Έρχονται τα νέα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας
Η επέκταση της νέας γενιάς προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας τους επόμενους μήνες σε όλους τους Δήμους της χώρας, αποφασίστηκε από το υπουργείο Εργασίας.
Το πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας έχει πιλοτικό χαρακτήρα στους πρώτους 51 Δήμους, θύλακες υψηλής ανεργίας, συνδυάζοντας, για πρώτη φορά, την οκτάμηνη απασχόληση σε κοινωνικές και άλλες υποδομές, με την αναβάθμιση των προσόντων των μακροχρόνια ανέργων.
Υλοποιείται σε τρεις φάσεις
- η πρώτη φάση, αφορά δεκαεπτά (17) δήμους - θύλακες υψηλής μακροχρόνιας ανεργίας, με έναρξη τον Μάιο,
- η δεύτερη φάση, αφορά τριάντα τέσσερις (34) δήμους, με έναρξη δύο μήνες αργότερα, και
- η τρίτη φάση, αξιολογώντας ενδιάμεσα αποτελέσματα από την πιλοτική εφαρμογή του, αφορά τους υπόλοιπους δήμους της χώρας, με έναρξη τον Σεπτέμβριο του 2016.
Η κατάταξη των δήμων για την εφαρμογή της νέας γενιάς προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας προσδιορίστηκε από συνδυασμό ενιαίων και αντικειμενικών κριτηρίων που καταγράφουν το ποσοστό ανεργίας, τη μακροχρόνια ανεργία και την αυξητική τάση της μακροχρόνιας ανεργίας στα χρόνια της κρίσης.
Η τελική κατάταξή τους διαμορφώθηκε με βάση τα στοιχεία για την μακροχρόνια ανεργία του 2015, το ποσοστό της ανεργίας στους Δήμους το 2011 και το ποσοστό μεταβολής της μακροχρόνιας ανεργίας από το 2011 έως το 2015. Το 2011 επελέγη ως βάση σύγκρισης της αυξητικής τάσης, αφενός εξαιτίας της υψηλής ποιότητας των στατιστικών στοιχείων για το εργατικό δυναμικό ανά δήμο (χρονιά απογραφής) και, αφετέρου, διότι τρία χρόνια μετά την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αλλά και της αρνητικής επίδρασης πολιτικών που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα, ήδη αποτυπώνονται διαφοροποιήσεις σε τοπικό επίπεδο.
Σε δυο στάδια ο κατάλογος των δήμων πιλοτικής εφαρμογής
Στο πρώτο στάδιο, επελέγησαν δήμοι στους οποίους ο απόλυτος αριθμός των μακροχρόνια ανέργων ξεπερνά τους 1.000, έτσι ώστε η παρέμβασή μας να έχει το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Με αυτό το κριτήριο του όγκου της μακροχρόνιας ανεργίας επελέγησαν οι πρώτοι εκατόν δεκαεπτά (117) δήμοι σε σύνολο τριακοσίων είκοσι πέντε (325).
Στο δεύτερο στάδιο, καθένας από τους επιλεγέντες δήμους, αξιολογήθηκε με βάση τα εξής κριτήρια:
- α) ποσοστό ανεργίας (2011)1
- β) ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας επί των ανέργων ανά δήμο (2015), ώστε να προσδιορίσουμε το ειδικό βάρος της μακροχρόνιας ανεργίας σε κάθε δήμο,
- γ) δυναμική μεταβολή της μακροχρόνιας ανεργίας ανά δήμο την περίοδο 2011-2015.
Η βαθμολογία του κάθε δήμου σε κάθε ένα από τα παραπάνω κριτήρια καθορίστηκε ως εξής:
- α) εάν και πόσο η ανεργία στον Δήμο το 2011 ξεπερνούσε τουλάχιστον κατά 3% τον εθνικό μέσο όρο της ανεργίας,
- β) εάν και πόσο η μακροχρόνια ανεργία στον Δήμο το 2015 ξεπερνούσε τουλάχιστον κατά 3% τον εθνικό μέσο όρο μακροχρόνια ανέργων.
Για όσους δήμους επιλέγονται βάσει της βαθμολογίας που προκύπτει από τα κριτήρια α) και β), εφαρμόζεται για την τελική τους βαθμολογία και τρίτο κριτήριο, το οποίο διαφοροποιεί τους δήμους με βάση την αυξητική τάση της μακροχρόνιας ανεργίας. Το κριτήριο γ) είναι το εάν και πόσο ο μέσος όρος αύξησης της μακροχρόνιας ανεργίας στον Δήμο από το 2011 έως το 2015 ξεπερνούσε κατά 3% τον εθνικό μέσο όρο αύξησης.
Συνεπώς, η τελική σειρά κατάταξης των δήμων της χώρας προέκυψε συνδυαστικά από τη βαθμολογία που έλαβαν στα παραπάνω κριτήρια.
Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι τα νέας γενιάς προγράμματα οκτάμηνης κοινωφελούς εργασίας ενισχύουν την προσπάθεια των μακροχρόνια ανέργων να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας και όχι την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών των δήμων, οι οποίες δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από ευρωπαϊκούς πόρους.
1 Το ποσοστό της ανεργίας προκύπτει από τον λόγο του συνολικού αριθμού των ανέργων προς το άθροισμα του συνόλου των ανέργων και των εργαζομένων. Τα στοιχεία για το αριθμητικό σύνολο των εργαζομένων ανά Δήμο καταγράφονται στην Ελλάδα ανά δεκαετία, οπότε πραγματοποιείται η καθιερωμένη εθνική απογραφή. Επομένως, τα πιο πρόσφατα αξιόπιστα στοιχεία για το μέγεθος του εργατικού δυναμικού, το οποίο είναι απαραίτητο για τον υπολογισμό των ποσοστών ανεργίας του κάθε Δήμου, είναι εκείνα που προέκυψαν από τη τελευταία εθνική απογραφή, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2011.