Liora Bowers (ΟΟΣΑ) στο Newsbomb.gr: Τα 2 μεγάλα προβλήματα της Ελλάδας στη διαχείριση του καρκίνου
Ο καρκίνος αναμένεται να είναι η πρώτη αιτία θανάτου σε όλες τις χώρες της Ευρώπης μέχρι το 2035. Αυξάνει ο επιπολασμός της νόσου, παράλληλα όμως αυξάνει και η επιβίωση των ασθενών. Μπορούν τα συστήματα υγείας να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του καρκίνου ως μια εξελισσόμενης κρίσης δημόσιας υγείας;
To Newsbomb.gr παρακολούθησε το European Cancer Forum, το οποίο διοργανώνεται κάθε χρόνο στις Βρυξέλλες, για να επισημανθεί η πρόοδος αλλά και οι ελλείψεις στην υλοποίηση του Ευρωπαϊκού Σχεδίου για την καταπολέμηση του καρκίνου, που υιοθέτησε η Κομισιόν το 2020. Το σχέδιο, που έβαλε τη νόσο στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής πολιτικής ατζέντας, περιλαμβάνει 10 κύριες και 50 συμπληρωματικές δράσεις με στόχο τη βελτίωση της πρόληψης του καρκίνου μέσα από τον προσυμπτωματικό έλεγχο και την έγκαιρη διάγνωση, τη βελτίωση της πρόσβαση στη θεραπεία και άμβλυνσης των ανισοτήτων και της συνολικής επιβίωσης των πασχόντων.
Η χώρα μας, παρόλο που έχει κάνει βήματα και έχει βελτιώσει κάποιους δείκτες, παραμένει η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν έχει καταρτήσει εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης της νόσου. Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο, το υπουργείο Υγείας υπέγραψε προγραμματική συμφωνία με το ΕΚΠΑ για τη διαμόρφωση ενός στρατηγικού πλαισίου δράσης μέχρι το 2028.
Η ανάγκη για την κατάρτιση συγκεκριμένου σχεδίου προβάλλει ακόμη πιο επιτακτική, καθώς η διαφαινόμενη τάση την επόμενη δεκαετία, είναι να γίνει ο καρκίνος η πρώτη αιτία θανάτου σε όλες τις χώρες της ΕΕ, αφήνοντας πίσω τα καρδιαγγειακά. Αυτό επισημαίνει στο Newsbomb.gr η Liora Bowers, Αναλύτρια Πολιτικής Υγείας του ΟΟΣΑ. Ήδη σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ισπανία, τα καρδιαγγειακά αποτελούν πια τη δεύτερη αιτία θανάτου.
«Η πρόοδος στην αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών είναι ταχύτερη από αυτήν του καρκίνου. Σε μερικά χρόνια, γύρω στο 2035 στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης ο καρκίνος θα είναι η πρώτη αιτία θανάτου. Αυτή είναι η τάση. Στα καρδιαγγειακά, έχουμε δει πολλές παρεμβάσεις μείωσης των παραγόντων κινδύνου τα τελευταία χρόνια, όπως του ελέγχου της αρτηριακής πίεσης και της χοληστερίνης. Και στον καρκίνο έχουμε δει βελτίωση στη θνητότητα. Τα τελευταία 10 χρόνια έχουμε μείωση κατά 12% στους θανάτους» εξηγεί.
Θα μπορούσε να αποτελέσει ο καρκίνος αιτία για μια κρίση δημόσιας υγείας; «Πιστεύω ότι δεν θα ήταν μια άμεση κρίση όπως σε μια λοιμώδη νόσο, όμως η πορεία είναι αυτή. Βλέπουμε ότι ο επιπολασμός του καρκίνου έχει αυξηθεί κατά 24% στην ΕΕ μεταξύ 2010-2020, τα περιστατικά αυξάνονται, περισσότεροι άνθρωποι πάσχουν από καρκίνο, ο πληθυσμός γηράσκει και είναι πιο πιθανό οι άνθρωποι να νοσήσουν από καρκίνο καθώς μεγαλώνουν. Βλέπουμε επίσης κάποιες ανησυχητικές τάσεις, με αύξηση περιστατικών σε νεότερους ανθρώπους, συγκεκριμένα στον καρκίνο του παχέος εντέρου και τον καρκίνο του μαστού».
«Αυτό αυξάνει τον επιπολασμό» της νόσου, συνεχίζει. Παράλληλα «οι άνθρωποι ζουν πλέον με καρκίνο περισσότερα χρόνια, έχουν βελτιωθεί οι δείκτες της επιβίωσης και είναι θετική εξέλιξη. Αυτό όμως σημαίνει ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα αυξανόμενο μερίδιο του πληθυσμού που ζει με καρκίνο ή με ιστορικό καρκίνου».
Tον Φεβρουάριο του 2025, θα δημοσιευθεί η ειδική έκθεση του ΟΟΣΑ για τον καρκίνο. Σύμφωνα με την κυρία Bowers, «για την Ελλάδα ξεχωρίζουν δύο πεδία: ένα είναι η μεγάλη συγκέντρωση των υπηρεσιών υγείας στα αστικά κέντρα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Εκεί βρίσκονται οι ογκολόγοι, ο ιατροτεχνολογικός εξοπλισμός. Η πρόσβαση για τους κατοίκους αγροτικών περιοχών αποτελεί μία πρόκληση. Πρόβλημα είναι επίσης η έλλειψη εθνικού σχεδίου για τον καρκίνο, μάλλον η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν έχει ή από τις ελάχιστες. Αν εξετάσουμε όλα τα πεδία, από την πρόληψη έως την επιβίωση των ασθενών, η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο να καλύψει και να μάθει από τις άλλες χώρες».
Ρωτάμε την αναλύτρια του ΟΟΣΑ πού βρίσκεται η ισορροπία, ανάμεσα στα εξειδικευμένα κέντρα των μεγάλων πόλεων και τη φροντίδα στην περιφέρεια: «Δεν θέλεις η φροντίδα να είναι κατατμημένη, γιατί όντως υπάρχει όφελος όταν έχουμε εξειδικευμένα κέντρα καρκίνου, που έχουν υψηλή ποιότητα υπηρεσιών και καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα.
»Αρκετές χώρες κινούνται προς την ελάχιστη κάλυψη, που σημαίνει ότι κάποια νοσοκομεία βλέπουν συγκεκριμένο αριθμό ασθενών το χρόνο, ώστε να βελτιώσουν την ποιότητα των υπηρεσιών. Όμως πιστεύω ότι πρέπει να δουλέψουμε σε άλλη κατεύθυνση για να βελτιώσουμε την πρόσβαση, μέσω τηλεδιασκέψεων ογκολογικών συμβουλίων, με χρήση τηλεϊατρικής αλλά και την ανάπτυξη δικτύου μεταξύ των ογκολογικών κλινικών. Δηλαδή όταν ένας ασθενής έχει διαγνωστεί και υποβάλλεται στην πρώτη θεραπεία σε ένα εξειδικευμένο κέντρο, να μπορεί να συνεχίσει τη θεραπεία του σε κέντρα που δεν είναι τόσο εξειδικευμένα, αλλά κοντά στην κατοικία του».