Αμετανόητα αγανακτισμένοι
Του Χρήστου Α. Κλειώση
Δικηγόρου Αθηνών
Το κύμα του ογκώδους πλην ατελέσφορου κινήματος της αγανάκτησης του Ιουνίου διαδέχτηκε η βουτιά στη θερινή ραστώνη Αυγούστου.
Η ψυχή αυτού του λαού εκφράστηκε γνήσια μέσα από ένα αυθόρμητο κίνημα που δείχνει τον αστείρευτο ιδεαλισμό αλλά και την λογική ασυνέχεια της συλλογικής μας προσωπικότητας. Κάνοντας ένα απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας είναι συγκλονιστική η σύμπτωση των χαρακτηριστικών του κινήματος αυτού με την αντιφατική νεοελληνική πραγματικότητα.
Αγανάκτησα, αγανάκτησες αγανακτήσαμε. Αλλά με ποιον; Πάντα με τον άλλο, είτε αυτός λέγεται ΔΝΤ, Ελληνική κυβέρνηση, Πολιτικοί κλπ. Δικάσαμε και καταδικάσαμε. Βρίσαμε και μουτζώσαμε, εμού μη εξαιρουμένου. Αυτοκριτική όμως κάναμε; Μάλλον όχι. Και τι εννοώ αυτοκριτική; Προφανώς και δεν θα ζητήσω από τον δημόσιο υπάλληλο να αυτομαστιγωθεί στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη για τα παραπάνω ευρώ που έπαιρνε και θυσίασε με το ζόρι στο βωμό της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Το παράπονό μου έχει να κάνει με την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας του όχι το ποσό της αμοιβής του. Το ίδιο ισχύει για το σύνολο των επαγγελματιών που με την μία ή την άλλη ιδιότητα έχουν αξιώσεις από το δημόσιο ταμείο: εργολάβοι, πολιτικοί, δικαστικοί, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι κ.α.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Και «εν αρχή ην ο Λόγος» και ειδικότερα η ίδια η λέξη «επάγγελμα». Ας αναρωτηθούμε λοιπόν, τι θα πει «επάγγελμα» στην αρχαία ελληνική γλώσσα; «Επάγγελμα» είναι το αντικείμενο μιας υπόσχεσης (βλ «Γη της Επαγγελίας»). Έυκολα μπορεί επομένως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο επαγγελματίας δεν είναι τίποτα άλλο από αυτόν που έχει αναλάβει μια συγκεκριμένη υπόσχεση προς τους άλλους, την κοινωνία.
Μετά από την σύντομη αυτή ετυμολογική προσέγγιση θα επανέλθω στο κίνημα που δεν τόλμησε να προχωρήσει στην αυτοκριτική, αλλά κούρνιασε στην αγανάκτηση.
Η αυτοκριτική λοιπόν που δεν άκουσα αφορά το αντικείμενο της υπόσχεσης κάθε κοινωνικής ομάδας που αγανάκτησε όταν η λαίλαπα του μνημονίου άρχισε να αποψιλώνει τα θεσμικά της προνόμια. Συγκεκριμένα δεν άκουσα τους δημόσιους υπαλλήλους να αναγνωρίζουν ότι ανάμεσά τους δεν είναι λίγοι αυτοί που στην ουσία δεν λαμβάνουν μισθό αλλά επίδομα, μια και οι αποδοχές τους δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικό έργο ή υπηρεσία που παρέχεται στην κοινωνία. Δεν άκουσα την δικαιοσύνη να ζητά συγνώμη για τις όποιες περιπτώσεις κακοδικίας ή καθυστέρησης στην απονομή δικαιοσύνης που οδήγησαν σε καταδίκες της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δεν άκουσα τους εφοριακούς και άλλες ευγενείς ομάδες της δημόσιας διοίκησης να κάνουν την αυτοκριτική τους για τα συχνότατα κρούσματα διαφθοράς που αποκαρδιώνουν την ανάπτυξη και καταστρέφουν όσους δεν συμβιβάζονται με τον άγραφο νόμο της συναλλαγής. Δεν άκουσα τους εκπροσώπους των εργολάβων όλων των μεγεθών και εξειδικεύσεων να αναλαμβάνουν το μερίδιο της ευθύνης τους για τις σκόπιμες κακοτεχνίες με τις οποίες φόρτωσαν τον προϋπολογισμό και τις τσέπες των φορολογούμενων επί δεκαετίες. Δεν άκουσα τους βουλευτές μας να ομολογούν την ανεπάρκειά τους στο νομοθετικό έργο, όταν δεκάδες διατάξεις που ψηφίζουν με κλειστά μάτια φέρουν αθεράπευτες αντισυνταγματικότητες, που παραπέμπονται στην δικαιοσύνη για να κριθούν ανίσχυρες στην συνέχεια. Δεν άκουσα κανένα νυν ή πρώην μέλος κυβέρνησης, να θέλει να απολογηθεί για την απορρύθμιση που προκαλείται στην κοινωνία όταν οι ίδιες κυβερνήσεις τροποποιούν τις διατάξεις που οι ίδιες θέσπισαν πριν από λίγους μήνες οδηγώντας το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων (ότι έχει παραμείνει δηλαδή) σε πλήρη άγνοια δικαίου σε κρισιμότατους για την οικονομία τομείς όπως η φορολογική, η εργατική, και η κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία. Δεν άκουσα τους δημοσιογράφους να ζητάν συγνώμη για την κυνική εμπορευματοποίηση της επιρροής τους στην κοινή γνώμη. Δεν άκουσα τις επαγγελματικές συντεχνίες ειδικά των επιστημόνων και των επαγγελματιών να κατακεραυνώνουν τα σφάλματα που διαπράττονται στο επιστημονικό πεδίο ή το επάγγελμα κάθε συντεχνίας, αλλά η μόνιμη επωδός είναι η διατήρηση των κεκτημένων.
Ίσως, αν όλοι κάναμε την δουλειά που υποσχεθήκαμε στην κοινωνία με ειλικρίνεια και σοβαρότητα, και όχι με κυνική ιδιοτέλεια ή προσχηματικά προκειμένου να δικαιολογήσουμε την αμοιβή ή τον μισθό μας, να υπήρχε ένα αξιόλογο τελικό αποτέλεσμα στην κοινωνία, ένα κοινωνικό απόθεμα που θα αναχαίτιζε την αποψίλωση των τόσων προνομίων. Όμως δεν υπάρχει. Οι εξαιρέσεις σε κάθε τομέα υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα και ως αντίτιμο για την ιδιαιτερότητά τους, οι δε εξαιρέσεις είναι καταδικασμένες να εισπράξουν τον φθόνο και την απομόνωση, γιατί «χαλάνε την πιάτσα».
Όπως έλεγε ο Ευριπίδης, «απλούς ο μύθος της αληθείας έφυ». Δεν χρειάζονται σοφοί τεχνοκράτες για να μας πληροφορήσουν ότι αν όλοι αυτοί που διέθεταν μέχρι τώρα θεσμικά προνόμια, είτε αυτά είναι επιδόματα είτε ειδικά νομικά καθεστώτα, έκαναν την δουλειά τους με αγάπη για την δουλειά τους και με ειλικρινή διάθεση να προσφέρουν στην κοινωνία (με μεράκι;), θα είχε δημιουργηθεί ένας μη αποτιμητός οικονομικά πλούτος που θα ισοσκέλιζε το οικονομικό κόστος των προνομίων τους.
Ο κόσμος σε αυτή την περίπτωση θα έλεγε: Ας κρατήσουν οι δημόσιοι υπάλληλοι το επίδομα έτσι όπως εργάζονται και μας εξυπηρετούν, ας κρατήσουν τις αποδοχές τους οι δικαστικοί αφού μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την έγκαιρη και αλάνθαστη απονομή της δικαιοσύνης, ας διατηρήσουν οι συντεχνίες τα προνόμιά τους αφού εξυπηρετούν με μεράκι το σύνολο. Ο κόσμος όμως σιωπά όταν ζητείται η υποστήριξη της κοινωνίας για την προστασία των κεκτημένων προνομίων. Παρά τις φαντασιακές διακηρύξεις ορισμένων, δεν σχηματίζονται μέτωπα στην κοινωνία αλλά ταμπουρωμένα συντεχνιακά τσιφλίκια.
Τελειώνοντας το άρθρο θέλω να διευκρινίσω ότι δεν συντάσσομαι με τους μνημονιο-λάτρες παρά τον σκεπτικισμό μου για την συγκλονιστική έλλειψη αυτογνωσίας των προπεριγραφέντων μνημονιο-μάχων. Και ο λόγος είναι ότι και αυτοί οι εγκωμιαστές του ΔΝΤ με την σειρά τους διστάζουν να πράξουν το αυτονόητο: Να μου εξηγήσουν πως προέκυψε η δημοσιονομική κρίση και ποιοι έχουν ευθύνες. Και για αυτούς φταίει ο άλλος: ο δημόσιος υπάλληλος, ο εργολάβος, ο λαϊκιστής πολιτικός. Όμως, αν δεν αιτιολογήσουν την μνημονιο-λατρεία τους με επιχειρήματα αναγόμενα στη νομική ευθύνη διαχείρισης του δημόσιου χρήματος από τη μεταπολίτευση και μετά, οι απολογητές του μνημονίου είναι το ίδιο αναξιόπιστοι με τους κηφήνες που κατακεραυνώνουν εκ του ασφαλούς. Ενισχύουν μάλιστα με την σιωπή τους το τεκμήριο και της δικής τους ενοχής.
Η Ελλάδα σιγά-σιγά διέρχεται το σταυροδρόμι της αγανάκτησης όπου συναντήθηκε προσωρινά η μετάνοια (=μεταστροφή του νοός) και η πώρωση κατά του «φταίχτη». Ό δρόμος όμως της συλλογικής μας ωρίμανσης περνά μόνο από την αυτοκριτική σε κάθε επίπεδο.