Η Δημοκρατία αυτοεπιβεβαιώνεται, δεν τρομοκρατείται
Η Δημοκρατία, στο πλαίσιο δόμησης και εξέλιξης της σύγχρονης κοινωνίας, είναι το κορυφαίο αλλά, ταυτοχρόνως, ένα εύθραυστο αγαθό. Και τούτο διότι αφενός δίχως ουσιαστική δημοκρατική οργάνωση και διακυβέρνηση τα Δικαιώματα του Ανθρώπου «σιγούν».
Του Προκόπη Παυλόπουλου Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Η Δημοκρατία, στο πλαίσιο δόμησης και εξέλιξης της σύγχρονης κοινωνίας, είναι το κορυφαίο αλλά, ταυτοχρόνως, ένα εύθραυστο αγαθό. Και τούτο διότι αφενός δίχως ουσιαστική δημοκρατική οργάνωση και διακυβέρνηση τα Δικαιώματα του Ανθρώπου «σιγούν». Αυτή δε η «σιγή» οδηγεί, νομοτελειακώς, στο λυκόφως της ίδιας της ανθρώπινης υπόστασης. Και, αφετέρου, η Δημοκρατία δοκιμάζεται και, επέκεινα, επιβιώνει όταν, κυρίως σε περιόδους βαθειάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, οι θεσμοί της λειτουργούν προς την κατεύθυνση στήριξης των θεμελιωδών ερεισμάτων της. Και όχι με τη λογική των «εκπτώσεων» ως προς τη δυναμική των κανονιστικών συντεταγμένων που διαμορφώνουν τις αναντικατάστατες αντηρίδες της. Κάπως έτσι δεν νοείται Δημοκρατία που «τρομοκρατείται».
Όλως αντιθέτως, η Δημοκρατία υπάρχει και λειτουργεί όταν συμπεριφέρεται και δρα ως αντίπαλο δέος της τρομοκρατίας, έχοντας πάντα στο επίκεντρό της τον Άνθρωπο και την υπεράσπιση τόσο της αξίας του όσο και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Δηλαδή με μόνο «όπλο» την ελευθερία και τις επιμέρους εκφάνσεις της. Ήτοι τα κάθε είδους συνταγματικώς -και όχι μόνο, με την έννοια της κατοχύρωσης και από πλευράς διεθνούς και ευρωπαϊκής έννομης τάξης- Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Ι. Ας μην ξεχνάμε ότι ένας βασικός κανόνας του συνταγματικού δικαίου ορίζει πως in dubio –δηλαδή όταν ο εφαρμοστής των κανόνων δικαίου που κατοχυρώνουν τα Δικαιώματα του Ανθρώπου βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα της ερμηνευτικής αμφιβολίας- ισχύει η αρχή πως πρέπει να επιλέγεται εκείνη η ερμηνεία, η οποία οδηγεί στην υπεράσπιση του δικαιώματος.
Επέκεινα:
Α. Κανένα δημόσιο συμφέρον, ακόμη και αν αναχθεί, κανονιστικώς ή ερμηνευτικώς, σε υπέρτερο δεν μπορεί, πάντοτε στο πλαίσιο ομαλής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, να οδηγήσει σε περιορισμό του δικαιώματος που θίγει τον πυρήνα του. Και, πολύ περισσότερο, στην εκμηδένισή του. Μ' απλές λέξεις δεν είναι νοητό δημοκρατικό καθεστώς που δικαιολογεί, καθ' οιοδήποτε τρόπο, την εξ ορισμού περιθωριοποίηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Β. A fortiori, όταν ο κάθε είδους ερμηνευτής και εφαρμοστής των διατάξεων που αφορούν τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καλείται να σταθμίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις υπεράσπισης ενός συγκεκριμένου δημόσιου συμφέροντος, οφείλει να προκρίνει την επιλογή εκείνη που θίγει, στο ελάχιστο δυνατό, τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο του αντίστοιχου διακυβεύματος.
Γ. Οι ως άνω διαπιστώσεις δεν στηρίζονται σε ιδεολογικές, και μόνο, αναφορές με βάση τις αρχές του, σύμφυτου με την έννοια των δικαιωμάτων, φιλελευθερισμού. Στην ελληνική έννομη τάξη βρίσκουν πλέον ασφαλές και κανονιστικώς επιτακτικό έρεισμα στις διατάξεις του Συντάγματος. Το θεσμικό αλλά και ιδεολογικό «μήνυμα» που εκπέμπουν πρωτίστως οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, και ως προς τις υποχρεώσεις του Κράτους έναντι των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ως προς τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας, είναι ηχηρό: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
ΙΙ. Η δραματική επικαιρότητα στη Χώρα μας, η οποία εκτυλίσσεται στο πλαίσιο της μεγαλύτερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης σε καιρό ειρήνης και δημοκρατικής διακυβέρνησης, βεβαιώνει «του λόγου το ασφαλές», π.χ. πάνω στη βάση της ερμηνείας κι εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα, ως προς τις άδειες που χορηγούνται στους κρατουμένους στις φυλακές. Ειδικότερα πολύς λόγος γίνεται τελευταία, με αφορμή την εφαρμογή τους στην περίπτωση του Χριστόδουλου Ξηρού, για τροποποίηση των ως άνω διατάξεων, προς την κατεύθυνση της συρρίκνωσης του όλου θεσμού των αδειών. Μόνο που μια τέτοια θέση μπορεί να εκπορεύεται μόνον από εκείνους, οι οποίοι διακατέχονται από σχετική νομική άγνοια.
Και να γιατί:
Α. Κατά τις διατάξεις αυτές, και συγκεκριμένα σύμφωνα με τις περ. 3 και 4 της παρ. 1 του άρθρου 55, η άδεια χορηγείται μόνον εφόσον, μεταξύ άλλων: «(3) Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων. (4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του. Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του κατάδικου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια της κράτησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παράγραφος 2 του παρόντος Κώδικα και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί, β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας».
Β. Είναι προφανές ότι, κατά το γράμμα και το πνεύμα των προαναφερόμενων διατάξεων -οι προϋποθέσεις των οποίων λειτουργούν σωρρευτικώς- ουδείς μπορεί ν' αμφισβητήσει ότι ο θεσμός της άδειας που καθιερώνουν –διεθνώς άλλωστε διαδεδομένος- είναι ποινικώς και κοινωνικώς εξαιρετικά χρήσιμος. Η καταφανέστατα στρεβλή εφαρμογή του στην περίπτωση του Χριστόδουλου Ξηρού από το αρμόδιο –κατ' άρθρο 70 παρ. 1 του Σωφρωνιστικού Κώδικα- Πειθαρχικό Συμβούλιο ουδόλως δικαιολογεί τον περιορισμό του. Πολύ δε περισσότερο την κατάργησή του. Ας μην ξεχνάμε ότι στον Τόπο μας έχουμε πολύ υποφέρει από εκείνη τη νοοτροπία του νομοθέτη, η οποία οδηγεί στην αλλοίωση ή και την κατάργηση θεσμών όχι επειδή αυτοί πάσχουν στην ουσία τους. Αλλά διότι οι κάθε είδους θεματοφύλακές τους δεν μπόρεσαν –ή και δεν θέλησαν- ν' αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και των ευθυνών τους, ερμηνεύοντας κι εφαρμόζοντας τις αντίστοιχες διατάξεις πέρα κι έξω ακόμη και από τα μέτρα του μέσου κοινωνικού ανθρώπου.
Οι συνθήκες που βιώνουμε σήμερα είναι εξαιρετικά κρίσιμες, τόσο για το μέλλον του Τόπου μας όσο και για τις προοπτικές της Δημοκρατίας μας. Η χειρότερη υπηρεσία που θα μπορούσε να του προσφέρουμε είναι η υπαναχώρηση σ' ό,τι αφορά τη Δημοκρατία και την πεμπτουσία της: Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Διότι μια τέτοια υπαναχώρηση θα ήταν η «κερκόπορτα» διείσδυσης του κάθε είδους φασισμού, που πάντοτε εμφανίζεται με τη λεοντή της «προστασίας» της κοινωνίας, φυσικά γενικώς, αορίστως και, ιδίως, απροσώπως. Μόνο που όταν η ανερμάτιστη καταλυτική μαζικότητα υπερισχύει σε βάρος της αναγκαίας ατομικότητας, τούτο σηματοδοτεί όχι μόνο την παρακμή της Δημοκρατίας αλλά, όπως είναι ευνόητο, την παρακμή του Ανθρώπου και του προορισμού του.