Κακουργηματικές διώξεις για υπερκοστολογημένους βηματοδότες στα δημόσια νοσοκομεία
Ποινική δίωξη για απάτη σε βαθμό κακουργήματος, με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου, άσκησε η Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς σε βάρος των νόμιμων εκπροσώπων δύο εταιρειών – προμηθευτριών ιατρικού υλικού (βηματοδότες), σε δημόσια νοσοκομεία.
Όπως προέκυψε από την έρευνα των επίκουρων εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς, Αντώνη Ελευθεριάνου και Γιάννη Σέβη, οι δύο αυτές εταιρείες ζημίωσαν με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ το δημόσιο, αφού με διάφορα «τεχνάσματα» φρόντιζαν να φτάνει το ιατρικό υλικό υπερτιμολογημένο στα δημόσια νοσοκομεία.
Ειδικότερα και σύμφωνα με την εισαγγελική έρευνα, κατά τις χρήσεις 2005 έως 2009 και 2006-2007 αντίστοιχα, οι δυο εταιρείες πραγματοποίησαν αγορές εμπορευμάτων από συνδεδεμένες αλλοδαπές εταιρείες με έδρα την Κύπρο. Οι εταιρείες αυτές όμως, σύμφωνα με το εισαγγελικό πόρισμα, δημιουργήθηκαν με αποκλειστικό σκοπό την αύξηση του κόστους αγορών, σε τίμημα αδικαιολόγητα ανώτερο από εκείνο που θα επιτύγχαναν αν αγόραζαν τα ίδια εμπορεύματα, από τρίτα ανεξάρτητα πρόσωπα ή επιχειρήσεις. Οι επίμαχες υπερκοστολογημένες συναλλαγές σχεδόν στο σύνολο τους ήταν τριγωνικές και ενώ η ελληνική εταιρεία θα μπορούσε να αγοράσει κατευθείαν από την κατασκευάστρια επιχείρηση, εν τούτοις επέλεγε για προφανείς λόγους να περνά η συναλλαγή μέσω της κυπριακής, ώστε να φτάνει το ιατρικό υλικό υπερτιμολογημένο στο δημόσιο νοσοκομείο.
Στη συνέχεια, οι νόμιμοι εκπρόσωποι των ελληνικών εταιρειών φέρονται κατά την κατηγορία, να παραπλανούσαν τις διοικήσεις και τους αρμόδιους για τη διενέργεια προμηθειών υπαλλήλους δημοσίων νοσοκομείων, ότι τα ιατρικά είδη που συμφωνούσαν να προμηθευθούν από την ελληνική εταιρεία είχαν αγοραστεί από τη συνδεδεμένη εταιρεία, στις τιμές μάλιστα οι οποίες αναγράφονταν στα σχετικά τιμολόγια και ότι κατά συνέπεια η τιμή πώλησής τους προς αυτά (νοσοκομεία) έπρεπε να ενσωματώνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό κέρδους, υπολογιζόμενο όμως επί της υποτιθέμενης τιμής αγοράς τους από την κυπριακή εταιρεία, η οποία αναγραφόταν επ’ αυτών.
Στην πραγματικότητα, όμως, το γεγονός αυτό ήταν ψευδές, καθ’ όσον η κάθε μια από τις εν λόγω ελληνικές εταιρείες δεν είχε αγοράσει τα πωλούμενα ιατρικά είδη από την συνδεδεμένη εταιρεία, αλλά απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρεία σε τιμές υποπολλαπλάσια χαμηλότερες εκείνων που αναγράφονταν στα προαναφερθέντα τιμολόγια. Αποτέλεσμα της πράξης αυτής ήταν να συναφθούν συμβάσεις πώλησης μεταξύ των ελληνικών εταιρειών και δημοσίων νοσοκομείων, με τίμημα κατά πολύ υψηλότερο από εκείνο που θα επιτυγχανόταν αν ήταν γνωστή η πραγματική τιμή αγοράς των ιατρικών ειδών απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρία, καθόσον η διαπραγμάτευση της τιμής πώλησης προς τα δημόσια νοσοκομεία θα είχε ως βάση αυτήν την τιμή και όχι εκείνη που αναγραφόταν στα εικονικά τιμολόγια.
Με τον τρόπο αυτό προκλήθηκε τεράστια ζημία στην περιουσία των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ίση με τις πληρωμές που παρουσίασε κάθε εταιρεία, δηλαδή:
- Η πρώτη εταιρεία πλήρωσε μεγαλύτερο τίμημα, α) κατά το έτος 2005, συνολικής αξίας περίπου 2,9 εκατ. ευρώ, β) κατά το έτος 2006, συνολικής αξίας περίπου 3,2 εκατ. ευρώ, γ) κατά το έτος 2007, συνολικής αξίας περίπου 4,4 εκατ. ευρώ, δ) κατά το έτος 2008, συνολικής αξίας περίπου 5,9 εκατ. ευρώ και ε) κατά το έτος 2009, συνολικής αξίας περίπου 3,5 εκατ. ευρώ.
- Η δεύτερη εταιρεία για τις χρήσεις 2005 έως 2009, με προμήθειες συνολικής αξίας περίπου 19 εκατ. ευρώ και 34,5 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα πλήρωσε, κατά μεν τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2006 έως 31.12.2006 μεγαλύτερο τίμημα ύψους τουλάχιστον 1,7 εκατ. ευρώ, κατά δε τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2007 έως 31.12.2007 ύψους 3,8 εκατ. ευρώ, για την αγορά εμπορευμάτων από τη συνδεδεμένη κυπριακή εταιρεία.