Παχυσαρκία: Αλλάζει ο τρόπος διάγνωσης - Ο δείκτης μάζας σώματος δεν αποτελεί αξιόπιστο μέτρο
Η παχυσαρκία ορίζεται ως χρόνια νόσος
Αντικειμενικά κριτήρια για τη διάγνωση της παχυσαρκίας ως χρόνιας νόσου θέτει μια διεθνής επιτροπή επιστημόνων του κορυφαίου ιατρικού περιοδικού «The Lancet». Στην κοινή τους δήλωση που αναμενόταν από την επιστημονική κοινότητα, αναθεωρείται επίσης ο τρόπος διάγνωσης της παχυσαρκίας και τονίζεται ότι μόνο η μέτρηση του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) δεν αποτελεί αξιόπιστο μέτρο. Τα πορίσματα της Επιτροπής δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «The Lancet Diabetes & Endocrinology».
Το πρόβλημα στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν οι επιστήμονες ήταν ότι μέχρι σήμερα, η παχυσαρκία θεωρείται προάγγελος άλλων ασθενειών και όχι ασθένεια από μόνη της. Η ιδέα της παχυσαρκίας ως νόσου παραμένει επομένως αμφιλεγόμενη. Επιπλέον, οι τρέχουσες μετρήσεις της παχυσαρκίας που βασίζονται στον ΔΜΣ παρέχουν ανεπαρκείς πληροφορίες για την υγεία του ατόμου και ενδέχεται να υποτιμήσουν ή να υπερεκτιμήσουν το πρόβλημα.
Η Επιτροπή για την Κλινική Παχυσαρκία του περιοδικού «The Lancet» προσπάθησε να ορίσει την κλινική παχυσαρκία ως μια κατάσταση παρόμοια με την έννοια της χρόνιας νόσου σε άλλες ιατρικές ειδικότητες, ανάγκη η οποία προκύπτει από την ευθεία επίδραση της παχυσαρκίας στη λειτουργία των οργάνων και των ιστών. Στόχος της Επιτροπής ήταν να καθορίσει αντικειμενικά κριτήρια για τη διάγνωση της νόσου, υποβοηθώντας τη λήψη κλινικών αποφάσεων, την ιεράρχηση των θεραπευτικών παρεμβάσεων και των στρατηγικών δημόσιας υγείας.
Ως προς τη μέτρηση του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν αποτελεί αξιόπιστο μέτρο για τη διάγνωση της παχυσαρκίας και μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη εκτίμηση. Προτείνει μια νέα διαφοροποιημένη προσέγγιση, στην οποία οι μετρήσεις του σωματικού λίπους, αλλά και συμπτώματα κακής υγείας σε ατομικό επίπεδο, θα χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά με τον ΔΜΣ για την ανίχνευση της παχυσαρκίας.
Σήμερα η παχυσαρκία ορίζεται από τον ΔΜΣ: θεωρείται ότι ο ΔΜΣ πάνω από 30 kg/m2 είναι δείκτης παχυσαρκίας για άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής. Ωστόσο, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι η τρέχουσα διαγνωστική προσέγγιση είναι επιρρεπής σε εσφαλμένη ταξινόμηση του υπερβολικού σωματικού λίπους και σε λανθασμένη διάγνωση της νόσου. Αν και ο ΔΜΣ είναι χρήσιμος δείκτης, ωστόσο η Επιτροπή τονίζει ότι δεν αποτελεί άμεσο τρόπο μέτρησης του λίπους, δεν αντικατοπτρίζει την κατανομή του σε όλο το σώμα και δεν παρέχει πληροφορίες για την υγεία και τις ασθένειες σε ατομικό επίπεδο. «Μερικοί άνθρωποι τείνουν να αποθηκεύουν υπερβολικό λίπος στη μέση ή μέσα και γύρω από τα όργανά τους, όπως το συκώτι, η καρδιά ή οι μύες, και αυτό σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο για την υγεία σε σχέση με όταν το υπερβολικό λίπος αποθηκεύεται ακριβώς κάτω από το δέρμα στα χέρια, τα πόδια ή άλλες περιοχές του σώματος», εξηγεί ο καθηγητής του Anschutz Medical Campus του Πανεπιστημίου του Κολοράντο και μέλος της Επιτροπής, Ρόμπερτ Έκελ.
Η Επιτροπή συνιστά να γίνεται τουλάχιστον μία μέτρηση του μεγέθους του σώματος (περίμετρος μέσης, αναλογία μέσης προς γοφούς, αναλογία μέσης προς ύψος) μαζί με τον ΔΜΣ, τουλάχιστον δύο μετρήσεις του μεγέθους του σώματος ανεξάρτητα από τον ΔΜΣ, καθώς και απευθείας μέτρηση σωματικού λίπους ανεξάρτητα από τον ΔΜΣ.
Επιπλέον, η επιστημονική ομάδα εισάγει δύο νέες διαγνωστικές κατηγορίες παχυσαρκίας που βασίζονται σε αντικειμενικές μετρήσεις της νόσου σε ατομικό επίπεδο. Πρόκειται για την «κλινική παχυσαρκία», δηλαδή την χρόνια νόσο που σχετίζεται με συνεχιζόμενη δυσλειτουργία οργάνων και οφείλεται μόνο στην παχυσαρκία, αλλά και την «προκλινική παχυσαρκία» που σχετίζεται με ένα μεταβλητό επίπεδο κινδύνου για την υγεία, αλλά χωρίς τρέχουσα ασθένεια.
Υπολογίζεται ότι περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο άτομα στον κόσμο είναι παχύσαρκα και η Επιτροπή με τις συστάσεις της ζητά να υιοθετηθεί ένας καθολικός ορισμός της παχυσαρκίας και μια πιο ακριβής μέθοδος για τη διάγνωσή της.