Η κυβέρνηση αυτή είναι αναγκασμένη να πετύχει
Τα μαντάτα δεν ακούγονται καλά. Έλλειψη θάρρους, οι πατροπαράδοτες μικροκομματικές καντρίλιες και πρόσωπα δίχως διεθνή απήχηση και γνώση συνθέτουν ένα σχήμα που θα αντιμετωπίσει τις μεγαλύτερες δυσκολίες της μεταπολεμικής μας ιστορίας.
Του Ανδρέα Ανδρανόπουλου,
Πρώην υπουργού και βουλευτή Α' Πειραιώς
Το πρόβλημα ξεκινά από την κορυφή. Της κυβέρνησης έπρεπε να προΐσταται πρόσωπο αμέτοχο των μέχρι σήμερα εξελίξεων στο μέτωπο του δανεισμού. Κατά προτίμηση προσωπικότητα της Αριστεράς. Ουσιαστικά την κυβέρνηση σχημάτισε η Νέα Δημοκρατία με κάποιες επιλογές από το ΠΑΣΟΚ και την Δημοκρατική Αριστερά. Έτσι όμως δεν εκτονώνεται η οργή, το μίσος και η καχυποψία όλων εκείνων που καταλογίζουν στα Μνημόνια τις όποιες δυσκολίες έχουν προκύψει στην ζωή τους. Αντίθετα, η συντηρητική παράταξη επωμίζεται ευθύνες βαρύτατες και κινδυνεύει να ακολουθήσει τις πολιτικές τύχες του ΠΑΣΟΚ.
Το νέο κυβερνητικό σχήμα δεν πείθει πως έχει στις τάξεις του άτομα αποφασισμένα να δώσουν μάχη σε τρία κυρίως μέτωπα. Το ένα είναι στον τομέα της απαραίτητης διευκρίνησης πως τα αδιέξοδα δεν προήλθαν από συστάσεις των δανειστών μας αλλά από επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων, που δεν ήθελαν να περικόψουν το κράτος και να προωθήσουν διαρθρωτικές αλλαγές. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ οφείλουν να προχωρήσουν σε αυτοκριτική για όσα έγιναν μέχρι τον εφετινό Ιούνιο. Και να μιλήσουν στον κόσμο με ειλικρίνεια, ξεχνώντας πολιτικό κόστος, διορισμένους κομματικούς στρατούς και πελατειακά κυκλώματα.
Το δεύτερο έχει σχέση με την απαραίτητη τόλμη για να περάσουν πολιτικές πάνω από τις αντιδράσεις επαγγελματιών αμφισβητιών, επαναστατών εκ του ασφαλούς κι αποθρασυνόμενων αγανακτισμένων. Είναι εξωφρενικό να κινητοποιούνται εκείνοι που απολάμβαναν για χρόνια τα οφέλη ενός διογκωμένου και υπερδανεισμένου δημόσιου τομέα. Οι λεγόμενοι αγανακτισμένοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι τα παιδιά του κράτους που πασχίζουν με κάθε τρόπο να επανέλθουν τα πράγματα στα παλιά. Αγνοώντας τις ευθύνες όλων για τα χάλια στα οποία βρεθήκαμε. Δεν μπορεί ο καθένας με αυτοδικία να παρεμποδίζει την λειτουργία των εθνών και ετσιθελικά να επιθυμεί να επιβάλει το καθεστώς η την τάξη πραγμάτων που έχει στο μυαλό του. Όταν οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι ενός κόμματος που δεν κέρδισε πάνω από το 4,5 % των ψήφων του λαού απαιτεί να επιβάλει το κλείσιμο κάποιου εργοστασίου, το επίσημο κράτος δεν είναι δυνατόν να παρατηρεί αδιάφορα τις εξελίξεις. Διαφορετικά, γιατί να πληρώνουμε όλοι φόρους για την τήρηση των νόμων και την επιβολή της δημόσιας τάξης.
Οφείλει τέλος το νέο κυβερνητικό σχήμα να πολεμήσει για ένα καλύτερο αύριο. Κι' αυτό δεν μπορεί να είναι ταυτισμένο με ένα χρεωκοπημένο παρελθόν. Στην Ελλάδα έχει καταρρεύσει το δημόσιο. Η κρίση δεν προήλθε από τον τραπεζικό τομέα και τον υπερδανεισμό των ιδιωτικών νοικοκυριών. Αλλά από το κράτος, που δανειζόταν για να κάνει παροχές και να «αγοράσει» ψήφους. Γιατί λοιπόν να την πληρώσουν οι άσχετοι ιδιώτες μέσω τεράστιων φορολογικών επιβαρύνσεων και η αγορά με την ολοκληρωτική της εξόντωση; Τα νέα κυβερνητικά στελέχη πρέπει να έχουν το θάρρος να χτυπηθούν με τα γνωστά εργολαβικά και προμηθευτικά συμφέροντα που για δεκαετίες έκαναν περιουσίες δουλεύοντας σχεδόν αποκλειστικά με το κράτος. Σε τέτοιες επαγγελματικές δραστηριότητες θα πρέπει να επιβάλλονται έκτακτες εισφορές και ειδικές φορολογικές επιβαρύνσεις.
Το κράτος πρέπει να περιορισθεί. Δεν μπορεί να αποτελεί θέμα έστω και απλής συζήτησης το ξεκίνημα εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων και εκποίησης ανεκμετάλλευτων περιουσιακών στοιχείων του κράτους. Η κατάργηση επίσης χιλιάδων – ναι, χιλιάδων – δημόσιων φορέων είναι απαραίτητη παρά το σχετικό κοινωνικό κόστος που μια τέτοια πολιτική θα συνεπιφέρει. Ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι έχουν προκύψει από την κρίση που έχει χτυπήσει τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Ουδείς δείχνει να έχει γι' αυτό πολιτικά ενοχληθεί. Στον δημόσιο τομέα η απασχόληση παραμένει περίπου άθικτη. Γιατί αποτελεί ιερή αγελάδα το κράτος; Γιατί εκεί «απαγορεύεται» να γίνει η οποιαδήποτε περικοπή; Κι όμως, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ τοποθετήθηκαν ενάντια σε κάθε ιδέα απολύσεων στο δημόσιο. Ακατανόητο!! Και αμετανόητοι... Εκλογικά, οι περισσότερες συντεχνίες του δημόσιου τομέα έχουν περάσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Κι όμως, τα δύο παλιά αστικά κόμματα αισθάνονται ακόμη προστάτες τους!! Δεν πρόκειται έτσι να βγει τελικά άκρη.
Η κυβέρνηση αυτή όμως είναι αναγκασμένη να πετύχει. Διότι το ρολόι τρέχει για την χώρα και τις προοπτικές της. Αν δειλιάσει και ολιγωρήσει, τότε οι δυνάμεις των άκρων θα έρθουν θριαμβευτικές στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Και τότε δεν θα υπάρχουν πλέον περιθώρια ούτε για τον ΣΥΡΙΖΑ να αναθεωρήσει τις πολιτικές του διακηρύξεις. Θα υποχρεωθεί να υιοθετήσει πολιτικές που θα οδηγήσουν την χώρα σε ακρότητες. Ενισχύοντας συνάμα και τις δυνάμεις της άκρας φασιστικής δεξιάς που θα φαντάζει σαν η μοναδική δυναμική εναλλακτική λύση. Θα είναι κρίμα η χώρα να οδηγηθεί σε τέτοια τραγικά κοινωνικά αδιέξοδα. Γι αυτό η σημερινή κυβέρνηση οφείλει, παρά τις όποιες δομικές της αδυναμίες, να προσπαθήσει.
Ο ιταλικής καταγωγής καθηγητής του Χάρβαρντ Λουίτζι Ζινγκάλες μόλις εξέδωσε ένα καινούργιο βιβλίο (CapitalismforthePeople:RecapturingtheLostGeniusofAmericanProsperity.BasicBooks, Ιούνιος 2012) που πιθανότατα δείχνει τον δρόμο σε μια συντηρητική κυβέρνηση να ανακτήσει την πρωτοβουλία και να φέρει και πάλι τον κόσμο κοντύτερα στην ευημερία. Σημειώνει, με βάση την εκτεταμένη του εμπειρία από το πελατειακό και φορτωμένο ευνοιοκρατία και διαφθορά ιταλικό πολιτικό σύστημα, πως ο γνήσιος καπιταλισμός έχει διαβρωθεί ακόμη και στην Αμερική από την ισχύ των μεγάλων επιχειρήσεων και την λαϊκίστικη νοοτροπία χρησιμοποίησης του μεγάλου δημόσιου τομέα για εξαγορά ψήφων μέσω εκταμίευσης δισεκατομμυρίων για παροχές. Έχουμε φθάσει σε ένα σημείο, επιμένει ο Ζινγκάλες, όπου η οικονομία κυριαρχείται από ένα κλίμα έντονου αντι-καπιταλιστικού λαϊκισμού και μιας μυωπικής τεχνοκρατικής αντίληψης υπέρ της επιχειρηματικότητας. Καμία ευρύτερη αντίληψη περί του ρόλου της οικονομίας της αγοράς και του τι σημαίνει αυτή για τον απλό πολίτη. Η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από την προώθηση ενός φιλο-καπιταλιστικού λαϊκισμού. Πολιτικών δηλ. που «ισχυροποιούν τον πραγματικά ελεύθερο και ανοιχτό ανταγωνισμό – για το καλό των πολιτών κι όχι των μεγάλων επιχειρήσεων». Η λύση λοιπόν δεν μπορεί να είναι άλλη από μεταρρυθμίσεις στην οικονομική πολιτική που εξισώνουν το πεδίο του αγώνα. Δηλ. μεταρρυθμίσεις που μπορεί να θίγουν τις μονοπωλιακές αντιλήψεις των μεγάλων επιχειρήσεων προς όφελος της λειτουργίας της αγοράς.
Ο τρόπος αυτός προώθησης πολιτικών διευκολύνει την κυβέρνηση να απαγκιστρωθεί από την γενικότερη παλαιοσυντηρητική της εικόνα, να αφαιρέσει επιχειρήματα από την αντιπολίτευση που στηρίζεται σε συμβατικές ξεπερασμένες αριστερές λογικές και να δώσει όραμα σε ένα κόσμο που αισθάνεται παγιδευμένος σε μια αδιέξοδη πολιτικο-οικονομική πορεία.