Δάγκειος πυρετός: «Απειλή πανδημίας» κατά τον ΠΟΥ - Ρεκόρ θανάτων και κρουσμάτων στη νότια Ασία
Ο δάγκειος πυρετός είναι η τροπική ασθένεια που εξαπλώνεται πιο γρήγορα παγκοσμίως.
Ο δάγκειος πυρετός, που μεταδίδεται από τα κουνούπια, έχει πλήξει ιδιαίτερα σφοδρά φέτος τις χώρες της νότιας Ασίας, με το Μπανγκλαντές να καταγράφει ρεκόρ θανάτων και το Νεπάλ να είναι αντιμέτωπο με ρεκόρ κρουσμάτων σε νέες περιοχές και τους ειδικούς να συνδέουν τις επιδεινούμενες επιδημίες με την κλιματική αλλαγή.
Οι αρχές των δύο χωρών πασχίζουν να περιορίσουν και να αντιμετωπίσουν την ασθένεια. Εντομολόγοι και επιδημιολόγοι εξηγούν ότι οι υψηλές θερμοκρασίες και οι πιο μακρές εποχές των μουσώνων ευνοούν την ανάπτυξη των κουνουπιών.
Η απειλή δεν περιορίζεται στη νότια Ασία, καθώς τα ποσοστά του δάγκειου πυρετού αυξάνονται παγκοσμίως, με 4,2 εκατ. κρούσματα να καταγράφονται το 2022, οκταπλάσιος αριθμός σε σχέση με το 2000, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Νωρίτερα φέτος ο ΠΟΥ επεσήμανε ότι ο δάγκειος πυρετός είναι η τροπική ασθένεια που εξαπλώνεται πιο γρήγορα παγκοσμίως και προειδοποίησε για το ενδεχόμενο «απειλής πανδημίας».
Στο Μπανγκλαντές τουλάχιστον 691 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους μέχρι στιγμής φέτος και περισσότεροι από 138.000 έχουν μολυνθεί, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αριθμό νεκρών από την ασθένεια από το 2000 όταν καταγράφηκε για πρώτη φορά επιδημία δάγκειου πυρετού στη χώρα. Το προηγούμενο ρεκόρ ήταν 281 θάνατοι πέρυσι. Η έλλειψη κατάλληλων μέσων πρόληψης επέτρεψε στο κουνούπι τίγρης (Αηδής ο αιγυπτιακός) που μεταφέρει τον δάγκειο πυρετό να εξαπλωθεί σχεδόν σε όλο το Μπανγκλαντές, επεσήμανε ο Καμπιρούλ Μπασάρ, εντομολόγος και καθηγητής ζωολογίας στο πανεπιστήμιο Jahangirnagar της Ντάκα.
Ο ίδιος εξέφρασε την ανησυχία του για τον κίνδυνο νέων κρουσμάτων στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου. Ο δάγκειος πυρετός είναι κοινός στη διάρκεια της εποχής των μουσώνων – Ιούνιος με Σεπτέμβριο—όταν τα κουνούπια πολλαπλασιάζονται στα στάσιμα νερά. «Αυτό το κλίμα είναι ευνοϊκό για την εξάπλωση των κουνουπιών», εξήγησε σε συνέντευξή του. «Ο δάγκειος δεν είναι πρόβλημα μόνο για τη Ντάκα, τώρα είναι πρόβλημα για όλη τη χώρα».
Εξάπλωση κρουσμάτων
Στο μεταξύ στο Νεπάλ –όπου το πρώτο κρούσμα δάγκειου πυρετού καταγράφηκε το 2004— έχει αναφέρει μέχρι στιγμής τουλάχιστον 13 θανάτους από την ασθένεια και περισσότερα από 21.200 κρούσματα σε 75 από τις 77 επαρχίες του.
Ο αριθμός των νεκρών αναμένεται να φτάσει τα επίπεδα του 2022, όταν 88 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τον δάγκειο πυρετό και καταγράφηκαν 54.000 κρούσματα, δήλωσε ο Ουτάμ Κοϊράλα υγειονομικός στην εθνική υπηρεσία ελέγχου επιδημιών και ασθενειών. Ο Μεγκνάθ Ντιμάλ, ερευνητής στο Nepal Health Research Council (NHRC), επεσήμανε ότι τα τελευταία χρόνια στη χώρα αυξάνονται τα κρούσματα και η εξάπλωση του δάγκειου πυρετού.
Η άνοδος της θερμοκρασίας σημαίνει ότι κρούσματα καταγράφονται ακόμη και τους φθινοπωρινούς μήνες, ενώ οι πιο ορεινές περιοχές του Νεπάλ, οι οποίες μέχρι τώρα είχαν γλιτώσει από την ασθένεια, τώρα δυσκολεύονται να ελέγξουν την εξάπλωσή της, σημείωσε ο ίδιος, κάνοντας λόγο για μια «ασυνήθιστη» κατάσταση. Για παράδειγμα η πόλη Νταράν, στο ορεινό ανατολικό τμήμα του Νεπάλ, επλήγη ιδιαίτερα σφοδρά από τον δάγκειο πυρετό φέτος, με τα κρούσματα να αυξάνονται τόσο γρήγορα που τα νοσοκομεία δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στους ασθενείς, σύμφωνα με τον Ουμές Μέτα.
Στην πόλη των 160.000 κατοίκων καταγράφηκε στα τέλη Αυγούστου η κορύφωση της επιδημίας, με 1.700 κρούσματα δάγκειου πυρετού καθημερινά.
Ασυνήθιστα ύψη βροχής
Ο ΠΟΥ εκτιμά ότι τα κρούσματα του δάγκειου πυρετού αυξάνονται εν μέρει επειδή οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ευνοούν τα κουνούπια, αλλά και λόγω άλλων παραγόντων, όπως η μετακίνηση ανθρώπων και προϊόντων, η αστικοποίηση και η έλλειψη συστημάτων αποχέτευσης.
Τον Ιούλιο ο ΠΟΥ είχε επισημάνει ότι ασυνήθιστα ύψη βροχής στο Μπανγκλαντές, σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες που καταγράφονταν και την υγρασία, ευνόησαν την αύξηση του πληθυσμού των κουνουπιών στη χώρα.
Επιπλέον η εποχή των μουσώνων τα τελευταία χρόνια στο Μπανγκλαντές διαρκεί περισσότερο, με σποραδικές βροχές να σημειώνονται από τον Μάρτιο ως τον Οκτώβριο και την εμφάνιση, κατά συνέπεια, περισσότερων πρόσφορων εδαφών για τον πολλαπλασιασμό των κουνουπιών.
Οι εκτεταμένες πλημμύρες λόγω των σφοδρών βροχοπτώσεων και των πάγων που λιώνουν – εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής— είναι ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας που ευθύνεται για την εξάπλωση της ασθένειας, σύμφωνα με τον Μοχάμεντ Μουστούκ Χουσάιν, σύμβουλο του Institute of Epidemiology, Disease Control and Research.
Η κυβέρνηση του Μπανγκλαντές επίσης επικαλέστηκε την κλιματική αλλαγή ως αιτία για την επιδεινούμενη επιδημία δάγκειου πυρετού στη χώρα. Ο Σάμπερ Χοσάιν Τσοουντούρι, ειδικός απεσταλμένος της πρωθυπουργού του Μπανγκλαντές για την κλιματική αλλαγή, δήλωσε τον Αύγουστο στην πλατφόρμα X ότι ο αριθμός ρεκόρ των κρουσμάτων δάγκειου πυρετού στη χώρα είναι «ξεκάθαρο τεκμήριο του συνδέσμου μεταξύ της κλιματικής αλλαγής και της υγείας».
Προσπάθειες ελέγχου
Καθώς δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεραπεία για τον δάγκειο πυρετό, οι υγειονομικοί εξηγούν ότι η ασθένεια πρέπει να ελεγχθεί μέσω της ανάσχεσης του πολλαπλασιασμού των κουνουπιών, της ενημέρωσης των πολιτών και της διαχείρισης των συμπτωμάτων των ασθενών.
Στη Ντάκα αξιωματούχοι ψεκάζουν με εντομοκτόνα για να σκοτώσουν τα κουνούπια, ενώ ο Ατικούλ Ισλάμ, αξιωματούχος της πόλης, τονίζει ότι οι αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν συνεχώς τους κατοίκους για τους κινδύνους και να παρακολουθούν την κατάσταση σε όλη τη διάρκεια του έτους.
Οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και οργανώσεις αρωγής επίσης συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της ασθένειας. Ο Σανζίβ Κάφλεϊ, επικεφαλής του Ερυθρού Σταυρού για το Μπανγκλαντές, δήλωσε ότι η οργάνωση βοηθά στην ενημέρωση των πολιτών, στην εξεύρεση τεστ και στην αύξηση των αποθεμάτων αιμοπεταλίων τα οποία χρειάζονται για τις μεταγγίσεις που είναι απαραίτητες για κάποιους ασθενείς.
Ωστόσο το κόστος της θεραπείας του δάγκειου πυρετού είναι δυσβάσταχτο για τις περισσότερες οικογένειες. Ερευνητές του πανεπιστημίου της Ντάκα προειδοποίησαν ότι το συνολικό κόστος για τη θεραπεία της ασθενών ενδέχεται να ξεπεράσει τα 10 δισ. τάκα (περίπου 84 εκατ. ευρώ) φέτος, αύξηση σε σχέση με τα 4,5 δισεκ. τάκα το 2019.
(Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ)