Δρ Κωνσταντίνος Μανωλόπουλος: Η ασθενοκεντρική προσέγγιση προάγει διαφορετική σχέση ιατρού-ασθενούς
Τα τελευταία χρόνια, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επικοινωνίας έχουν προσφέρει μεγάλη δύναμη στους καταναλωτές παντός είδους υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου και του πολύτιμου κλάδου της Υγείας. Οι ασθενείς και όσοι αναζητούν λύσεις στα θέματα υγείας τους έχουν σήμερα πρόσβαση μέσω του διαδικτύου σε ένα πλήθος πληροφοριών, καθιστώντας το ρόλο τους πιο ενεργό από ποτέ. Αυτό έχει γίνει αντιληπτό από τους υγειονομικούς φορείς και τους επαγγελματίες υγείας, οι οποίοι αξιοποιούν αυτήν την ανερχόμενη τάση στο πλαίσιο της λεγόμενης «ασθενοκεντρικής προσέγγισης», η οποία τοποθετεί τον ασθενή στο κέντρο της λήψης αποφάσεων, όπου αναγνωρίζεται η μοναδικότητά του και οι ανάγκες του είναι πάντα η προτεραιότητα.
Συναντήσαμε τον Δρ. Κωνσταντίνο Μανωλόπουλο, Ενδοκρινολόγο-Διαβητολόγο με πολυετή εργασιακή εμπειρία και σπουδές στο εξωτερικό και μιλήσαμε αναλυτικά για την ασθενοκεντρική προσέγγιση στην υγεία, στην οποία και ο ίδιος δίνει μεγάλη αξία στην καθημερινή του επαφή με τους ασθενείς, καθώς και για το αν παρατηρούνται διαφορές σε αυτήν μεταξύ Ελλάδας και εξωτερικού.
Ο Δρ. Κωνσταντίνος Μανωλόπουλος σπούδασε Ιατρική στα Πανεπιστήμια Bochum και Düsseldorf Γερμανίας, εξειδικεύτηκε στην Ενδοκρινολογία, Διαβητολογία και Γενική Εσωτερική Παθολογία, διετέλεσε Επιστημονικός Συνεργάτης στο Κέντρο Διαβήτη, Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού (Oxford Centre for Diabetes, Endocrinology and Metabolism) του Πανεπιστημίου Οξφόρδης και έγινε Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Οξφόρδης (D.Phil.).Το 2020 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ελλάδα όπου διατηρεί Ενδοκρινολογικά Ιατρεία στο κέντρο της Αθήνας και στην Καλαμάτα ενώ είναι Διευθυντής του Τομέα Μη-Επεμβατικής Θεραπείας Θυρεοειδούς και Μεταβολισμού στο νοσοκομείο Therapis.
Κύριε Μανωλόπουλε, μιλήστε μας αρχικά για το πώς ανακαλύψατε την αγάπη σας για την Ιατρική. Ποιες ήταν οι επιρροές σας και ποιο ήταν το βασικό σας κίνητρο που σας ώθησε στο να επιλέξετε αυτήν την επιστήμη;
Η επιθυμία μου να σπουδάσω Ιατρική εμφανίστηκε σχετικά αργά, συγκεκριμένα μετά το γυμνάσιο, καθώς μέχρι τότε με ενδιέφερε η αρχαιολογία. Δεν προέρχομαι από ιατρική οικογένεια, οπότε βασικό κίνητρο ήταν το μάθημα της Βιολογίας, όπου μου έκαναν τρομερή εντύπωση οι διάφοροι μηχανισμοί που σχετίζονται με τις λειτουργίες του σώματός μας. Έτσι, ξεκίνησα τις σπουδές με βασικό κίνητρο να μάθω περισσότερα για το ανθρώπινο σώμα, παρά από αλτρουισμό να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου. Αυτό δημιουργήθηκε αργότερα, φυσικά, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, όπου ήρθα για πρώτη φορά συστηματικά σε επαφή με ασθενείς και έζησα την ιδιαίτερη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ ασθενούς και ιατρού. Εν τέλει, η Ιατρική σαν επιστήμη συνδυάζει τα πράγματα που μου αρέσουν περισσότερο – την επιστήμη, τις ανθρώπινες σχέσεις, την συνεργασία, την ενσυναίσθηση και την προσφορά στον συνάνθρωπο. Η Ενδοκρινολογία ειδικότερα έχει ένα μεγάλο εύρος παθήσεων που αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες, από νέους ανθρώπους μέχρι ανθρώπους σε μεγάλη ηλικία. Έτσι, κάθε μέρα στο ιατρείο είναι διαφορετική και με πολλές εναλλαγές, πράγμα που κρατά την καθημερινότητα ενδιαφέρουσα. Μάλιστα, πρόκειται για μια ειδικότητα που ακόμα και μετά από πολλά χρόνια εμπειρίας υπάρχουν περιστατικά που σε φέρνουν στα όρια των γνώσεών σου. Έτσι προάγει την συνεχή επαγγελματική κατάρτιση και ενημέρωση αλλά και την συνεργασία, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται να καλέσω άλλους έμπειρους συναδέλφους για να ζητήσω τη γνώμη τους.
Διαβάζοντας κανείς το βιογραφικό σας, δεν μπορεί να μην σταθεί στην πλούσια διαδρομή σας, που περιλαμβάνει πολυετή επαγγελματική εμπειρία στην διαχείριση ασθενών. Ποιοι είναι οι σταθμοί που ξεχωρίζετε στη μέχρι τώρα πορεία σας;
Ξεχωρίζω τρία σημεία: τις σπουδές στην Γερμανία, την επιστημονική δραστηριότητα και το διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, καθώς και τα χρόνια της εργασιακής εμπειρίας στην Πανεπιστημιακή Κλινική στην Αγγλία γενικότερα. Οι σπουδές στην Γερμανία ήταν η πρώτη μου επαφή με την επιστήμη της Ιατρικής και αποτέλεσε την βάση για όλα όσα ακολούθησαν. Οι βασικές εμπειρίες εκείνη την περίοδο ήταν λίγο-πολύ ίδιες με αυτές όλων των φοιτητών – ένας συνδυασμός διαβάσματος και άγχους σε σχέση με την πορεία των σπουδών και περιόδων χαλαρής φοιτητικής ζωής. Κομβικό σημείο ήταν η μετάβαση στην Οξφόρδη και η εργασία στο Πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα στο Κέντρο Διαβήτη, Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού (Oxford Centre for Diabetes, Endocrinology and Diabetes). Εκεί ήρθα σε επαφή με επιστήμονες που πραγματικά έχουν αλλάξει την πορεία της ιατρικής μέσα από τις κλινικές και επιστημονικές μελέτες που έχουν εκπονήσει. Στην Οξφόρδη προάγεται η άριστη επιστημονική προσέγγιση στον κάθε ένα τομέα του πανεπιστημίου, με κεντρικό μέλημα την επέκταση των γνώσεων που έχουμε για το κάθε ένα αντικείμενο. Μπορεί να ακούγεται λίγο κοινότυπο, αλλά όταν βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον απόλυτης αριστείας, αυτό σε ωθεί αυτόματα να προσπαθείς και εσύ να γίνεις όσο καλύτερος γίνεται σε αυτό που κάνεις. Από τα χρόνια στην Οξφόρδη αποκόμισα, μεταξύ άλλων, την σημασία της επιστημονικότητας στην ιατρική προσέγγιση των ασθενών, δηλαδή το ότι η θεραπεία που επιλέγουμε για έναν άρρωστο πρέπει να βασίζεται στα τελευταία επιστημονικά δεδομένα και μόνο σε αυτά. Ακολούθησαν πολλά χρόνια εργασίας σε Πανεπιστημιακές Κλινικές στην Αγγλία όπου, πέρα από την μεγάλη εμπειρία μέσω της έκθεσης σε έναν μεγάλο αριθμό ασθενών, έμαθα την σημασία της συνεργασίας και της ομαδικότητας στην ιατρική προσέγγιση. Αυτό υποστηρίζεται βέβαια από την τυπική αγγλοσαξονική οργάνωση των θεραπευτικών ομάδων, όπου κυριαρχούν επίπεδες ιεραρχίες και όπου η γνώμη της νοσηλεύτριας μετράει και λαμβάνεται υπόψη όσο και του καθηγητή. Ειδικά για το πεδίο της θεραπείας της παχυσαρκίας, που είναι ένας από τους τομείς που ειδικεύομαι, έμαθα την αξία της διεπιστημονικής ομάδας, δηλαδή της συνεργασίας μεταξύ διάφορων επαγγελματιών υγείας όπως διατροφολόγων, ψυχολόγων και ιατρών, με μόνο στόχο την βέλτιστη αντιμετώπιση του εκάστοτε περισταστικού.
Είστε κι σας σας από σας χιλιάδες ιατρούς, οι οποίοι επέλεξαν να λάβουν την εκπαίδευσή σας στο εξωτερικό και να αποκτήσουν αντίστοιχα σημαντική εμπειρία εκεί. Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν σε αυτήν την απόφαση;
Στην Γερμανία βρέθηκα λόγω οικογενειακών αποφάσεων σε μικρή δική μου ηλικία, συγκεκριμένα τελείωσα το σχολείο – λύκειο εκεί, οπότε και ήταν φυσικό να συνεχίσω τις σπουδές μου στην Γερμανία. Δεν ήταν λοιπόν μια ενεργή απόφαση του να φύγω για τις σπουδές μου από την Ελλάδα. Ακολούθησα μια διαδρομή που γνωρίζουν πολλοί συνάδελφοι και που κατά βάση υπαγορεύεται από την σταδιοδρομία της ιατρικής επιστήμης – σπουδές, χρόνια ειδικότητας, διδακτορικό και μετεκπαίδευση. Έχοντας ξεκινήσει τις σπουδές μου στην Γερμανία, αυτά τα βήματα έγιναν για μένα όλα στο εξωτερικό.
Σε ποιο βαθμό έχει επηρεάσει η παραμονή σας στο εξωτερικό τη δική σας προσέγγιση απέναντι σας ασθενείς σας; Παρατηρείτε διαφορές μεταξύ Ελλάδας και εξωτερικού;
Η προσέγγισή μου έχει διαμορφωθεί με βάση τα πρότυπα της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Είναι ασθενοκεντρική και ακολουθεί τα τελευταία επιστημονικά πρωτόκολλα και κατευθυντήριες οδηγίες. Δεν πιστεύω ότι διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από την προσέγγιση που έχουν συνάδελφοι της γενιάς μου με επιστημονική και εργασιακή εμπειρία στην Ελλάδα. Αυτό που σίγουρα διαφέρει μεταξύ Ελλάδας και εξωτερικού είναι το επίπεδο οργάνωσης και στελέχωσης στο σύστημα υγείας. Παρότι και στο εξωτερικό, όπως π.χ. στην Αγγλία, το σύστημα υγείας έχει πολλά προβλήματα και θέματα που χρειάζονται άμεσες λύσεις, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι σε πολλά σημεία είναι καλύτερα οργανωμένο, με υπηρεσίες υψηλής ιατρικής προσβάσιμες για μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ανεξάρτητα από εισοδηματικά κριτήρια, και το ότι το προσωπικό αμείβεται πολύ καλύτερα. Και παρότι και στην Αγγλία υπάρχει σοβαρό θέμα υποστελέχωσης στα νοσοκομεία, δεν συγκρίνεται με το πρόβλημα που υπάρχει στην χώρα μας – ένας συνδυασμός έλλειψης προσωπικού, όχι μόνο ιατρικού, και χαμηλών αποδοχών. Από την άλλη, στην χώρα μας υπάρχει ένας δυναμικός ιδιωτικός τομέας υγείας, όπου παρέχονται σε πολλούς τομείς εξαιρετικές και καινοτόμες θεραπείες από καλά οργανωμένες ομάδες, αλλά δυστυχώς συχνά δεν είναι προσβάσιμες για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας λόγω του κόστους.
Για τους νέους συναδέλφους σας, οι οποίοι βιώνουν τη σκληρή πραγματικότητα στη χώρα μας και επιλέγουν χώρες του εξωτερικού για τα πρώτα τους βήματα, τι θα συμβουλεύατε;
Η ιατρική είναι μια απαιτητική δουλειά, σε όποια χώρα και να εργάζεται κανείς. Οι ώρες είναι πολλές, οι ευθύνες είναι μεγάλες, και οι εφημερίες το ίδιο δύσκολες. Σημαντικός παράγοντας για μια επιτυχή μετάβαση στο εξωτερικό είναι η καλή γνώση της γλώσσας της χώρας που θα επιλέξει κανείς, καθώς σε κάθε άλλη περίπτωση θα υπάρχει ένα μεγάλο εμπόδιο στην κοινωνικοποίηση και κοινωνική ένταξη τόσο στο επαγγελματικό όσο και στο ιδιωτικό περιβάλλον. Τα θετικά της επιλογής του εξωτερικού είναι ότι θα έρθει κανείς σε επαφή με ένα καλά οργανωμένο εργασιακό περιβάλλον, όπου θα υπάρχουν λειτουργικά συστήματα και πρωτόκολλα εργασίας. Ανάλογα με το μέγεθος του νοσοκομείου θα υπάρχουν καλύτερες δυνατότητες να μαζέψει κανείς εργασιακή εμπειρία σε δύσκολα ή σπάνια περιστατικά, ενώ οι συνάδελφοι που επιλέγουν χειρουργικές ειδικότητες θα έχουνε την δυνατότητα να χειρουργήσουν πιο γρήγορα και σε περισσότερα περιστατικά από ότι ίσως στην Ελλάδα. Εάν κανείς επιλέξει την εργασία σε πανεπιστημιακές κλινικές θα έχει πολλές φορές και την ευκαιρία να εργαστεί σε κλινικές μελέτες και να εφαρμόσει θεραπευτικά πρωτόκολλα καινοτόμων θεραπειών στον τομέα που έχει επιλέξει. Η καθαρά προσωπική μου άποψη είναι ότι η επιλογή του εξωτερικού είναι πολύ θετική, αλλά και ότι είναι εξίσου σημαντικό να επιστρέφουν και κάποιοι πίσω για να υπάρχει μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας στην χώρα μας.
Τέλος, η συμμετοχή των ασθενών στη λήψη αποφάσεων σε ό,τι αφορά τη φροντίδα της υγείας τους είναι πολύ σημαντική και θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ενσυναίσθηση και εμπιστοσύνη. Πώς εμπλέκετε τους ασθενείς σας σε αυτήν τη διαδικασία;
Η ασθενοκεντρική προσέγγιση στην ιατρική προάγει μια διαφορετική σχέση μεταξύ ιατρού και ασθενούς. Αντί ο ιατρός απλά να αποφασίζει για την θεραπεία, ενημερώνει τον ασθενή για την κατάσταση της υγείας του και για τις θεραπευτικές επιλογές που υπάρχουν, καθώς και για τα πιθανά σενάρια που μπορεί να προκύψουν ανάλογα με την απόφαση που θα λάβει ο ασθενής. Έτσι, μέσα από την συζήτηση, ο ιατρός βοηθάει τον ασθενή να λάβει μια απόφαση που θα είναι υπέρ της υγείας του. Ο ιατρός θα χρειαστεί να εξηγήσει με όσο πιο απλά λόγια γίνεται, και χωρίς ιατρικούς όρους, τις θεραπευτικές επιλογές στον ασθενή μέχρι εκείνος να καταλάβει, και αυτό πολλές φορές χρειάζεται χρόνο. Είναι σημαντικό να υπάρχει εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο πλευρές για να μπορέσει να λειτουργήσει αυτή η προσέγγιση, καθώς και ο ασθενής πρέπει να αισθάνεται ότι δεν υπάρχει κάποια κρυφή ατζέντα πίσω από τις συμβουλές του ιατρού. Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ασθενοκεντρική προσέγγιση σχετίζεται με μεγαλύτερη συμμόρφωση των ασθενών στην θεραπεία, καθώς αναλαμβάνουν μέσω της συν-απόφασης μεγαλύτερη ευθύνη για την υγεία τους. Μακροπρόθεσμα δημιουργείται έτσι μια σχέση συνεργασίας μεταξύ ιατρού και ασθενών που οδηγεί σε μια καλύτερη ζωή και υγεία.
Δρ. Κωνσταντίνος Μανωλόπουλος MDDPhil (Oxford) FRCP, Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος & Διευθυντής Τομέα Μη-Επεμβατικής Θεραπείας Θυρεοειδούς Αδένα, Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού Therapis Hospital.
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε τις ιστοσελίδες www.endokrinologia.gr | www.metabolio.gr ή επικοινωνήστε με τον κ. Κωνσταντίνο Μανωλόπουλο στο τηλέφωνο 2160026799 & 2721600960