Η ακρίβεια και ο «φερετζές» της επενδυτικής βαθμίδας
Την μεσοπρόθεσμη προοπτική της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά ομόλογα, προτάσσει ως δικαιολογία η κυβέρνηση προκειμένου να αποκρούσει αιτήματα και προτάσεις που σχετίζονται με μέτρα ανάσχεσης των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης.
Ουσιαστικά το κυβερνητικό επιτελείο κτίζει το αφήγημα ότι πρέπει στην παρούσα φάση να είμαστε φειδωλοί με τα δημοσιονομικά μεγέθη, ώστε στο τέλος του 2022 ή τις αρχές του 2023 να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων και την έξοδό του αξιόχρεου της χώρας από την κατηγορία σκουπίδια (junk).
Κανείς δεν μπορεί να πει ότι ο στόχος της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας δεν είναι σοβαρός και δεν αποτελεί προτεραιότητα. Αλλά η επικέντρωση της κυβερνητικής πολιτικής σε αυτόν, θέτει σε δεύτερη μοίρα τις ανάγκες της κοινωνίας εν μέσω ενεργειακής κρίσης και εν μέσω πρωτόγνωρων πληθωριστικών πιέσεων που έχουν να εμφανιστούν τουλάχιστον για 40 χρόνια.
Θέτοντας αυτόν το στόχο, και μη καθιστώντας πρώτη προτεραιότητα τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων από την ενεργειακή κρίση, τους υπέρογκους λογαριασμούς ρεύματος, φυσικού αερίου και καυσίμων, αλλά και τις ανατιμήσεις στα τρόφιμα, η κυβέρνηση κινδυνεύει να απωλέσει και το αρχικό διακύβευμα.
Αυτό που δεν έχει γίνει αντιληπτό είναι ότι η ακρίβεια έχει περιορίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό το διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με αποτέλεσμα να πλήττεται η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και να αυξάνεται η αβεβαιότητα. Δηλαδή να ροκανίζεται η αναπτυξιακή δυναμική.
Εάν μάλιστα σε αυτό το τοπίο προστεθεί και η αύξηση του κόστους χρήματος, λόγω των επικείμενων αυξήσεων των επιτοκίων διεθνώς, τότε οι συνθήκες θα επιδεινωθούν και ταχύτατα και δραστικά.
Η κυβέρνηση λοιπόν στέκεται στο γνωστό δόγμα ότι δεν θέλει να είναι πρόσκαιρα ευχάριστη αλλά μακροπρόθεσμα χρήσιμη, αλλά δεν επιτυγχάνει τίποτα απ’ τα δύο.
Παράλληλα, οι διατυπώσεις αυτές εμπεριέχουν μεγάλες ποσότητες «υποκρισίας» δεδομένων των δημοσιονομικών επιλογών που έχει κάνει μέχρι τώρα η κυβέρνηση, μειώνοντας τον ΕΝΦΙΑ στους έχοντες και κατέχοντες, προχωρώντας σε ένα εμπροσθοβαρές εξοπλιστικό πρόγραμμα, και επιλέγοντας αντί για τις μειώσεις φόρων, τις επιδοτήσεις λογαριασμών με τρόπο μη μελετημένο και σωστά οργανωμένο, με αποτέλεσμα πολλά νοικοκυριά να μην έχουν δει ακόμα τις επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος.
Και η αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης στην διαχείριση της ενεργειακής κρίσης γίνεται ακόμη πιο εμφανής, από τη μη αξιοποίηση της ευελιξίας των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικά της ρήτρας διαφυγής, αλλά από την ανεπαρκή χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για την άμβλυνση των προβλημάτων.
Αντιλαμβάνεται, τέλος, κανείς πως η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας απαιτεί και πολιτική σταθερότητα, κάτι που οίκοι αξιολόγησης βαθμολογούν με μεγάλη βαρύτητα. Οδηγούμενοι προς τις εκλογές σε ένα τοπίο ευρύτερης δυσαρέσκειας που διαρκώς θα διογκώνεται, η ανάδειξη κυβέρνησης θα απαιτήσει διαδοχικές εκλογές.
Λαμβάνοντας όλα τα προαναφερόμενα υπόψη, η επίκληση της επενδυτικής βαθμίδας , είναι ο «φερετζές» της κυβέρνησης για την αποφυγή λήψης πολιτικών που θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα της ακρίβειας. Και αυτό δεν γίνεται για δημοσιονομικούς λόγους, αλλά για δογματικούς λόγους που στο τέλος της ημέρας προστατεύουν τα συμφέροντα των ολίγων και όχι των πολλών.