«Αιχμές» από τον όμιλο Αποστολόπουλου για την πώληση του ΥΓΕΙΑ στο fund CVC
Υπενθυμίζεται ότι ο Όμιλος Αποστολόπουλου είχε καταθέσει επίσημη πρόταση για την εξαγορά του συνόλου των μετοχών του «Διαγνωστικού & Θεραπευτικού Κέντρου Αθηνών Υγεία Α.Ε. (ΥΓΕΙΑ Α.Ε.)» σε τίμημα υψηλότερο από αυτό της CVC. Ωστόσο, το fund επανήλθε με βελτιωμένη πρόταση, «ισοφαρίζοντας» την προσφορά του Ομίλου Αποστολόπουλου. Η διοίκηση της MIG αποδέχτηκε «εν μία νυκτί» την πρόταση της CVC –όπως επισημαίνει ο Όμιλος Αποστολόπουλου- και υπέγραψε τη συμφωνία εξαγοράς του ΥΓΕΙΑ από το fund.
Συγκεκριμένα, η MIG συμφώνησε με την «HELLENIC HEALTHCARE S.A R.L.» (η οποία ελέγχεται από τα επενδυτικά κεφάλαια της «CVC CAPITAL PARTNERS») για την πώληση του συνόλου της συμμετοχής της στη «ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΑΘΗΝΩΝ "ΥΓΕΙΑ" Α.Ε.» που ανέρχεται (άμεσα και έμμεσα) σε 215.189.466 μετοχές και αντιστοιχεί σε 70,38% του μετοχικού κεφαλαίου του «ΥΓΕΙΑ» έναντι 204,43 εκατ. ευρώ.
Τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τις 30 Ιουνίου 2018, όταν κατέθεσε την προσφορά, μέχρι και την πώληση του ΥΓΕΙΑ, περιγράφει ο Όμιλος Αποστολόπουλου ως εξής:
«Στις 30/06/2018, η Εταιρεία μας κατέθεσε, επισήμως, προσφορά για την εξαγορά του συνόλου των μετοχών της ΥΓΕΙΑ Α.Ε, που κατέχει η MIG, με τίμημα υψηλότερο του ανταγωνισμού, που υποστηριζόταν οικονομικά από γνωστό αμερικάνικο Fund, το οποίο έχει ήδη σημαντική παρουσία στην Ελλάδα, έχοντας ολοκληρώσει ήδη 3 εξαγορές, ενώ βρίσκεται στη διαδικασία ολοκλήρωσης και άλλων. Η προσφορά μας αυτή περίτρανα απέδειξε ότι η πρόσκληση των MIG και Πειραιώς "να δείξουμε τα λεφτά" ήταν όλως προσχηματική και κενή.
Έτσι, αντί η MIG να προχωρήσει σε επίσημη διαδικασία πώλησης, η οποία θα εξασφάλιζε το μεγαλύτερο δυνατό τίμημα, στις 03/07/2018 επέλεξε ως σύμβουλο τη Rothschild, η οποία με διαδικασία express, μόλις δύο 24ώρων, κάτι που εύλογα κατεγράφη ως παγκόσμιο ρεκόρ στο χώρο του Investment Banking, απεφάνθη ότι καταλληλότερη ήταν η προσφορά της CVC, αφού εκείνη αναγκάσθηκε να ισοφαρίσει σε ύψος τη δική μας οικονομική προσφορά.
Ως δικαιολογία χρησιμοποιήθηκε ότι η CVC δεν έθετε προϋποθέσεις, πολύ λογικό άλλωστε, αφού για πέντε μήνες ξεσκόνιζε τα βιβλία και λοιπά, ευαίσθητα δεδομένα του Υγεία, ενώ η πλευρά μας ζητούσε να πραγματοποιήσει έλεγχο (due diligence), για τον οποίο θέλαμε, σύμφωνα με όλες τις διεθνείς πρακτικές, ένα διάστημα, τουλάχιστον 6 εβδομάδων, το οποίο και ζητήσαμε.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι σε κατάσταση “πανικού”, και ενώ η Εταιρεία μας είχε μόλις πραγματοποιήσει μία τηλεφωνική επικοινωνία με τη Rothschild, η MIG έσπευσε να κλείσει και να ανακοινώσει το όνομα του αγοραστή, ώστε για μία ακόμη φορά να μας αποκλείσει από το δικαίωμα να επανέλθουμε με ανώτερο τίμημα από εκείνο του ανταγωνιστή, κάτι το οποίο είχαμε, σαφώς, πρόθεση να πράξουμε. Τίθεται εύλογα το ερώτημα προς τι τέτοια σπουδή για την άμεση πώληση και με δεδομένο ότι τα αποτελέσματα του Υγεία έβαιναν (σύμφωνα με τη διοίκηση του) συνεχώς βελτιούμενα; Ένα ερώτημα για το οποίο θα κληθεί η ελληνική, και όχι μόνο, δικαιοσύνη να αποφανθεί.
Η σπουδή αυτή της MIG να αποδεχθεί εν μία νυκτί την πρόταση της CVC, και ενώ προηγουμένως είχε παρέλθει η περίοδος αποκλειστικότητας προς τη CVC χωρίς, όμως, να καταφέρει η CVC να ολοκληρώσει τη συναλλαγή, αποδεικνύει ότι το κριτήριο σε αυτήν τη συναλλαγή δεν ήταν το τίμημα, αλλά ο αγοραστής, απέναντι στον οποίον είχαν εδώ και καιρό δεσμευτεί συγκεκριμένοι κύκλοι, κύκλοι οι οποίοι σαφώς ανάγονται πέραν της σφαίρας του επιχειρείν.
Σε κάθε περίπτωση, η μακροπρόθεσμη εμπιστοσύνη της Εταιρείας μας στη χώρα, τους θεσμούς και ιδιαιτέρως τη δικαιοσύνη είναι ακλόνητη, για αυτό και ο αγώνας μας για τη διασφάλιση της ελληνικότητας του κλάδου και της προάσπισης της ελληνικής ιατρικής συνεχίζεται».