Υγεία ανάλογα με το εισόδημα - «Πρωτιά» στις ιδιωτικές δαπάνες και ένταση των ανισοτήτων

Τάση αύξησης παρουσιάζουν οι καταστροφικές δαπάνες υγείας των νοικοκυριών 
Η καλή υγεία αυξάνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα
INTIME NEWS
8'

Η πρόσβαση στο σύστημα υγείας συνδέεται με το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Όπως και η στάση μας απέναντι στην πρόληψη, διαφοροποιείται ανάλογα με το ύψος των εισοδημάτων μας και το μορφωτικό μας επίπεδο. Αυτές οι πλευρές κοινωνικής ανισότητας στην υγεία αναδεικνύονται μεταξύ άλλων, στη μελέτη που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), με την υποστήριξη της βιοφαρμακευτικής εταιρείας MSD Ελλάδος.

Η μελέτη επιχειρεί να αποτυπώσει για πρώτη φορά συνολικά το φάσμα των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία στην Ελλάδα. Οι χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις στην Ελλάδα καταγράφουν χειρότερη υγεία, μεγαλύτερη θνησιμότητα και νοσηρότητα, κυρίως στα χρόνια νοσήματα, και πιο ανθυγιεινές συμπεριφορές, ενώ αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, στις προληπτικές εξετάσεις και στο φάρμακο.

Η εικόνα των ανισοτήτων συμπληρώνεται από το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι στην πρώτη τριάδα των χωρών της ΕΕ με τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας των πολιτών -είχε το αρνητικό ρεκόρ το 2019 και το 2021 βρέθηκε στη δεύτερη θέση. Επίσης, αυξανόμενες βαίνουν οι καταστροφικές δαπάνες υγείας για τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα των φτωχότερων στρωμάτων. Ως καταστροφικές νοούνται οι άμεσες δαπάνες των νοικοκυριών για την υγεία που υπερβαίνουν το 40% των συνολικών τους δαπανών, αφού έχουν αφαιρεθεί οι δαπάνες για ανάγκες διαβίωσης.

Οι κοινωνικές ανισότητες στην υγεία μπορεί να είναι διαχρονικές και συστηματικές, όμως μπορούν να προληφθούν ή έστω να αμβλυνθούν με στοχευμένες παρεμβάσεις πολιτικής υγείας. Τα παραπάνω ανέδειξαν ο Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ και Διευθυντής του Ινστιτούτου, Γιάννης Τούντας, η Ελπίδα Πάβη, Κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και ο Κυριάκος Σουλιώτης, Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, κατά την παρουσίαση της μελέτης, την Τετάρτη (18/09/2024).

Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο χάσμα στις ανικανοποίητες ανάγκες υγείας

«Η μείωση των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία (ΚΑΥ) είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας», δήλωσε ο Γιάννης Τούντας. «Η Ελλάδα αντιμετώπισε αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγείας κατά την οικονομική κρίση του 2010-2018. Τα δημοσιονομικά προγράμματα μείωσαν μισθούς και συντάξεις, αύξησαν την ανεργία και τους φόρους, επηρεάζοντας το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών. Οι περικοπές στην υγεία, η μείωση των δικαιούχων επιδομάτων, οι αυξήσεις στη συμμετοχή των χρηστών στο κόστος και οι θεσμικές παρεμβάσεις της περιόδου είχαν σημαντικές συνέπειες, που μόλις αρχίζουν να αξιολογούνται» συμπλήρωσε.

Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για την περίοδο 2013-2017 διέφερε σημαντικά ανάμεσα σε άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση και άτομα με χαμηλότερη εκπαίδευση. Η διαφορά κυμάνθηκε από 1,1 χρόνια το 2014 έως 2,3 χρόνια το 2017, με μέγιστη διαφορά 4,2 ετών το 2013 λόγω της οικονομικής κρίσης που επηρέασε κυρίως τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.

Το 2021, μεγαλύτερα ποσοστά ατόμων από ανώτερες κοινωνικές τάξεις αξιολόγησαν την υγεία τους ως «εξαιρετική» ή «πολύ καλή» σε σύγκριση με τις κατώτερες τάξεις. Η καλή υγεία αυξάνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα, με το 94% των ατόμων που κερδίζουν πάνω από 3.001 ευρώ μηνιαίως να δηλώνουν «καλή» ή «πολύ καλή» υγεία. Οι διαφορές στην ύπαρξη χρόνιων ασθενειών ήταν μεγαλύτερες μεταξύ ατόμων με χαμηλότερη εκπαίδευση το 2013-2022, με τα ποσοστά να είναι τριπλάσια σε σχέση με όσους έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα ποσοστά αυξήθηκαν το 2020-2021 λόγω της πανδημίας. Το 2021, οι ανώτερες τάξεις εμφάνιζαν χαμηλότερα ποσοστά χρόνιων νοσημάτων, εκτός από άσθμα, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικά επεισόδια τα ποσοστά των οποίων δεν παρουσίαζαν διαφορές. Η μεγαλύτερη διαφορά καταγράφηκε στην κατάθλιψη, με 2% στις ανώτερες τάξεις και 12% στις κατώτερες.

Σημαντικές ανισότητες εμφανίζονται και σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες υγείας και δη στις προληπτικές εξετάσεις, σύμφωνα με τον Κυριάκο Σουλιώτη. Άτομα από ανώτερες κοινωνικές τάξεις πραγματοποιούν σε μεγαλύτερο ποσοστό εξετάσεις, με τις διαφορές πιο έντονες στην πρόληψη καρκίνου. Στα χαμηλά εισοδήματα, το 91,9% δεν έχει κάνει κολονοσκόπηση, ενώ στα υψηλά το ποσοστό είναι 77,5%. Οι γυναίκες με υψηλότερα εισοδήματα αναφέρουν εξέταση μαστού σε ποσοστό 86%, ενώ στις χαμηλότερες τάξεις 46%. Επίσης, το 85% των γυναικών με υψηλότερη εκπαίδευση έχουν κάνει εξέταση τραχηλικού επιχρίσματος (τεστ Παπανικολάου), έναντι 39% στις λιγότερο μορφωμένες.

Αναφορικά με τις δαπάνες υγείας, η Ελπίδα Πάβη σημείωσε ότι η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο χάσμα στις ανικανοποίητες ανάγκες υγείας μεταξύ υψηλού και χαμηλού εισοδήματος στον ΟΟΣΑ. Το 18,1% των χαμηλόμισθων ανέφερε μη καλυπτόμενες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, έναντι 0,9% των υψηλόμισθων. Οι ιδιωτικές πληρωμές υγείας στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ (35,2%), αυξάνοντας τον κίνδυνο καταστροφικών δαπανών, ειδικά για τους φτωχότερους. Το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζει καταστροφικές δαπάνες υγείας αυξήθηκε από 7% σε 8,9% μεταξύ 2010-2019.

Προτάσεις παρέμβασης

Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία, η μελέτη προτείνει τη συγκρότηση κυβερνητικής/διυπουργικής επιτροπής, η οποία θα απαρτίζεται από Υπουργούς που εμπλέκονται στους παρακάτω τομείς πολιτικής: εθνικής οικονομίας και οικονομικών, αγροτικής ανάπτυξης και τροφίμων, εργασίας, κοινωνικών υποθέσεων, κοινωνικής συνοχής και οικογένειας, παιδείας, υγείας. Το έργο της μπορεί να συνεπικουρείται από ειδικούς επιστήμονες.

Συντονιστής της μελέτης ήταν ο Ομότιμος Καθηγητής, Γιάννης Τούντας

Προτείνεται επίσης η δημιουργία «Παρατηρητηρίου» Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία, στο πλαίσιο της λειτουργίας του Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ). Θα στελεχώνεται από ειδικούς επιστήμονες και θα έχει ως βασικές αρμοδιότητες με βάση τις οδηγίες του ΠΟΥ: α) τον καθορισμό της θεματολογίας, την επιλογή των δεικτών και των διαστάσεων των ΚΑΥ, β) τον εντοπισμό των πηγών και τη συλλογή των δεδομένων, γ) την ανάλυση των δεδομένων, δ) την έκθεση/παρουσίαση των αποτελεσμάτων.

Ως τρίτο άξονα παρέμβασης, η μελέτη προτείνει τη λήψη συγκεκριμένων άμεσων μέτρων στο ΕΣΥ, στο φάρμακο, στη χρηματοδότηση, στην αποζημίωση, και στον τομέα της Δημόσιας Υγείας για την αντιμετώπιση των ΚΑΥ, καθώς και επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών.

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης, η Καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας και Κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Ελπίδα Πάβη σημείωσε ότι «οι κοινωνικές ανισότητες στην υγεία αποτελούν μείζον θέμα Δημόσιας Υγείας. Και αυτό γιατί οι ανισότητες καταγράφονται διαχρονικά, είναι συστηματικές, έχουν κατά κανόνα κοινωνική αιτιολογία και μπορούν να χαρακτηριστούν ως άδικες με βάση το τρέχον αξιακό μας σύστημα σε θέματα υγείας, δεδομένου ότι μπορούν να προληφθούν σε σημαντικό βαθμό. Σε μια σύγχρονη πολιτική υγείας, ο στόχος της μείωσης των ανισοτήτων στην υγεία δεν μπορεί πλέον να παραμένει απλώς σε επίπεδο ρητορικής. Απαιτούνται διατομεακές πολιτικές και παρεμβάσεις με ειδικό στόχο τη μείωση των ανισοτήτων, και βεβαίως αξιολόγηση της επίτευξης του στόχου αυτού σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο».

Με τη σειρά του, ο Καθηγητής Πολιτικής Υγείας και Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κυριάκος Σουλιώτης ανέφερε ότι «το εισόδημα, το εκπαιδευτικό επίπεδο, η γεωγραφική περιοχή και άλλοι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες σχετίζονται με βασικούς δείκτες πρόσβασης στις φροντίδες υγείας, όπως π.χ. το κόστος χρόνου και χρήματος, η ελευθερία επιλογής και τελικά η ποιότητα των υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται. Αντίστοιχες ανισότητες διαπιστώνονται και στο σκέλος της χρηματοδότησης, με το φαινόμενο να εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση σε χώρες με υψηλή ιδιωτική δαπάνη, όπως η Ελλάδα. Η διερεύνηση των ανισοτήτων αυτών που παρουσιάζεται στη συγκεκριμένη έκδοση ευελπιστούμε ότι θα κινητοποιήσει μηχανισμούς παρέμβασης και θα οδηγήσει στην ανάληψη διατομεακών πρωτοβουλιών, προσανατολισμένων τόσο στο σύστημα υγείας όσο και στους παράγοντες που ενοχοποιούνται για τις ανισότητες στην πρόσβαση σε αυτό».

(από αριστερά) Αντώνης Καρόκης, Αναστάσιος Σαμουηλίδης, Ελπίδα Πάβη, Ιωάννης Τούντας, Κυριάκος Σουλιώτης



Τέλος, ο Αντώνης Καρόκης, Διευθυντής External Affairs Director της ΜSD Ελλάδος απευθύνοντας σύντομο χαιρετισμό κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ανέφερε χαρακτηριστικά: «Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι η καταπολέμηση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων στην υγεία είναι πρωταρχική αναγκαιότητα στην Ελλάδα και διεθνώς. Στην MSD έχουμε το όραμα να βασιζόμαστε στην επιστήμη για να ανακαλύπτουμε θεραπείες που βελτιώνουν τις ζωές των ανθρώπων και των ζώων. Στην παρούσα μελέτη υποστηρίξαμε την επιστήμη για να αναδειχθούν τα προβλήματα και να προταθούν λύσεις που θα βελτιώνουν την ποιότητα ζωής όλων μας. Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες διαβίωσης και οι συμπεριφορές υγείας επηρεάζουν το επίπεδο υγείας του πληθυσμού περισσότερο από τις υπηρεσίες υγείας. Άρα η μείωση των ανισοτήτων στην υγεία και την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας προάγει την υγεία του πληθυσμού και θεωρούμε κοινωνική μας ευθύνη την υποστήριξη τέτοιων προσπαθειών».

Σχετικές ειδήσεις