Λέκκας για Ισλανδία: Είμαστε έτοιμοι στην Ελλάδα για τη διαχείριση του ηφαιστειακού κινδύνου;

Ο καθηγητής και πρόεδρος του ΟΑΣΠ, Ευθύμιος Λέκκας με ανακοίνωση του αναφέρθηκε στην έκρηξη του ηφαιστείου στην Ισλανδία που σημειώθηκε το βράδυ της Δευτέρας και εξήγησε πόσο έτοιμη είναι η Ελλάδα να αντιμετωπίσει τον ηφαιστειακό κίνδυνο.
5'

Ο καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών και Πρόεδρος της Μόνιμης Επιστημονικής Επιτροπής Παρακολούθησης του Ελληνικού Ηφαιστειακού Τόξου του ΟΑΣΠ στάθηκε στην ετοιμότητα που επέδειξε η Ισλανδία για την αντιμετώπιση του φαινομένου.

Συγκεκριμένα, υπογραμμίζει σε ανακοίνωσή του πως «η Ισλανδία είναι χώρα των ηφαιστείων που εδώ και εκατομμύρια χρόνια έχει δομηθεί αποκλειστικά σχεδόν από λάβα, η οποία βρίσκει διέξοδο μέσα από δύο τεράστιες τεκτονικές πλάκες που αποκλίνουν και δημιουργούν κενό πλήρωσης από το διάπυρο μάγμα. Αυτό το χάσμα ουσιαστικά διατρέχει τη χώρα από τον βορρά έως τον νότο, διαιρώντας την σε δυο μεγάλα τεμάχη».

Ο ηφαιστειακός κίνδυνος στην Ελλάδα και η Σαντορίνη

Ο Ευθύμιος Λέκκας, εξηγεί παράλληλα ποιος είναι ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει η χώρα μας καθώς όπως αναφέρει «ένα παρόμοιο φαινόμενο αντιμετωπίσαμε το 2011-2012, στη Σαντορίνη, όπου υπήρχαν όλες οι ενδείξεις για την αύξηση της δραστηριότητας, ποτέ όμως δεν επήλθε η τελική έκρηξη, καθώς μετά από μια παρατεταμένη έντονη δραστηριότητα, οι μετρήσεις επανήλθαν τελικά σε φυσιολογικές τιμές ‘ηρεμίας’».

Ακολουθεί αναλυτικά η ανακοίνωση του Ευθύμιου Λέκκα

«Δεκατρία χρόνια μετά το 2010, οπότε και εξερράγη το Ηφαίστειο Eyjafjallajökull επηρεάζοντας άμεσα τη ζωή 2 εκατομμυρίων ανθρώπων και ακυρώνοντας πάνω από 60.000 πτήσεις σε όλη την Ευρώπη, ως αποτέλεσμα της τέφρας που εκτοξεύτηκε στην ατμόσφαιρα, η Ισλανδία αντιμετωπίζει με ψυχραιμία ακόμα μία μεγάλη ηφαιστειακή έκρηξη.

Βεβαίως, στην Ισλανδία κατά τακτά χρονικά διαστήματα, η ηφαιστειακή δραστηριότητα επανέρχεται όπως για παράδειγμα το 2014, οπότε και εξερράγη το ηφαίστειο Bardarbunga που βρίσκεται στο κέντρο της χώρας παράγοντας λάβα που κάλυψε 84 τετραγωνικά χιλιόμετρα και το ηφαίστειο Fagradalsfjall που εξερράγη το 2021 δημιουργώντας ένα τεράστιο εργαστήριο φύσης κοντά στην πρωτεύουσα Reykjavik, το οποίο επισκέπτονταν χιλιάδες τουρίστες κάθε μέρα.

Η Ισλανδία είναι χώρα των ηφαιστείων, που εδώ και εκατομμύρια χρόνια έχει δομηθεί αποκλειστικά σχεδόν από λάβα, η οποία βρίσκει διέξοδο μέσα από δύο τεράστιες τεκτονικές πλάκες που αποκλίνουν και δημιουργούν κενό πλήρωσης από το διάπυρο μάγμα. Αυτό το χάσμα ουσιαστικά διατρέχει τη χώρα από τον βορρά έως τον νότο, διαιρώντας την σε δυο μεγάλα τεμάχη.

Άλλωστε όλος ο Ατλαντικός ωκεανός είναι χωρισμένος στα δύο από μια επιμήκη μεσοωκεάνεια ράχη από ηφαιστειακά πετρώματα που καταλαμβάνουν την περιοχή απόκλισης των πλακών απομακρύνοντας την Ευρώπη από το ένα μέρος, και την Αμερική από το άλλο με ρυθμό μερικών εκατοστών κάθε χρόνο. Μια τέτοια ακριβώς ήταν η κίνηση, που χώρισε σταδιακά τις ηπείρους που πριν από 300 εκατομμύρια χρόνια ήταν ενωμένες σε μια ενιαία ήπειρο, την Παγγαία.

Το ηφαίστειο στην περιοχή Grindavik άρχισε να δραστηριοποιείται με έντονη αλλαγή στην ποσότητα και στη χημική σύσταση των εκπεμπόμενων αερίων, εκατοντάδες σεισμούς κάθε μέρα και κυρίως ανύψωση και εντυπωσιακές ρηγματώσεις στην επιφάνεια του εδάφους. Τα πρόδρομα φαινόμενα έδειχναν ότι υπήρχε υπέρβαση των ορίων και έτσι άρχισε η επιφανειακή ηφαιστειακή δραστηριότητα, η οποία αναμένετο να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις.

Σε κάθε περίπτωση η Ισλανδία είναι έτοιμη, κυρίως λόγω μεγάλης εμπειρίας, να αντιμετωπίσει μια τελική δράση του ηφαιστείου, με δομημένες υπηρεσίες παρακολούθησης, με εξοπλισμό, μέσα, με οργανωμένη πολιτική προστασία και κυρίως με ενημέρωση του γενικού πληθυσμού.

Μεταφορικά, μπορούμε να προσομοιώσουμε την έκρηξη ενός ηφαιστείου με το σπάσιμο ενός μπαλονιού, που ποτέ δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το τελευταίο «φύσημα» που θα οδηγήσει στη θραύση.

Οι ηφαιστειακές εκρήξεις πάντα προειδοποιούν για την δραστηριότητα, ποτέ όμως δεν «αποκαλύπτουν» τη χρονική στιγμή της έκρηξης, η οποία μπορεί τελικά και να μην εκδηλωθεί και το ηφαίστειο να επανέλθει στην κανονική και «ασφαλή» του δραστηριότητα.

Ένα παρόμοιο φαινόμενο αντιμετωπίσαμε το 2011-2012, στην Σαντορίνη, όπου υπήρχαν όλες οι ενδείξεις για την αύξηση της δραστηριότητας, ποτέ όμως δεν επήλθε η τελική έκρηξη, καθώς μετά από μια παρατεταμένη έντονη δραστηριότητα, οι μετρήσεις επανήλθαν τελικά σε φυσιολογικές τιμές «ηρεμίας».

Την κρίσιμη εκείνη περίοδο, που περίσσευαν οι κινδυνολογικές «επιστημονικές» απόψεις, από ξένα κυρίως κέντρα, για μεγάλη επικείμενη έκρηξη που θα δημιουργούσε προβλήματα στον κορυφαίο τουριστικό προορισμό, θεσμοθετήθηκε η Μόνιμη Επιστημονική Επιτροπή Παρακολούθησης του Ελληνικού Ηφαιστειακού Τόξου, που λειτουργεί στο πλαίσιο του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας. Η επιτροπή συγκροτείται από κορυφαίους επιστήμονες, εκπροσώπους Ερευνητικών Ιδρυμάτων και Πανεπιστημίων, οι οποίοι δεν εκφράζουν μόνο προσωπικές απόψεις, αλλά μεταφέρουν τις γενικότερες επιστημονικές θέσεις των Φορέων τους, ενώ παράλληλα αποτελούν και τον επιστημονικό σύμβουλο του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας.

Η Επιτροπή προσφάτως εισηγήθηκε την ενοργάνωση του Ελληνικού Ηφαιστειακού Τόξου με σύγχρονα συστήματα παρακολούθησης στα Μέθανα, στη Μήλο, στη Σαντορίνη, στην Κω και στη Νίσυρο, ενώ παράλληλα έχουν δεσμευτεί και οι αντίστοιχες πιστώσεις. Ο εξοπλισμός αυτός είναι απολύτως απαραίτητος και θα αντικαταστήσει μέρος των τοποθετημένων από το 2012 οργάνων, τα οποία υπέστησαν φθορές από την έντονη διαβρωτική επίδραση του ηφαιστειακού περιβάλλοντος.

Ειδικά στη Σαντορίνη έχει εκπονηθεί από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας και τους αρμόδιους φορείς το ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης του ηφαιστειακού κινδύνου με την κωδική ονομασία «Τάλως», το οποίο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, προβλέπει την αντιμετώπιση των επιπτώσεων στα έργα και στις κρίσιμες υποδομές, την έγκαιρη μεταφορά των κατοίκων σε ασφαλή σημεία, τη διασφάλιση της συγκοινωνίας από θάλασσα και αέρα και κυρίως τη διαχείριση του μεγάλου αριθμού επισκεπτών, ιδίως κατά τη θερινή περίοδο».