Επιμηκύνεται λόγω κλιματικής αλλαγής η τουριστική περίοδος στην Ελλάδα
Κατά τις περασμένες εβδομάδες πολλές περιοχές της Ελλάδας ταλαιπωρήθηκαν από ακραίους καύσωνες, ενώ οι συχνά ανεξέλεγκτες πυρκαγιές κατέστρεψαν δεκάδες χιλιάδες εκτάρια γης.
Εξετάζοντας τις πιθανές συνέπειες των εν λόγω συνθηκών στον τουρισμό, η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt παρατηρεί πως «μέχρι στιγμής η Ελλάδα βίωσε ένα καλοκαίρι ακραίων καταστάσεων: τον πιο βροχερό Ιούνιο των τελευταίων δεκαετιών διαδέχθηκε ο πιο ζεστός Ιούλιος από την έναρξη των μετεωρολογικών καταγραφών. Στην Αθήνα οι αρχές απαγόρευσαν την πρόσβαση στην Ακρόπολη κατά τις μεσημεριανές ώρες, λόγω υψηλού κινδύνου θερμοπληξίας.
"Πάντα είχαμε κύματα καύσωνα, όμως αυτά γίνονται πλέον συχνότερα, πιο ακραία και με μεγαλύτερη διάρκεια”, λέει ο Χρήστος Ζερεφός, επόπτης του Κέντρου Έρευνας Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2023 θα μείνει στην ιστορία ως σημείο καμπής – "η κλιματική κρίση είναι εδώ"».
Η HB επισημαίνει πάντως ότι «οι ταξιδιωτικοί πράκτορες αντιδρούν ήδη: πολλοί εξ αυτών προσφέρουν πλέον ταξίδια στην Ελλάδα από τον Μάρτιο μέχρι και τον Νοέμβριο. "Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου συνεπάγεται λιγότερα πλήθη και λιγότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις”, λέει από την πλευρά του ο Κώστας Συνολάκης, πρόεδρος του Ελληνικού Επιστημονικού Συμβουλίου για την Κλιματική Αλλαγή.
Ο επιστήμονας δεν αναμένει άμεσες επιπτώσεις στον τουρισμό, ωστόσο αναμένει δραστικές μακροπρόθεσμες συνέπειες: "Εκτιμάται ότι η Μεσόγειος Θάλασσα θα μπορούσε να ανυψωθεί κατά περίπου ένα μέτρο μέχρι το 2100”, λέει ο Συνολάκης. Οι ελληνικές ακτές θα βρεθούν έτσι αντιμέτωπες με ένα "σημαντικό ζήτημα διάβρωσης” ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης παρέμβασης και του κακού σχεδιασμού των παράκτιων εγκαταστάσεων».
«Το ελληνικό οικονομικό θαύμα»
Με την ελληνική οικονομία σε διαρκώς ανοδική πορεία, ο μηνιαίος δείκτης επιχειρηματικού κλίματος αυξήθηκε στις 111,1 μονάδες τον Ιούλιο. «Το κλίμα δύσκολα θα μπορούσε να είναι καλύτερο», γράφει ο ανταποκριτής του Γερμανικού Δημοσιογραφικού Δικτύου (RND) στην Αθήνα, Γκερντ Χέλερ, προσθέτοντας πως «στην Ελλάδα επικρατεί ευφορία».
Επαινώντας την οικονομική διαχείριση της κυβέρνησης Μητσοτάκη κατά την τελευταία τετραετία, ο δημοσιογράφος τονίζει ακόμη πως «οι πολιτικές του συντηρητικού πρωθυπουργού είναι φιλικές προς τις επιχειρήσεις, όμως ταυτοχρόνως έχουν και έντονο κοινωνικό πρόσημο. Ο Μητσοτάκης ανακούφισε τους εργαζόμενους μειώνοντας τους φόρους εισοδήματος και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και αυξάνοντας τον κατώτατο μισθό σταδιακά από τα 650 στα 780 ευρώ. Από το 2019, ο αριθμός των θέσεων εργασίας αυξήθηκε από 2,2 σε 2,6 εκατομμύρια, ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 17,3% σε 11,1%. Την ανωτέρω πρόοδο επιβράβευσαν οι ψηφοφόροι και στις πρόσφατες εκλογές. [...] Έτσι η Ελλάδα, που κάποτε θεωρείτο αδύνατον να κυβερνηθεί, αποτελεί σήμερα ένα από τα περισσότερο πολιτικά σταθερά κράτη της Ε.Ε.»
Όσον αφορά την πολυαναμενόμενη επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, ο Χέλερ εξηγεί πως «κάτι τέτοιο δεν θα βελτίωνε μόνο τις δυνατότητες αναχρηματοδότησης του ελληνικού κράτους, αλλά θα διευκόλυνε τις ελληνικές επιχειρήσεις να δανειστούν με ευνοϊκότερους όρους και να επενδύσουν περισσότερα χρήματα. Αυτό είναι το κλειδί για τη βιώσιμη επιστροφή της πρώην χώρας της κρίσης. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν έντονα επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, όμως αποτελώντας 14% του Α.Ε.Π., εξακολουθούν να βρίσκονται πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 23%», καταλήγει ο ανταποκριτής.
Πηγή: dw.com