Ποιοι και γιατί εμποδίζουν την ένταξη των εμβολίων στις δαπάνες της πρόληψης
«Δημόσια υγεία» χωρίς ειδικό κονδύλι για εμβολιασμούς - Η Ελλάδα δεν ακολουθεί τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
Το κόστος των εμβολίων εντάχθηκε -ως μνημονιακό μέτρο- στον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ για την εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη, η οποία είναι «παγωμένη» στο ανεπαρκές επίπεδο του 1,945 δισ. ευρώ. Η αγορά εμβολίων στη χώρα μας υπολογίζεται στα 110 εκατ. ευρώ, από τα οποία το 80% αφορά σε παιδιατρικά και εφηβικά εμβόλια ενώ το 20% σε ενηλίκων. Για τις ευρωπαϊκές χώρες, τα εμβόλια αποτελούν μέρος των δαπανών πρόληψης και Δημόσιας Υγείας. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ειδικοί κωδικοί τους οποίους χρησιμοποιεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και ο ΟΟΣΑ για την κατηγοριοποίηση των δαπανών υγείας. Με βάση αυτούς, η δαπάνη των εμβολίων εντάσσεται στην Πρόληψη των μεταδοτικών Νοσημάτων (HC6.3 Prevention of communicable diseases) και στα Προγράμματα Ανοσοποίησης (HC6.2 Immunisation Programs).
Τα εμβόλια αποτελούν βιολογικά φαρμακευτικά προϊόντα υπό το πρίσμα του τρόπου ανάπτυξης και έγκρισής τους. Όμως, χρησιμοποιούνται για την πρόκληση ανοσίας εναντίον συγκεκριμένων λοιμογόνων παραγόντων και με αυτόν τον τρόπο προστατεύουν από την ανάπτυξη νόσου λόγω προσβολής από αυτούς τους παράγοντες. Επειδή ακριβώς αποτελούν πρόληψη και όχι θεραπεία νόσου, δεν εμπίπτουν στην έννοια της φαρμακευτικής περίθαλψης και δαπάνης, η οποία κατά την ελληνική και διεθνή αντίληψη είναι η χρήση και η δαπάνη φαρμακευτικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία νόσων και καταστάσεων ή επιπλοκών αυτών.
Τη διάκριση αυτή ακολουθεί και η χώρα μας –στα χαρτιά- όπως αποτυπώνεται στο σχετικό εδάφιο του Ενιαίου Κανονισμού Παροχών Υγείας (ΕΚΠΥ) του ΕΟΠΥΥ, όπου η πρόληψη και προαγωγή υγείας, επομένως και οι εμβολιασμοί, είναι ξεχωριστή παροχή από τη φαρμακευτική περίθαλψη. Επιπλέον, για να αποζημιώνεται ένα εμβόλιο από την κοινωνική ασφάλιση, απαιτείται η περίληψή του στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών και όχι στη θετική λίστα, όπως συμβαίνει με τα φάρμακα.
Στην πράξη, όμως, η ελληνική πολιτεία αυτοαναιρείται, αφού τελικά εντάσσει τα εμβόλια στη φαρμακευτική δαπάνη. Η λανθασμένη αυτή πρακτική έχει ως αποτέλεσμα η χώρα μας να παρουσιάζει αφενός πλασματικά υψηλότερη δαπάνη φαρμάκων σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες με τις οποίες συγκρίνεται και αφετέρου να «φουσκώνει» το clawback κατά περίπου 100 εκατ. ευρώ.
Τα παραπάνω επιχειρήματα έχουν καταθέσει οι εκπρόσωποι της φαρμακοβιομηχανίας στην κυβέρνηση. Τα επανέλαβαν, μεταξύ άλλων, και στη συνεδρίαση της Επιτροπής Παρακολούθησης της Φαρμακευτικής Δαπάνης, τη Δευτέρα, για να εισπράξουν την απάντηση περί δημοσιονομικού χώρου από το υπουργείο Υγείας.
Άλλες κυβερνητικές πηγές, οι οποίες επέμεναν νωρίτερα ότι γίνεται προσπάθεια να εξευρεθούν πόροι από το ταμείο της Πρόνοιας, πλέον δείχνουν το υπουργείο Οικονομικών ως υπεύθυνο που δεν δίνει το «πράσινο φως». Η επίρριψη ευθυνών μεταξύ των διαφόρων ομαδοποιήσεων του κυβερνώντος κόμματος δεν μπορεί να συγκαλύψει το πρόβλημα, το οποίο είναι ένα και κρίσιμο: τι πολιτική δημόσιας υγείας υλοποιείται, όταν δεν προβλέπεται κονδύλι για το βασικότερο όπλο της πρόληψης, τους εμβολιασμούς! Απαντήσεις, ωστόσο, θα πρέπει να δώσουν τα συναρμόδια υπουργεία (Οικονομικών, Υγείας, Κοινωνικής Αλληλεγγύης) και να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους δεν κάνουν το αυτονόητο, όπως συμβαίνει στις ευρωπαϊκές χώρες και ορίζει ο ΠΟΥ. Σε κάθε περίπτωση, αποκαλύπτεται για μία ακόμα φορά ότι η λογιστική αντιμετώπιση της Υγείας παραμένει, παρά το υποτιθέμενο τέλος των μνημονίων.