ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Αλέκος Παναγούλης: Ο άνθρωπος που «μισούσε τους τυράννους»
Είναι Πρωτομαγιά του 1976 όταν κόβεται το νήμα της ζωής ενός βουλευτή, του Αλέκου Παναγούλη. Ενός όχι συνηθισμένου βουλευτή, αλλά ενός ανθρώπου που είχε καταδικαστεί δις εις θάνατον για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου.
Η ιστορία του Αλέκου Παναγούλη ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις κορυφαίες αντιδικτατορικές φιγούρες με κορυφαία πράξη του την απόπειρα δολοφονίας του Γ. Παπαδόπουλου, παραμένει ακόμη με σκιές.
Τι ακριβώς συνέβη; Πως γίνεται ένας τόσο έμπειρος οδηγός να βρίσκει τέτοιον θάνατο; Μήπως τον δολοφόνησαν; Ποιοι; Και γιατί; Ερωτήματα που πλανώνται μέχρι και σήμερα από κείνη την πρωτομαγιά του 1976 που το ιστορικό πια «Μιραφιόρι» του τον οδήγησε στον θάνατο.
Ήταν εκείνος που φυλακίστηκε και βασανίστηκε, αλλά κατάφερε να μείνει ζωντανός. Που χάραζε το σώμα του για να πεταχτεί αίμα για να’ χει υλικό να γράφει τα ποιήματά του. Εκείνος που μπορούσε να υπερασπιστεί ένα παιδί στον χωροφύλακα, για ένα κουλούρι που ‘κλεψε.
Δεν είναι μόνον ιστορική, αλλά σχεδόν μυθιστορηματική η παρουσία αυτού του ανθρώπου στα εγκόσμια. Ο άνθρωπος που «μισούσε τους τυράννους» και προσπάθησε να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο, έγραφε:
«Μην περπατάς πίσω μου, δε μπορώ να σε οδηγήσω. Μην περπατάς μπροστά μου, δε μπορώ να σε ακολουθήσω. Περπάτα πλάι μου και γίνε φίλος μου».
Το τροχαίο συνέβη Βουλιαγμένης και Ολγας στον Αγιο Δημήτριο την πρώτη του Μάη του 1976. Λίγη ώρα μετά το συμβάν έσπευσε στο σημείο και ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής.
Οταν ήρθε η Χούντα στα πράγματα, ο Α. Παναγούλης λιποτάκτησε από τον στρατό και ίδρυσε την Ελληνική Αντίσταση. Κατέφυγε στην Κύπρο και επέστρεψε με προτεραιότητα να σκοτώσει τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο.
Εκρηκτική προσωπικότητα ο Αλέκος Παναγούλης. Στις 17 Νοεμβρίου του 1968 καταδικάστηκε δις εις θάνατο για την απόπειρα δολοφονίας του Γ. Παπαδόπουλου. Φυλακίστηκε. Βασανίστηκε. Η ποινή δεν εκτελέστηκε ποτέ εξαιτίας και των σφοδρών διεθνών αντιδράσεων.
Τον Μάη του 1969 το καθεστώς της Χούντας του επιτρέπει μία και μοναδική φορά να βγει από το «κελί» του στο προαύλιο. Αυτό γίνεται μόνον και μόνον για να το φωτογραφίσουν και να δείξουν στην παγκόσμια κοινότητα ότι ο κρατούμενος αντιμετωπίζεται φυσιολογικά.
Αποφυλακίζεται το καλοκαίρι του 1973 κι αφού έχουν μεσολαβήσει αποδράσεις και απόπειρες και αφού έχει αρνηθεί την γενική αμνηστία των συνταγματαρχών προς τους πολιτικούς κρατούμενους.
Εκλέχθηκε βουλευτής με την Ενωση Κέντρου. Ξεκίνησε από τη νεολαία της Ενωσης Κέντρου η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε ΕΔΗΝ. Ανέλαβε την προεδρία της στις 3 του Σεπτέμβρη του 1974.
Ηταν «ταραξίας» ο Αλέκος Παναγούλης; Ετσι λένε. Μάζευε, λένε, φακέλους οι οποίοι αποδείκνυαν τη συνεργασία πολιτικών με τα όργανα ασφαλείας κατά την επταετία της Χούντας (γνωστοί ως φάκελοι ΕΣΑ). Αυτό δεν άρεσε εκείνα τα χρόνια, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Είχε βρει ο ίδιος τα αρχεία της ΕΣΑ (τα οποία περιέγραφαν τις σχέσεις των πολιτικών με τους βασανιστές της χούντας) στο σπίτι του τότε διοικητή της ΕΑΤ-ΕΣΑ, Χατζηζήση.
Μία τζάγκουαρ με βυσσινί χρώμα και ξένες πινακίδες, ήταν το αυτοκίνητο που σκότωσε τον Α. Παναγούλη την Πρωτομαγιά του 1976 σε ηλικία μόλις 38 ετών. Οδηγός ήταν ο Μιχάλης Στέφας ο οποίος και καταδικάστηκε για πρόσκληση τροχαίου (με ανθρωποκτονία εξ αμελείας) σε 16 μήνες φυλάκιση, ποινή εξαγοράσιμη.
Η σύντροφος του, διάσημη Ιταλίδα δημοσιογράφος, Οριάνα Φαλάτσι κατήγγειλε πως άνθρωποι που σχετίζονταν με την υπόθεση, συγχρωτίζονταν με ιταλικές ακροδεξιές οργανώσεις.
Η μάνα του η κυρία Αθηνά σπάραζε: «Τον φάγανε!» Ηταν ο δεύτερος γιος που έχανε. Ο πρώτος της, ο Γιώργος Παναγούλης, αξιωματικός του στρατού ο οποίος επίσης αγωνίζονταν ενάντια στη χούντα, δολοφονήθηκε υπό συνθήκες οι οποίες ακόμη παραμένουν αδιευκρίνιστες. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Ο τρίτος γιος της οικογένειας Παναγούλη, είναι ο βουλευτής Στάθης Παναγούλης.
Τα «Τραγούδια του Αγώνα»
Τον Αύγουστο του 1970 κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Ποιήματα» από τις εκδόσεις «8,1/2» του Βασίλη Βασιλικού ο οποίος προλόγιζε το βιβλίο αναφέροντας μεταξύ άλλων:
«Θέλω να νικήσω, αφού δε μπορώ να νικηθώ, γράφει ο Παναγούλης. Σ’ αυτό το “δε μπορώ” συνοψίζεται όλη η τραγική μοίρα του. Είχε ζητήσει να τον εκτελέσουν κι εκείνοι δεν τόλμησαν. Θέλησαν τη δικτατορία τους τυπικά αναίμακτη. Ετσι, προτίμησαν να τον καταδικάσουν σε αργό θάνατο. Μα ούτε και κάτω απ’ τις άθλιες συνθήκες της μακροχρόνιας απομόνωσης “μπόρεσε να νικηθεί”. Απόδειξη είναι τα ποιήματα αυτά, κραυγές εμπιστοσύνης στον Ανθρωπο και στον Αγώνα του.
Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί η δεύτερη ποιητική συλλογή. Και τα δύο βιβλία κυκλοφόρησε και στα Ιταλικά από τον εκδοτικό οίκο «Φλάβιο» στο Παλέρμο με πρόλογο του Πιέρ Πάολο Παζολίνι:
«Ο Παναγούλης μεταμορφώθηκε σε ποιητή μέσα από τα βασανιστήρια. Τη λογοτεχνία, που ήταν σ’ αυτόν καθαρά ρητορική, μεταμορφώνουν τα βασανιστήρια σε λογοτεχνία γνήσια».
Η σύντροφος του Οριάνα Φαλάτσι, στο βιβλίο «Ενας Αντρας» (εκδόσεις Εξάντας) γράφει μεταξύ άλλων:
«Εγραφες ακόμα κι όταν ο Ζαχαράκης σου’ παιρνε το χαρτί και το μολύβι, γιατί άρπαζες τη λιμίτσα που είχες κατά μέρος γι’ αυτόν το σκοπό, χάραζες τον αριστερό σου καρπό, μούσκευες στην πληγή ένα σπίρτο ή ένα ξυλαράκι κι έγραφες με αίμα όπου έβρισκες: στο περιτύλιγμα μιας γάζας, σ’ ένα κομματάκι πανί, ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα»...