Στεφανιαία Νόσος: Τροφές πλούσιες σε συγκεκριμένα κορεσμένα λιπαρά αυξάνουν τον κίνδυνο
Στην επιστήμη της διατροφής και της διαιτολογίας η παρερμηνεία των αποτελεσμάτων μιας μελέτης, αποτελεί δυστυχώς συχνό φαινόμενο. «Θύματα» ανάλογων τακτικών έχουν πέσει κατά καιρούς διάφορα λιπαρά οξέα των τροφών, σε σημείο πάγιες αρχές της επιστήμης να αμφισβητούνται, ενώ παράλληλα ο μέσος πολίτης να παραπληροφορείται σε επικίνδυνο βαθμό...
Από τον Κωνσταντίνο Ξένο*
Αποτελεί λοιπόν ή όχι, παράγοντα κινδύνου εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου η υψηλή πρόσληψη τροφών πλούσιων σε συγκεκριμένα κορεσμένα λιπαρά οξέα;
Σύμφωνα με πολύ πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο έγκυρο επιστημονικό έντυπο British Medical Journal (BMJ. 2016 Nov 23;355:i5796), η υπερβολική πρόσληψη συγκεκριμένων κορεσμένων λιπαρών οξέων που συναντάμε κυρίως στο κόκκινο κρέας, στο αγελαδινό βούτυρο, στα πλήρη γαλακτοκομικά και στο λίπος της καρύδας, συνδέεται με την αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου.
Αντικαταστήστε τα κορεσμένα λιπαρά με πολυακόρεστα
Οι τελευταίες διατροφικές οδηγίες συστήνουν ότι η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων πρέπει να διατηρείται κάτω από το 10% των ημερήσιων προσλαμβανομένων θερμίδων για την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων, κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως.
Σε προοπτικές μελέτες μεγάλης κλίμακας αλλά και σε μελέτες παρέμβασης έχει παρατηρηθεί ότι όταν αντικαταστήσουμε τα κορεσμένα λιπαρά με με πολυακόρεστα, μειώνεται αισθητά ο κίνδυνος εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου.
Σε μια πρόσφατη μετά-ανάλυση (Mensink RP. Effects of saturated fatty acids on serum lipids and lipoproteins: a systematic review and regression analysis. World Health Organization, 2016) διαπιστώθηκε ότι το λαυρικό (που συναντάμε σε υψηλά ποσοστά στο λίπος καρύδας), το μυριστικό (απαντάται σε μεγάλη ποσότητα στα πλήρη γαλακτοκομικά) και το παλμιτικό οξύ (που θα τα βρούμε εν αφθονία στο φοινικέλαιο, στο λίπος το κόκκινου κρέατος αλλά και στα πλήρη γαλακτοκομικά), βασικά κορεσμένα λιπαρά, αυξάνουν σημαντικά τα επίπεδα της ολικής και της LDL χοληστερόλης.
Παλαιότερη ανάλυση των δεδομένων της Nurses’ Health Study είχε δείξει ότι η υψηλή πρόσληψη λαυρικού, μυριστικού, παλμιτικού αλλά και στεατικού οξέως (το «αγαπημένο» κορεσμένο λιπαρό οξύ της σοκολάτας) σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου.
Υπάρχουν μέτρα πρόληψης;
Στην πολύ πρόσφατη μελέτη λοιπόν, που δημοσιεύτηκε στη British Medical Journal, ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή Κι Σαν, μελέτησαν τη σχέση μεταξύ της πρόσληψης των παραπάνω λιπαρών οξέων και του κινδύνου εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου. Το τελικό δείγμα των συμμετεχόντων αποτελούνταν από 73.147 γυναίκες και 42.635 άνδρες, ενώ η παρακολούθησή τους διήρκησε από το 1986 έως το 2010.
Σημαντικό σημείο της μελέτης είναι ότι εκτιμήθηκε η μεταβολή του κινδύνου εκδήλωσης της στεφανιαίας νόσου, όταν συγκεκριμένα κορεσμένα λιπαρά οξέα αντικαταστάθηκαν με μακροθρεπτικά συστατικά (συμπεριλαμβανομένων των πολυακόρεστων και μονοακόρεστων λιπαρών οξέων, των υδατανθράκων από προϊόντα ολικής αλέσεως και των φυτικών πρωτεϊνών) που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην πρόληψη της νόσου.
Τα αποτελέσματα, μιας ανάλυσης υψηλής ποιότητας ως προς τη στατιστική επεξεργασία, έδειξαν ότι η υψηλή διαιτητική πρόσληψη των κορεσμένων λιπαρών οξέων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου. Παράλληλα, η αντικατάσταση του 1% της ημερήσιας πρόσληψης αυτών των κορεσμένων λιπαρών με πολυακόρεστα λιπαρά, υδατάνθρακες από προϊόντα ολικής αλέσεως και φυτικές πρωτεΐνες ισοδύναμης συνολικά ενέργειας, μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου κατά 6-8%.
Η παρούσα μελέτη αποτελεί τη μεγαλύτερη έρευνα παρατήρησης μέχρι σήμερα και υποστηρίζει τις τρέχουσες διατροφικές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες εστιάζουν στη μείωση της πρόσληψης των συνολικών κορεσμένων λιπαρών οξέων και στην αντικατάσταση τους με μονοακόρεστα και πολυακόρεστα (ελαιόλαδο, φυτικά έλαια πλούσια σε μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά, ξηροί καρποί, μαλακές μαργαρίνες, κλπ) για την πρόληψη της στεφανιαίας νόσου.
Ας σημειωθεί πως τα τρόφιμα δεν εμπεριέχουν ένα είδος κορεσμένου λιπαρού οξέος αλλά συνδυασμό αυτών σε διάφορα ποσοστά (π.χ. το βούτυρο εμπεριέχει και τα τέσσερα κορεσμένα λιπαρά που αναφέρθηκαν σε διαφορετικά ποσοστά) με αποτέλεσμα να είναι πιο σωστό όταν δίνουμε οδηγίες για περιορισμό και μείωση να αναφερόμαστε σε τρόφιμα και όχι απλά σε κορεσμένα λιπαρά...
*Κωνσταντίνος Ξένος: Κλινικός Διαιτολόγος M.Sc. Ph.D cand, Διευθυντής τμήματος Διατροφογενετικής & Έρευνας Θρέψης «Ευρωκλινική Αθηνών».
Πηγή: onmed.gr