Τέσσερις στους δέκα Έλληνες ερευνητές είναι γυναίκες
Όπως προκύπτει από την ανάλυση των επίσημων στατιστικών στοιχείων που παρήγε το ΕΚΤ, το 2011 απασχολούνταν συνολικά 29.879 γυναίκες σε έρευνα και ανάπτυξη (ερευνητές, τεχνικό προσωπικό, άλλο προσωπικό υποστήριξης), αριθμός που αντιστοιχεί σε ποσοστό 42,5% του συνολικού δυναμικού του χώρου της έρευνας και ανάπτυξης (70.229 άτομα), ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ28 είναι 34,8%. Με βάση το ποσοστό αυτό απασχόλησης γυναικών σε έρευνα και ανάπτυξη, η Ελλάδα κατατάσσεται 9η μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
Στην κατηγορία των ερευνητών κυριαρχούν οι άνδρες, με 63,3% έναντι 36,7% των γυναικών. Στο τεχνικό προσωπικό και το προσωπικό υποστήριξης οι γυναίκες είναι περισσότερες από τους άνδρες, με ποσοστά 51,6% και 54,5% αντίστοιχα.
Στους τρεις μεγαλύτερους τομείς εκτέλεσης έρευνας και ανάπτυξης, τον τομέα τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (τομέας HES), τον κρατικό τομέα (τομέας GOV) και τον τομέα επιχειρήσεων (τομέας BES), ο αριθμός των γυναικών που απασχολούνται ως προσωπικό έρευνας και ανάπτυξης είναι μικρότερος των ανδρών. Οι γυναίκες υπερτερούν ελαφρά των ανδρών στον τομέα των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων (τομέας PNP).
Αναλυτικότερα, στον τομέα τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης απασχολούνται συνολικά 20.687 γυναίκες σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης (ερευνήτριες, τεχνικό και άλλο προσωπικό υποστήριξης) και αποτελούν το 44,6% του συνολικού προσωπικού έρευνας και ανάπτυξης του τομέα. Στον κρατικό τομέα (GOV) απασχολούνται 5.730 γυναίκες (43,2% του συνολικού προσωπικού έρευνας και ανάπτυξης του τομέα) ενώ στον τομέα των επιχειρήσεων (BES) απασχολούνται 3.139 γυναίκες (31,4% του συνολικού προσωπικού έρευνας και ανάπτυξης του τομέα). Ο αριθμός των γυναικών που απασχολείται στον τομέα των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων (PNP) είναι 323 (50,7% του συνολικού προσωπικού έρευνας και ανάπτυξης του τομέα).
Με βάση αυτά τα ποσοστά απασχόλησης, η Ελλάδα βρίσκεται στην 19η θέση στον τομέα της τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στην 20η θέση στον κρατικό τομέα και στην 7η θέση στον τομέα των επιχειρήσεων.
Στην κατηγορία "Ερευνητές" η υψηλότερη συμμετοχή γυναικών καταγράφεται στον κρατικό τομέα (48,1% γυναίκες ερευνήτριες), ποσοστό που κατατάσσει την Ελλάδα στην 9η θέση, πάνω από τον κοινοτικό μέσο όρο (40,9%). Υψηλότερη θέση από τον κοινοτικό μέσο όρο έχει η Ελλάδα και στον τομέα των επιχειρήσεων καταλαμβάνοντας την 7η θέση, αν και το ποσοστό των γυναικών ερευνητριών στον τομέα είναι μόνο 30,8%. Στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης η Ελλάδα υπολείπεται του κοινοτικού μέσου όρου και με ποσοστό 35,6% γυναίκες στους ερευνητές κατατάσσεται 24η μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ.
Οι γυναίκες ερευνήτριες έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή από τους άνδρες στις "Ανθρωπιστικές Επιστήμες" (54,1%), ενώ υψηλό ποσοστό (43%) καταγράφεται και στον τομέα "Ιατρική και Επιστήμες Υγείας". Η μικρότερη συμμετοχή γυναικών (29,5%) αφορά το επιστημονικό πεδίο "Επιστήμες Μηχανικού & Τεχνολογία".
Στον τομέα της τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, οι γυναίκες ερευνήτριες απασχολούνται περισσότερο από ότι οι άνδρες στα επιστημονικά πεδία "Ιατρική και Επιστήμες Υγείας", "Κοινωνικές Επιστήμες" και "Ανθρωπιστικές Επιστήμες". Αντίστροφη είναι η εικόνα για τα επιστημονικά πεδία "Επιστήμες Μηχανικού & Τεχνολογία" και "Φυσικές Επιστήμες".
Στον κρατικό τομέα, στην Ελλάδα και τις περισσότερες χώρες της ΕΕ28, η απασχόληση των γυναικών ερευνητριών συγκεντρώνεται επίσης στα επιστημονικά πεδία "Ιατρική και Επιστήμες Υγείας", "Κοινωνικές Επιστήμες" και "Ανθρωπιστικές Επιστήμες".
Στον τομέα των επιχειρήσεων, το επιστημονικό πεδίο "Ιατρική και Επιστήμες Υγείας" είναι επίσης αυτό στο οποίο καταγράφονται υψηλότερα μερίδια απασχόλησης γυναικών.
Οι περισσότερες γυναίκες που απασχολούνται στην έρευνα και ανάπτυξη είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών ή πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ISCED 5A & 5B) και ακολουθούν οι κάτοχοι διδακτορικού τίτλου σπουδών (ISCED 6). Η ίδια εικόνα ισχύει και για τους άνδρες, με λίγο υψηλότερα ποσοστά διδακτόρων έναντι των γυναικών.
Οι γυναίκες παρουσιάζουν μεγαλύτερο μερίδιο στις χαμηλότερες ηλικιακές ομάδες, ενώ η τάση αυτή αντιστρέφεται καθώς αυξάνεται η ηλικία. Για τους άνδρες η κατανομή στις ηλικιακές ομάδες είναι περισσότερο ισορροπημένη, ιδιαίτερα στον κρατικό τομέα.
Το πρόβλημα πάντως δεν είναι άλλο από το φαινόμενο της "γυάλινης οροφής" (glass ceiling), της συσσώρευσης δηλαδή των γυναικών στις χαμηλές βαθμίδες της ιεραρχίας, είναι πραγματικότητα και στην Ελλάδα. Τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών υπερτερούν των ανδρών στις χαμηλότερες ακαδημαϊκές βαθμίδες (Γ και Δ), ενώ σταδιακά στις υψηλότερες βαθμίδες η εικόνα αντιστρέφεται: στη βαθμίδα Β τα ποσοστά ανδρών και γυναικών είναι περίπου ίσα, ενώ στη βαθμίδα Α οι άνδρες υπερτερούν σαφώς των γυναικών.
Επιπλέον, το ΕΚΤ εξέτασε την εκπροσώπηση των γυναικών το 2012 στα υψηλότερα όργανα διοίκησης των φορέων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Πρυτανικές Αρχές και Διοικητικά Συμβούλια των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ). Η συμμετοχή των γυναικών σε ανώτερες θέσεις και σε όργανα λήψης αποφάσεων είναι πολύ χαμηλή, κάτω από τα χαμηλότερα όρια ποσόστωσης που επιχείρησε να εισάγει ο νόμος 2839/2000.