Πλειστηριασμοί και «εξωδικαστικός» και πάλι στο επίκεντρο
Με αφορμή των πρόσφατη απόφαση υπ’ αρ. 822/2022 του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου δημιουργήθηκε μείζον ζήτημα σε σχέση με το δικαίωμα των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων να επισπεύδουν πλειστηριασμούς.
Το θέμα αυτό αφορά μεγάλο αριθμό υπερήμερων δανειοληπτών, αλλά και επηρεάζει την οικονομική ισορροπία τραπεζών και Δημοσίου. Οι οφειλέτες ελπίζουν ότι με ένδικα μέσα θα πετύχουν αναβολή των σε βάρος τους πλειστηριασμών για σημαντικό χρονικό διάστημα.
Οι τράπεζες ανησυχούν ότι η καθυστέρηση θα τις υποχρεώσει να σχηματίσουν επιβαρυντικές προβλέψεις για το μέρος των απαιτήσεων που έχουν διακρατήσει μετά την τιτλοποίησή τους. Και το Δημόσιο αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να καταπέσουν οι εγγυήσεις που έχει δώσει για τις τιτλοποιήσεις του προγράμματος «Ηρακλής», πράγμα που θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος.
Για το ζήτημα αυτό εκδόθηκε και νεότερη απόφαση του Α2 Τμήματος Αρείου Πάγου (η 1102/2022), που προβλήθηκε ως αντίθετη με την 822/2022. Οι δύο αποφάσεις δεν είναι κατ’ ακρίβειαν αντιφατικές, καταλείπουν όμως ασάφεια ως προς το τι πρέπει να κάνουν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων προκειμένου να νομιμοποιούνται σε δικαστικές κινήσεις έναντι των οφειλετών.
Το πρόβλημα προκλήθηκε από την ύπαρξη δύο κρίσιμων νόμων – του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων και του ν. 4354/2015 για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο τελευταίος αυτός νόμος, μετά και την τροποποίησή του από τον ν.4389/2016, εισήγαγε νέο θεσμικό πλαίσιο πώλησης απαιτήσεων από δάνεια σε εταιρείες ειδικού σκοπού («funds») και ανάθεσης της διαχείρισής τους σε ειδικά αδειοδοτημένες εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, δεν κατήργησε όμως τον νόμο του 2003, που εξακολουθεί να ισχύει.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι μόνο οι συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης που έχουν γίνει βάσει του νόμου 4354/2015 παρέχουν στις εταιρείες διαχείρισης το δικαίωμα να ενεργούν δικαστικά ιδίω ονόματι ως «μη δικαιούχοι» διάδικοι, ενώ αντίθετα οι συμβάσεις διαχείρισης βάσει του νόμου 3156/2003 δεν παρέχουν στις εταιρείες αυτές ανάλογο δικαίωμα, αλλά τους δίνουν μόνο θέση «αντιπροσώπου» του δικαιούχου της απαίτησης – δηλαδή των τραπεζών η των εταιρειών ειδικού σκοπού, που μόνο αυτές έχουν δικαίωμα δικαστικών μέτρων.
Εάν επικρατήσει οριστικά η άποψη αυτή (γιατί σε αρκετές αποφάσεις χαμηλότερων δικαστηρίων έχει υιοθετηθεί και η αντίθετη), πλήθος δικαστικών ενεργειών και κατασχέσεων θα κριθούν άκυρες και οι εταιρείες που έχουν τα δάνεια θα χρειαστεί να εκκινήσουν νέες διαδικασίες με συνέπεια καθυστερήσεις και κόστος.
Οι τράπεζες ζήτησαν να επιλυθεί το ζήτημα νομοθετικά, η κυβέρνηση όμως διά του υπουργού Οικονομικών δεν έχει αποδεχθεί το αίτημα, με αποτέλεσμα να καλείται από αμφότερα τα μέρη ο Άρειος Πάγος να παραπέμψει το θέμα στην Ολομέλεια. Ανεξαρτήτως του αν θα ήταν δικαιολογημένη ή όχι μία νομοθετική παρέμβαση, το ζήτημα έχει, όπως προαναφέρθηκε, και μεγάλες επιπτώσεις και επείγοντα χαρακτήρα.
Αν η τελική επίλυσή του «ανατεθεί» στον Άρειο Πάγο, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να συνέλθει γρήγορα και με ανάλογη ταχύτητα να εκδώσει απόφαση. Ήδη η Eurostat ζητεί να συνυπολογίζονται στο δημόσιο χρέος οι κρατικές εγγυήσεις για το πρόγραμμα τιτλοποιήσεων «Ηρακλής», παρότι πρόκειται για εγγυήσεις και όχι για γεννημένες οφειλές. Αν ο κίνδυνος μη είσπραξης των δανείων αυξηθεί, οι πιέσεις αυτές θα ενταθούν, αλλά και θα αυξηθεί ο κίνδυνος να καταπέσουν οι εγγυήσεις και να επιβαρυνθεί με πρόσθετο χρέος το Δημόσιο.
Από την άλλη πλευρά, το ζήτημα των πλειστηριασμών δεν πρέπει να εκτοπίζει από τη συνολική εικόνα των καθυστερούμενων δανείων, τη βραδύτητα ή και την απροθυμία ανταπόκρισης των τραπεζών και των εταιρειών διαχείρισης στα αιτήματα εξωδικαστικής ρύθμισης των χρεών. Ασφαλώς υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες τα οικονομικά δεδομένα δεν αφήνουν περιθώρια συμβιβασμού μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών του ν.4738/2020. Είναι όμως γεγονός ότι σε πολλές άλλες περιπτώσεις οι τράπεζες δεν υποβάλλουν καθόλου προτάσεις ή υποβάλλουν προτάσεις ασύμφορες για τους δανειολήπτες, με αποτέλεσμα η μέχρι τώρα απόδοση του μηχανισμού να είναι ελλειμματική και τα σχετικά παράπονα του υπουργού Οικονομικών κ.Σταϊκούρα απολύτως δικαιολογημένα, αφού η επιτυχία του ν.4738/2020 θα λειτουργήσει προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομίας.
Αν πρέπει να δοθεί γρήγορα λύση στο ζήτημα των πλειστηριασμών, εξίσου σημαντική προτεραιότητα είναι να λειτουργήσει σε υψηλότερους ρυθμούς και απόδοση ο εξωδικαστικός μηχανισμός, μέσω του οποίου και οι τράπεζες (ή τα funds) θα έχουν έσοδα και χιλιάδες δανειολήπτες θα διασώσουν μέρος της περιουσίας τους ή θα πετύχουν διαγραφή μέρους των οφειλών τους, που ούτως ή άλλως θα παρέμενε ανείσπρακτο…
*Ιωάννα Καλαντζάκου- Τσατσαρώνη
Δικηγόρος - Μέλος Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Πτωχευτικού Κώδικα 2007- Επικεφαλής της Επιτροπής Πτωχευτικού Δικαίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (σε σχέση με τον Πτωχευτικό Νόμο 4738/20) -Μέλος Δ.Σ του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων - τ. Αντιπρ. Δ.Σ.Α