Τι σηματοδοτεί η αλλαγή στάσης της Τουρκίας; Μύθοι και πραγματικότητα
Επί μήνες τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης μετέδιδαν συστηματικά συγκινητικές ιστορία αδελφοσύνης Ελλήνων και Τούρκων. Αλλά και τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης συντήρησαν για αρκετό καιρό αυτό το καλό κλίμα.
Η προσέγγιση των δύο κρατών συνεχίστηκε με πολύ συχνές συνεργασίες και τηλεφωνικές επαφές ανάμεσα στους δύο υπουργούς Εξωτερικών, κάτι που ήταν πρωτόγνωρο για εκείνη την εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κατι ανάλογο με τις αλλεπάληλες τηλεφωνικές επικοινωνίες Δένδια-Τσαβούσογλου που ξεκίνησαν από τους σεισμούς της 9ης Φεβρουαρίου και κορυφώθηκαν στις Βρυξέλλες όπου και ανακοινώθηκε η αλληλουποστήριξη υποψηφιοτήτων της Ελλάδας και της Τουρκίας σε διεθνείς οργανισμούς.
Οι παραβιάσεις μειώθηκαν και τότε στο ελάχιστο , όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα. Η ιστορία άραγε επαναλαμβάνεται; Με ποια κατάληξη;
Το 1999 , μετά τους σεισμούς, έκλεισε με συνάντηση των Κώστα Σημίτη με τον Μπουλέτ Ετσεβίτ στην Κωνσταντινούπολη. Ενδεικτικό της πορείας των πραγμάτων ήταν ότι η προσέγγιση δεν επηράστηκε από τον απροσδόκητο θάνατο του Γιάννου Κρανιδιώτη που εκείνη την εποχή ακολουθήσε ανοιχτή πολιτική κατά της Τουρκίας.
Το καλό κλίμα στις διμερείς σχέσεις είχε και συνέχεια. Η Ελλάδα αποφάσισε να άρει το βέτο για την αποδοχή της Τουρκίας ως υποψήφιας προς ένταξη στην Ευρωπαική Ενωση χώρας. Σύνοδος κορυφής, Ελσίνκι, 1999. Η τότε ελληνική κυβέρνηση δεχόταν πυρά από την αξιωματική αντιπολίτευση ότι προέβαινε μονομερώς σε άρση των ελληνικών επιφυλάξεων χωρίς να πάρει τίποτα ως αντάλλαγμα από την Τουρκία. Σήμερα βέβαια δεν ακούσαμε καμμία κριτική για την επαναπροσέγγιση των δύο χώρων από τον ΣΥΡΙΖΑ που σημαίνει ότι σε αυτό τουλάχιστον υπάρχει συναίνεση. Η Άγκυρα τότε με παρότρυνση των ΗΠΑ δείχνει μια χειρονομία καλής θελήσεως και συμφωνεί στο άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Η κυβέρνηση τότε στο Ελσίνκι βγαίνει κερδισμένη αφού το ευρωπαικό συμβούλιο αποδέχτηκε ότι η επίλυση του Κυπριακού δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαική Ενωση. Επιτυχής ήταν επίσης η δημιουργία οδικού χάρτη για τις τουρκικές υποχρεώσεις ο οποίος όμως απαιτούσε διαρκή παρακολούθηση των μηχανισμών.
Τον Ιάνουαριο του 2000 ο Γιώργος Παπανδρέου επισκέπτεται την Τουρκία. Είχαν περάσει 38 χρόνια από την τελευταία επίσημη επίσκεχη του Ελληνα υπουργού εξωτερικών . Μερικές ημέρες αργότερα επισκέπτεται την Αθήνα και ο τούρκος ομόλογός του Ισμαήλ Τζεμ. Υιοθετουνται επίσης τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης αλλά και οι διευρευνητικές συνομιλίες.
Οι πληροφορίες λένε ότι και σήμερα όλα είναι έτοιμα για να πραγματοποιηθεί ακόμη ένας γύρος ανάλογων συνομιλιών. Η πολιτική βούληση υπάρχει και από την πλευρά Μητσοτάκη και από την πλευρά Ερντογάν και μένει να συμφωνηθεί αν πρέπει να γίνει τώρα ή μετά τις εκλογές που θα διεξαχθούν και στις δύο χώρες.
Και όπως σήμερα ο υφυπουργός εξωτερικών Κώστας Φραγκογιάννης επισκέφτηκε την Αγκυρα και συμφώνησε για την ανάπτυξη των σχέσεων σε οικονομικό επίπεδο, κάτι ανάλογο συνέβη και μετά τους σεισμούς του 1999. Εξαγωγές, τουρισμός, επενδύσεις , οι ίδιες θεματικές ενότητες τότε και τώρα για την ανάπτυξη της εκατέρωθεν επιχειρηματικότητας.
Πόσο όμως κράτησε αυτό το καλό κλίμα; Ήταν πραγματικότητα ή απλά μύθος ή φούσκα που κατέρρευσε;
Σταδιακά μια σειρά από γεγονότα αρχίζουν να δηλητηριάζουν το κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο από τους Ελληνοκύπριους επανέφερε την καχυποψία στην τουρκική πλευρά. Η εξαγορά της τουρκικής τράπεζας Finansbank από την Εθνική Τράπεζα προκάλεσε αντιδράσεις με το επιχείρημα ότι η μεγαλύτερη οικονομική τράπεζα της χώρας συνέδεσε την πορεία της με αυτή της τουρκικής οικονομίας. Και ασφαλώς η κατάρριψη ελληνικού αεροσκάφους στην Κάρπαθο με πιλότο τον σμηναγό Κωνσνταντίνο Ηλιάκη όταν δύο τουρκικά μαχητικά εισήλθαν στον χώρο του FIR-Αθηνών συνοδεύοντας ένα φωτογραφικό αεροσκάφος έκανε και τους ενθερμους υποσρτηρικτές της προσέγγισης να υποχωρήσουν.
Κανείς δεν μιλούσε πια για καλό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αντιθέτως ακολούθησε μια όξυνση τόσο στο ρητορικό επίπεδο όσο και επί του πεδίου που οδήγησε και στο θερμό καλοκαίρι του 2020 με το Orucs Reis.
H ευχετήρια επιστολή του Μεβλούτ Τσαβούσογλου ανήμερα της 25ης Μαρτίου ήταν αναμφίβολα πρωτοφανής και εντυπωσιακή. Ενδεχομένως φέρνει και πάλι στο τραπέζι την επανεκκίνηση του ουσιαστικού διαλόγου.
Αλλά ας μην έχουμε αμφιβολίες. Η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι γεμάτη από διπλωματία, επιστολές, επισκέψεις, μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Είναι όμως γεμάτη και από Ηλιάκηδες. Και κανείς δεν μπορεί να αποκλείει ένα νέο θερμό επεισόδιο, μια προβοκάτσια ένα ατύχημα. Καλοσωρίζουμε την επιστολή Τσαβούσογλου αλλά η ιστορία είναι εδώ και μας κοιτά κατάματα.