτα όλων των θανάτων ετησίως.
Εάν συνεχιστεί αυτή η τάση, τα μη μεταδοτικά νοσήματα (καρδιαγγειακά, καρκίνος κ.α.) αναμένεται να ευθύνονται για το 86% περίπου των 90 εκατομμυρίων ετήσιων θανάτων μέχρι το 2050. Κατά συνέπεια, 77 εκατομμύρια θάνατοι θα οφείλονται σε αυτά –μια αύξηση σχεδόν 90% σε απόλυτους αριθμούς από το 2019.
Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας αυξάνεται, επίσης, ανησυχητικά, χωρίς να υπάρχει άμεση ένδειξη αντιστροφής. Επιπλέον, η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας έχει επιβραδυνθεί σε σύγκριση με το διάστημα πριν από το 2015.
«Η πανδημία του COVID-19 είναι μια σημαντική υπενθύμιση ότι η πρόοδος δεν είναι ούτε γραμμική ούτε εγγυημένη», προειδοποιεί η Δρ Samira Asma.
Η εικόνα της Ελλάδας
Οι σημαντικότεροι δείκτες για την Ελλάδα, σε σύγκριση με την περιοχή της Ευρώπης είναι:
Στα 81,1 έτη υπολογίζεται το προσδόκιμο ζωής για την Ελλάδα, πάνω από τον μέσο όρο της Ευρώπης, που είναι στα 78,2 έτη. Τα υγιή χρόνια ζωής για τους Έλληνες είναι 79,9 ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 68,3.
Ο δείκτης των μητρικών θανάτων στον τοκετό στην Ελλάδα είναι 8 ανά 100.000 γεννήσεις, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 13. Στα παιδιά κάτω των 5 ετών, καταγράφονται 4 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 8. Τέλος, στην Ελλάδα καταγράφονται δύο νεογνικοί θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις, ενώ στην Ευρώπη τέσσερις.
Το 12,5% του ελληνικού πληθυσμού ηλικίας 30-70 ετών κινδυνεύει με θάνατο από καρδιαγγειακά, καρκίνο, διαβήτη, CRD, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την περιοχή της Ευρώπης είναι 16,3%.
Σημαντικά ποσοστά παχυσαρκίας καταγράφονται στα παιδιά κάτω των 5 ετών, 14,6% στην Ελλάδα έναντι 7,1% στην Ευρώπη. Τα παχύσαρκα παιδιά και έφηβοι στην Ελλάδα ηλικίας 5-19 ετών αποτελούν το 13,8% έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου που είναι στο 8,6%. Οι παχύσαρκοι ενήλικες αντιστοιχούν στο 24,9% του ελληνικού πληθυσμού έναντι 23,3% των Ευρωπαίων.
Ως προς τους παιδικούς εμβολιασμούς, η συντριπτική πλειονότητα των παιδιών στην Ελλάδα έχει εμβολιαστεί σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, σε ποσοστά άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Τέλος, οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Υπερδιπλάσιο είναι το ποσοστό του πληθυσμού που καταναλώνει άνω του 10% του συνολικού του εισοδήματος για υπηρεσίες υγείας: 16,9% στην Ελλάδα έναντι 7,9% στην Ευρώπη. Αντίστοιχα, άνω του 25% του συνολικού εισοδήματος δαπανά στην Υγεία το 1,6% των Ελλήνων σε σχέση με το 1,3% των Ευρωπαίων.
Ως προς τις δημόσιες δαπάνες, η Ελλάδα δίνει το 8,4% των συνολικών δαπανών της γενικής κυβέρνησης στην υγεία, σημαντικά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι στο 12,6%.