Το ζευγάρι που άφησε την πόλη και ζει σε ένα χωριό 110 κατοίκων στη Φλώρινα
Η απόφαση του εκδότη εφημερίδας Σταύρου Γεωργούλα και της συζύγου του φιλολόγου Αρετή Κοσμοπούλου να ανοίξουν ψητοπωλείο στη μαρτυρική Δροσοπηγή Φλώρινας.
Ο Σταύρος ήταν εκδότης τοπικής εφημερίδας στη Φλώρινα, η Αρετή φιλόλογος. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη, θα άλλαζε όλη τους την ζωή. Την πήρα από κοινού και νιώθουν δικαιωμένοι καθώς η ποιότητα ζωής τους άλλαξε. Άφησαν πίσω τους την πόλη για να βρεθούν και να ζήσουν σε ένα χωριό 110 κατοίκων, ανοίγοντας ψητοπωλείο. Το χωριό που ζουν και δραστηριοποιούνται είναι η μαρτυρική Δροσοπηγή, το χωριό της μητέρας του Σταύρου.
Σκοπός τους είναι η «Μπελκαμένη» τους να αποτελέσει ένα από τα ορόσημα της περιοχής.
Μιλώντας και οι δύο στο Newsbomb.gr θεωρούν πως η κίνηση τους θα βρει μιμητές και άλλοι νέοι θα αφήσουν πίσω τους το κομφούζιο της πόλης και θα αναζητήσουν την ποιότητα της ζωής τους στις ρίζες τους.
Στη Δροσοπηγή, τη μαρτυρική Δροσοπηγή, που απαριθμεί 110 κατοίκους, αποφασίσατε να κάνετε μια νέα αρχή εσύ και η σύζυγός σου… Πώς προέκυψε αυτό το εγχείρημα και γιατί;
«Η αλήθεια είναι ότι όλα προέκυψαν συγκυριακά. Τόσο εγώ όσο και η σύζυγός μου, η Αρετή, πριν ακόμα αποφασίσουμε να ζήσουμε στο χωριό της μητέρας μου, είχαμε ο καθένας τη δική του δουλειά, μέσω της οποίας, παρά τις δυσκολίες της εποχής, καταφέρναμε να επιβιώσουμε. Δεν είναι δηλαδή κάτι το οποίο προέκυψε από ανάγκη. Λίγο πριν παντρευτούμε αποφασίσαμε να συζήσουμε και η πρώτη μας σκέψη ήταν να βρούμε ένα σπίτι στην πόλη της Φλώρινας. Το συγκυριακό έχει να κάνει με το ότι επί πολλούς μήνες δεν στάθηκε δυνατό να βρούμε κάτι που να μας ταιριάζει. Επειδή, λοιπόν, υπήρχε ήδη το σπίτι στο χωριό, το οποίο βρίσκεται μόλις 15 λεπτά από την πόλη, κάποια στιγμή λίγο πριν την έναρξη της πανδημίας αποφασίσαμε να μείνουμε εδώ για λίγες μέρες για να απομονωθούμε και να ξεκουραστούμε. Και κατά τη διάρκεια αυτής της σύντομης διαμονής, αποφασίσαμε ότι η Δροσοπηγή είναι ένα μέρος που μας ταιριάζει, μακριά από τον θόρυβο και τους εξαντλητικούς και αγχωτικούς ρυθμούς της καθημερινότητας της πόλης. Ακόμα κι αν αυτό σαν σκέψη έγινε στη βάση του προσωρινού. Βέβαια, όπως λένε, ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Στην πορεία, λοιπόν, η ζωή μας εδώ καταλάβαμε γρήγορα ότι άρχισε να αποκτά μία σαφώς πιο ποιοτική βάση. Ζούμε κυριολεκτικά μέσα στο δάσος, δίπλα στη φύση, ξυπνάμε με τον ήχο των πουλιών και στη θέα πανέμορφων τοπίων, έχουμε τον κήπο μας, φροντίζουμε τα λουλούδια μας, τις γάτες και τα σκυλιά μας, γνωρίζουμε όλους μας τους γείτονες, οι οποίοι πρέπει να τονίσω ότι μας υποδέχτηκαν πρόσχαρα και φιλόξενα γιατί, όπως και να το κάνουμε, η παρουσία δύο νέων ανθρώπων ανανεώνει το χωριό… γενικά έχουμε βρει νόημα σε πράγματα που προηγουμένως ούτε φανταζόμασταν ότι θα εντάξουμε στις ζωές μας. Αυτό όμως που μας προβλημάτισε ιδιαίτερα, ήταν ότι το συγκεκριμένο χωριό, παρά το γεγονός ότι στο παρελθόν αποτελούσε τουριστικό θέρετρο και προορισμό για επισκέπτες από όλα τα μέρη της Ελλάδας –άλλωστε είναι φημισμένο για τις παραδοσιακές αρβανίτικες πίτες του- σήμερα ουσιαστικά αποτελεί σκιά του παρελθόντος, καθώς όλες οι επιχειρήσεις και τα καταστήματα έχουν κλείσει ενώ κάθε ανάγκη καλύπτεται με επίσκεψη στην πόλη της Φλώρινας. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κάνουμε μια κίνηση που θα μπορούσε να προσελκύσει και πάλι κόσμο στο χωριό μας, προκειμένου να ανακτήσει σιγά – σιγά την παλιά του ζωντάνια. Άλλωστε, θέλουμε ο τόπος που επιλέξαμε να μείνουμε, πέρα από το ιστορικό του παρελθόν και την παλιά του φήμη, να έχει και μέλλον…».
Μέχρι πρότινος εσύ Σταύρο έβγαζες εφημερίδα, έβαζες τίτλους, έστηνες σελίδες, έκανες ρεπορτάζ και εσύ Αρετή, πέρα από φιλόλογος, προετοιμαζόσουν για τις εξετάσεις διερμηνείας στην ελληνική νοηματική γλώσσα. Γιατί αφήσατε τα επαγγέλματά σας;
«Σταύρος: Η απόφαση για αλλαγή καριέρας ήταν κυρίως δική μου. Το πτυχίο μου είναι αυτό της Σχολής Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του ΑΠΘ, επάγγελμα το οποίο από πολύ νωρίς κατάλαβα ότι δεν θέλω να ακολουθήσω. Η ενασχόλησή μου με την «ηχώ», την εφημερίδα που εκδίδω, προέκυψε από την ανάγκη να βιοποριστώ. Παλαιότερα εκδιδόταν από τον αδερφό μου, ενώ ο πατέρας μου είναι επίσης δημοσιογράφος εδώ και πάνω από 25 χρόνια. Μεγάλωσα, λοιπόν, σε αυτό το πλαίσιο και μου ήταν απόλυτα οικείο. Η δουλειά αυτή μού ήταν γνώριμη από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια. Μπορώ να πω ότι το επάγγελμα του δημοσιογράφου – εκδότη μου άρεσε και η μετάβαση από τις σπουδές μου σε αυτό ήρθε πολύ ομαλά. Αλλά μετά από 9 χρόνια ενασχόλησης, κατέληξα ότι ο συγκεκριμένος χώρος απέχει πολύ από αυτό που η θεωρία και η δημοσιογραφική δεοντολογία πρεσβεύει. Αν θέλεις τη γνώμη μου, η δημοσιογραφία σήμερα, πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων, έχει πεθάνει… Αλλά αυτό είναι μια άλλη πολύ μεγάλη συζήτηση. Η φθορά, λοιπόν, που συσσωρεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια ήταν κάτι που ήθελα να αποβάλλω πλήρως από τη ζωή μου. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι ο πεθερός μου, που τυγχάνει να έχει και το όνομά μου, είναι συνταξιούχος σεφ, με πολύ μεγάλη εμπειρία στον χώρο. Κάθε φορά που μας έκανε το τραπέζι, σκεφτόμασταν ότι αυτές οι νοστιμιές πρέπει με κάποιον τρόπο να ξαναβγούν προς τα έξω και να μην τις απολαμβάνουμε μόνο εμείς. Και πάλι συγκυριακά, κατά τη διάρκεια της διαμονής μας στο χωρίο, έτυχε το κοινοτικό κατάστημα του χωριού, που πριν λειτουργούσε ως καφενείο, να μείνει ξενοίκιαστο. Εκεί ήταν που μπήκε για πρώτη φορά η εξής ιδέα: «Μήπως να το νοικιάζαμε εμείς και να το μετατρέπαμε σε ψητοπωλείο;».
Αρετή: Σε αντίθεση με τον Σταύρο, για μένα ήταν όνειρο ζωής να γίνω φιλόλογος. Η επαφή με τους μαθητές, η μεταλαμπάδευση της γνώσης αλλά και το ίδιο το αντικείμενο με κράτησαν στον χώρο μέχρι σήμερα χωρίς να υπάρχει καν η σκέψη να τα αφήσω πίσω μου. Παράλληλα, η ελληνική νοηματική γλώσσα και η ενασχόλησή με αυτήν αποτέλεσαν για μένα όαση, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πανδημίας. Δεν μπορώ να πω, λοιπόν, ότι η απόφαση να τα αφήσω πίσω μου προέκυψε ως αποτέλεσμα κούρασης ή φθοράς. Επειδή, όμως, τα πάντα στη ζωή αλλάζουν και κάνουν κύκλους, οι οποίοι κάποια στιγμή πρέπει να κλείσουν, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για κάτι καινούριο, κλήθηκα κι εγώ να πάρω μια απόφαση ζωής, που παρά τις πολλές δυσκολίες που γνωρίζω ότι έχει (γιατί λόγω του πατέρα μου έχω εικόνα του τι εστί να διευθύνεις και να εργάζεσαι σε ένα κατάστημα εστίασης), είναι για μένα μια τεράστια νέα πρόκληση. Βέβαια τη νοηματική δεν πρόκειται ποτέ να την αφήσω. Μάλιστα, παράλληλα με το νέο εγχείρημα, έχω σκοπό να δώσω εξετάσεις διερμηνείας του χρόνου τέτοια εποχή. Αλλά, όπως ανέφερε νωρίτερα και ο Σταύρος, με έθλιβε πολύ το γεγονός ότι ένα πανέμορφο χωριό με τόσες δυνατότητες, όπως η Δροσοπηγή, αφέθηκε ουσιαστικά στο έλεος του χρόνου και την παρακμή της εγκατάλειψης. Μπορώ να πω ότι με ιντρίγκαρε ιδιαίτερα η προοπτική του να δώσουμε και πάλι ζωή σε ένα πεθαμένο χωριό! Και μέχρι στιγμής, αν και είναι ακόμα αρχή και παρά τις πολλές δυσκολίες που συναντήσαμε σε αυτήν την προσπάθεια, μπορώ να πω ότι έχουμε δικαιωθεί ως προς την επιλογή μας».
Σε μια εποχή που η επαρχία και τα χωριά «ρημάζουν», εσείς πάτε και δίνεται ζωή σε ένα ακριτικό μέρος. Θεωρείς πως θα ακολουθήσουν κι άλλοι το παράδειγμά σας;
«Όπως προαναφέραμε, στόχος μας είναι το εγχείρημα αυτό να συμπαρασύρει και άλλους, ώστε το χωριό να αξιοποιήσει τη δυναμική που ακόμα διαθέτει. Οι προοπτικές, τουλάχιστον για τη Δροσοπηγή, πραγματικά είναι τεράστιες και υπάρχει εξαιρετικά γόνιμο πεδίο για ανάπτυξη και άλλων παράλληλων δραστηριοτήτων, επαγγελματικών και όχι μόνο, οι οποίες μπορούν να εξασφαλίσουν ένα πολύ καλό βιοτικό επίπεδο σε όσους έχουν το θάρρος να το τολμήσουν. Για το χωριό μας τουλάχιστον η αρχή έγινε. Γενικά, μετά την οικονομική κρίση και το πρωτόγνωρο σοκ της πανδημίας και του εγκλεισμού, θεωρώ ότι η τάση τα επόμενα χρόνια θα είναι η αποκέντρωση. Άλλωστε, το κόστος διαβίωσης στο χωριό, παρά τις δυσκολίες ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό της πόλης. Έστω από ανάγκη, λοιπόν, θεωρούμε ότι τα επόμενα χρόνια πολύς κόσμος θα επιστρέψει στην περιφέρεια και τα χωριά. Επιπλέον, μια μικρή κοινωνία μπορεί υπό κατάλληλες προϋποθέσεις να προσφέρει ένα καλύτερο πλαίσιο συνεργατικότητας και αλληλοϋποστήριξης μεταξύ των κατοίκων της σε σχέση με τις μεγαλουπόλεις. Επειδή οι καιροί είναι δύσκολοι και μάλλον θα γίνουν ακόμα δυσκολότεροι, όσο κι αν ακούγεται ίσως περίεργο σε πολλούς, πιστεύουμε ακράδαντα ότι ένα χωριό αποτελεί ιδανική επιλογή για εγκατάσταση αλλά και επαγγελματική επένδυση, καθώς αναδεικνύει ευκολότερα τις συλλογικότητες και προσφέρει έδαφος για την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των δυσκολιών της εποχής μας. Σίγουρα είναι πολλοί οι παράγοντες που καθιστούν απαγορευτική μια τέτοια κίνηση για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, όμως μόνο θετικά μπορούν να προκύψουν αν ακόμα περισσότεροι νέοι πάρουν την απόφαση ζωής να εγκατασταθούν μόνιμα στην περιφέρεια και τα χωριά. Οπότε μακάρι η δική μας ιστορία να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και για άλλους».
Θεωρείτε πως η επιχείρησή σας θα «τραβήξει» κόσμο στην περιοχή;
«Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης επιχείρησης είναι ότι ουσιαστικά έχει μονοπωλιακό χαρακτήρα, καθώς δεν υπάρχουν αντίστοιχα μαγαζιά στην περιοχή που να ασχολούνται με φαγητά σούβλας σε τέτοιον βαθμό και τέτοια ποικιλία. Η σούβλα είναι ένα κομμάτι του χώρου της εστίασης που έχει αντικειμενικά πολλές δυσκολίες και, αν μη τι άλλο, απαιτεί τεχνογνωσία και πολύ καλή διαχείριση προκειμένου να αποφέρει κέρδος. Επειδή, όμως, κάτι αντίστοιχο, όπως αναφέραμε, δεν υπάρχει και έλειπε από την ευρύτερη περιοχή, ήδη ο κόσμος, ειδικά τα Σαββατοκύριακα, το έχει αγκαλιάσει και δείχνει ότι μπορεί να πάει καλά, παρά τις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες. Επιπλέον, λόγω του ότι προμηθευόμαστε όλα μας τα προϊόντα από ντόπιους παραγωγούς, έχουμε καταφέρει σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό να συνδυάσουμε την καλή ποιότητα με καλές τιμές. Στόχος μας είναι όποιος επισκέπτεται το μαγαζί, να αισθάνεται ότι τρώει σαν να κάθεται στην αυλή του σπιτιού του. Σίγουρα υπάρχουν αστοχίες, όπως συμβαίνει άλλωστε σε κάθε τι καινούριο. Υπάρχει όμως το μεράκι, η αγάπη και η συνεχής διάθεση για βελτίωση, οπότε σιγά – σιγά γινόμαστε όλο και καλύτεροι. Αν συνυπολογίσεις σε όλα αυτά το ότι η Δροσοπηγή είναι ένα από τα ομορφότερα χωριά της ευρύτερης περιοχής και ως προορισμός αποτελεί ιδανική τοποθεσία για εκδρομή, χαλάρωση και απαγκίστρωση από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, τότε είναι μόνο στο χέρι μας το αν η «Μπελκαμένη» θα συνεχίσει να «τραβάει» κόσμο στην περιοχή».
«Μπελκαμένη» είναι το όνομα του μαγαζιού. Πώς προέκυψε αυτή η ονομασία;
«Το όνομα αντικατοπτρίζει την ιστορία του χωριού. Η Δροσοπηγή είναι το νέο χωριό, που εγκαινιάστηκε το 1954. Το παλιό χωριό βρίσκεται πιο βαθιά μέσα στο βουνό και ονομαζόταν «Μπελκαμένη». Το χωριό κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου κάηκε δύο φορές από τους Γερμανούς ως αντίποινα. Πιο συγκεκριμένα, σε συμπλοκή με τους αντάρτες στην είσοδο του χωριού σκοτώθηκαν Γερμανοί στρατιώτες, τα πτώματα των οποίων στη συνέχεια οι γυναίκες τα έθαψαν κάτω από κοπριές ζώων. Το ευτύχημα είναι ότι εκείνο το βράδυ έριξε πολύ πυκνό χιόνι με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να μην μπορέσουν να βρουν τους νεκρούς στρατιώτες. Αν έβρισκαν έστω και έναν, τότε το πιο πιθανό είναι ότι η «Μπελκαμένη» θα είχε την τύχη των Καλαβρύτων. Επειδή όμως δεν βρήκαν το παραμικρό, αποφάσισαν απλά να κάψουν το χωριό. Οι κάτοικοι το εγκατέλειψαν, καταφεύγοντας σε γειτονικά χωριά σαν πρόσφυγες. Ξαναγύρισαν αλλά το χωριό κάηκε για δεύτερη φορά ολοσχερώς. Σήμερα το παλιό χωριό είναι επισκέψιμο και μπορείς κανείς να δει το καμπαναριό, που έχει διασωθεί και περιγράμματα των σπιτιών τα οποία έχουν σκεπαστεί από την πυκνή βλάστηση. Η ιστορία είναι πολύ ενδιαφέρουσα και όποιος θέλει να αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες μπορεί να τις βρει στο διαδίκτυο αναλυτικά αλλά και σε συγγράμματα που έχουν γραφτεί κατά καιρούς. Εμείς προσπαθήσαμε να συνδέσουμε μέσω του μαγαζιού το νέο χωριό με το παλιό μαρτυρικό χωριό, δίνοντας αρχικά το όνομα αλλά και αποτυπώνοντας σε έναν τοίχο με πέτρα ό,τι έχει απομείνει από το παλιό καμένο χωριό όπως ακριβώς έχει διασωθεί σήμερα. Το συγκεκριμένο έργο είναι αποτέλεσμα της δουλειάς του πατέρα μου, Θανάση Γεωργούλα και μιας ομάδας φοιτητών της Σχολής Καλών και Εφαρμοσμένων Τεχνών υπό την καθοδήγηση του καθηγητή και φίλου κ. Χάρη Κοντοσφύρη».
Τι άλλο μπορεί να δει ένας επισκέπτης στο συγκεκριμένο χωριό;
«Πολλοί κάτοικοι του χωριού ήταν φημισμένοι κτίστες. Οι ίδιοι λοιπόν έχτισαν το νέο χωριό σταδιακά μετά την καταστροφή της Μπελκαμένης. Τα περισσότερα σπίτια, όπως και η πλατεία, το σχολείο και η εκκλησία είναι πετρόχτιστα παραδοσιακά κτίσματα. Το ίδιο και τα σοκάκια. Ακόμα και το σύστημα ύδρευσης του χωριού είναι χτισμένο από τους ίδιους τους τότε κατοίκους. Όλη η ιστορία του χωριού είναι συγκεντρωμένη στο λαογραφικό μουσείο του χωριού, που φιλοξενεί φωτογραφίες και σπάνια εκθέματα. Υπάρχουν πετρόχτιστα γεφύρια κατά μήκος του ποταμού, υπάρχει ο παραδοσιακός πετρόχτιστος νερόμυλος – νεροτριβή λίγο έξω από το χωριό, που ακόμα και σήμερα λειτουργεί κανονικά. Το απαράμιλλο φυσικό κάλλος θα ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό φυσιολάτρη. Το χωριό επίσης έχει τεράστια παράδοση στην αγιογραφία και τη ζωγραφική, με πάρα πολλούς καταξιωμένους αγιογράφους και ζωγράφους. Εξίσου σημαντική είναι η επαφή με τους σημερινούς κατοίκους! Ο κάθε ένας από αυτούς μπορεί να διηγηθεί τη δική του πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Η Δροσοπηγή βρίσκεται πολύ κοντά στο Νυμφαίο και τον Αρκτούρο, καθώς και τη στρατιωτική βάση του Βιτσίου στην κορυφή του βουνού, μέσα από διαδρομές που πραγματικά κόβουν την ανάσα και αποζημιώνουν τον επισκέπτη όλες τις εποχές του χρόνου. Γενικά όποιος επισκεφτεί τη Δροσοπηγή θα φύγει σίγουρα γεμάτος όμορφες εικόνες και εμπειρίες».
Στο μαγαζί τι σερβίρετε; Τι παίρνει ο κόσμος;
«Κάθε Παρασκευή -Σάββατο- Κυριακή προσφέρουμε αρνάκι στη σούβλα, κοντοσούβλι, κοκορέτσι, μπριζόλες σούβλας, πανσέτα σούβλας και άλλες εκπλήξεις.
Τις καθημερινές προσφέρονται πιάτα της ώρας με παϊδάκια ζυγούρι, σουτζουκάκια «Μπελκαμένη», μπιφτέκι γίγας «Μπελκαμένη», ψαρονέφρι, χοιρινές μπριζόλες, συκώτι μοσχαρίσιο, λουκάνικο χωριάτικο και πολλά ακόμα ξεχωριστά πιάτα ημέρας, με χειροποίητες σαλάτες, αλοιφές και ορεκτικά από ολόφρεσκα ντόπια προϊόντα. Φροντίζουμε φυσικά τα κρέατά μας να είναι ντόπια και ελληνικά.
Όπως είπαμε, στόχος μας ανοίγοντας το μαγαζί ήταν και παραμένει να προσφέρουμε στον επισκέπτη μια ξεχωριστή γευστική εμπειρία, που δύσκολα μπορεί να βρει στην περιοχή, σε συνδυασμό με ένα πολύ όμορφο περιβάλλον. Ο κόσμος έρχεται για να απολαύσει κάτι που, όπως φαίνεται, του έλειπε και το ευτύχημα είναι ότι είναι πολύ δεκτικός στο να δοκιμάσει πιάτα που δεν αποτελούν κάτι σύνηθες για τα σημερινά δεδομένα της Φλώρινας. Μεταξύ μας, πέρα από τις σούβλες, τα πιάτα που μέχρι στιγμής έχει κλέψει τις εντυπώσεις είναι τα παϊδάκια και τα σουτζουκάκια ζυγούρι, τα οποία έχουν γίνει ανάρπαστα!».
Ποιο είναι το μήνυμα που στέλνετε στους ανθρώπους που βρίσκονται σε αδιέξοδο στα αστικά κέντρα;
«Από μικροί ακούγαμε ότι αν πεθάνουν τα χωριά, τότε θα πεθάνουν και οι πόλεις. Δυστυχώς, η τάση τις τελευταίες δεκαετίες ήταν η συγκέντρωση στα μεγάλα αστικά κέντρα. Σίγουρα ένα χωριό δεν μπορεί να προσφέρει πολλές από τις επιλογές μιας μεγάλης πόλης. Όμως ταυτόχρονα είναι δεδομένο ότι μια μεγάλη πόλη δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προσφέρει αυτά που μπορεί κάποιος να βρει σε μια πιο μικρή τοπική κοινότητα. Φτάσαμε σε μια περίοδο που πρέπει όλοι μας να ιεραρχήσουμε εκ νέου τις ανάγκες μας και να σκεφτούμε πώς μας αξίζει να ζούμε.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, και κυρίως οι νέοι που βρίσκονται σε αδιέξοδο στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι σημαντικό να επανεξετάσουν τα δεδομένα και να τολμήσουν να επιστρέψουν στα χωριά. Μπορεί ο πρωτογενής τομέας να έχει υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη εξαιτίας της πολιτικής που ασκείται διαχρονικά, όμως πιστεύουμε ότι μπορεί να εξασφαλίσει έναν καλό μέσο όρο διαβίωσης.
Τα βουνά και οι κάμποι της Ελλάδας διαθέτουν αστείρευτο πλούτο, ικανό να εξασφαλίσει αυτονομία και αυτάρκεια. Φυσικά, κάτι τέτοιο απαιτεί οργάνωση, πολλή δουλειά, σχέδιο και κυρίως συνεργασία. Η ανταμοιβή όμως από το αποτέλεσμα είναι δεδομένο ότι θα ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Η επιστροφή στην περιφέρεια και το χωριό δεν είναι καταδίκη, αλλά μια εναλλακτική θεώρηση των πραγμάτων και της ζωής γενικότερα.
Πριν κλείσουμε θα θέλαμε από καρδιάς να ευχαριστήσουμε τους δικούς μας ανθρώπους, την οικογένεια και τους φίλους μας, χωρίς την πολύτιμη υποστήριξη και βοήθεια των οποίων τίποτα από όλα όσα έχουμε κάνει δεν θα ήταν εφικτό. Φυσικά οφείλουμε ένα τεράστιο ευχαριστώ στον κόσμο που μας τιμάει με την παρουσία του και έχει αγκαλιάσει με πολύ αγάπη αυτό το εγχείρημα.
Σας ευχαριστούμε πολύ για τη φιλοξενία και ευχόμαστε καλή αντάμωση στην όμορφη Δροσοπηγή Φλώρινας».
Δείτε κι αυτά από το Weekend Edition
Οι τελευταίοι αμαξάδες των Ιωαννίνων και ο νεότερος που συνεχίζει την παράδοση
Δέσποινα Ζακύρη: Δίνει ζωή σε...κολοκύθες
Made in Lemnos: Από το χωράφι… στο ταψί