Δημοψήφισμα Τουρκία: Για τι ακριβώς ψηφίζουν οι Τούρκοι – Τι δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις
Δημοψήφισμα Τουρκία: Στις 16 Απριλίου, οι Τούρκοι ψηφοφόροι θα προσέλθουν στις κάλπες σε ένα βαθιά αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα, προκειμένου να αποφασίσουν αν εγκρίνουν ή απορρίπτουν ένα πακέτο 18 συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες -επί της ουσίας- καταργούν τον Πρωθυπουργό της χώρας και αναδεικνύουν τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε «Σουλτάνο», ικανό να παραμείνει στην εξουσία τουλάχιστον έως το 2029. Ακολουθούν όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το τουρκικό δημοψήφισμα:
ΟΛΑ ΟΣΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΕΞΑΧΘΕΙ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΑ ΧΩΡΑ ΣΤΙΣ 16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Τι καλούνται να αποφασίσουν οι Τούρκοι στο δημοψήφισμα;
Η Τουρκία διοικείται έως σήμερα βάσει ενός κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος, όπου ο Πρωθυπουργός είναι επικεφαλής της κυβέρνησης και αρχηγός του κράτους, αν και διαθέτει περιορισμένες πολιτικές εξουσίες.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προτείνει την αλλαγή του Συντάγματος με στόχο η κύρια εκτελεστική εξουσία να περάσει στα χέρια του Προέδρου, πράγμα που σημαίνει ότι ο Πρόεδρος αναβαθμίζεται σε επικεφαλής της κυβέρνησης και ο ρόλος του Πρωθυπουργού καταργείται.
Πώς θα μοιάζει το νέο πολιτειακό σύστημα;
Αν το σχέδιο του Ερντογάν γίνει αποδεκτό στο δημοψήφισμα, η Προεδρία θα αποκτήσει μια εξαιρετικά ισχυρή θέση στην κορυφή της κυβέρνησης σε σύγκριση με τον εθιμοτυπικό -σε μεγάλο βαθμό- ρόλο που είχε έως σήμερα.
Ο Πρόεδρος θα καταστεί αρχηγός της κυβέρνησης της Τουρκίας, αποκτώντας την εξουσία να διορίζει και να αποπέμπει όλα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Θα διαθέτει επίσης την εξουσία να διορίζει ο ίδιος τα 2/3 των ανώτερων δικαστών της χώρας.
Παράλληλα, θα μπορεί να επιβάλλει ορισμένους νόμους με προεδρικά διατάγματα, ενώ θα έχει την εξουσία να αναιρεί την όποια ισχύ του κοινοβουλίου, κηρύσσοντας τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Το Κοινοβούλιο θα χάσει μέρος των αρμοδιοτήτων του, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητάς του να καλεί υπουργούς να εμφανιστούν ενώπιον των επιτροπών του.
Ποιο είναι το επιχείρημα υπέρ των αλλαγών;
Τόσο ο Ερντογάν, όσο και οι υποστηρικτές του, υποστηρίζουν ότι η Τουρκία χρειάζεται την ενίσχυση των προεδρικών εξουσιών, προκειμένου να αποφευχθεί η επιστροφή στις εύθραυστες πολιτικά κυβερνήσεις συνεργασίας του παρελθόντος, οι οποίες δεν είναι σε θέση να λαμβάνουν καίριες αποφάσεις.
Ο ίδιος τονίζει επανειλημμένως ότι το νέο σύστημα θα κάνει την κυβέρνηση της Τουρκίας ισχυρότερη και πιο αποφασιστική, ικανή να αντιμετωπίσει τις οικονομικές προκλήσεις, ενώ παράλληλα θα βρίσκεται σε καλύτερη θέση να υπερασπιστεί τη χώρα από εξωτερικές απειλές, όπως η τρομοκρατία και από εσωτερικές απειλές, όπως των Κούρδων ανταρτών και των επίδοξων πραξικοπηματιών.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι το σύστημα που προτείνει είναι παρόμοιο με αυτό των ΗΠΑ και της Γαλλίας, που διαθέτουν Προέδρους με εκτελεστική εξουσία.
Τι φοβούνται οι επικριτές του;
Υποστηρίζουν ότι το νέο σύστημα εναποθέτει πολύ μεγάλη δύναμη στα χέρια του Προέδρου, εξαλείφοντας τους δημοκρατικούς ελέγχους και τις ισορροπίες που απαιτούνται για να ελέγχονται οι αποφάσεις του.
Οι πολέμιοι της συνταγματικής μεταρρύθμισης ανησυχούν ότι το νέο σύστημα θα οδηγήσει σε αυταρχισμό -από έναν άνθρωπο που έχει κατηγορηθεί ήδη επανειλημμένως για απολυταρχικές τάσεις- αφού ο Πρόεδρος θα είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της δικαστικής, της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας.
«Ένας άνθρωπος με τόσες εξουσίες και επιρροή θα θέσει σε κίνδυνο το μέλλον της Τουρκίας», καταγγέλλεται από την αντιπολίτευση, η οποία υπογραμμίζει ότι «τέτοιες εξουσίες δεν είχε ούτε ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ», ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας. Το σχέδιο του Ερντογάν απειλεί ευθέως την τουρκική δημοκρατία επισημαίνεται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας αφού «αν δεν υπάρχει ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, αν δε μπορεί να ασκηθεί έλεγχος στα νομοθετικά και εκτελεστικά όργανα, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον δημοκρατία».
Παράλληλα, η αντιπολίτευση καταγγέλλει επίσης το γεγονός ότι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος γίνεται ενόσω εξακολουθεί η χώρα να βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία ισχύει μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.
Επίσης, οι επικριτές του ανησυχούν για τον Ερντογάν προσωπικά. Σύμφωνα με το νέο σύστημα θα μπορούσε ενδεχομένως να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το 2029. Δεδομένου ότι ο νυν Πρόεδρος της Τουρκίας εκλέχθηκε πρωθυπουργός το 2003, κάτι τέτοιο θα του επέτρεπε να ορίζει την τύχη της Τουρκίας επί 26 χρόνια.
Ποιος υποστηρίζει το «Ναι» και ποιος το «Όχι»
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το συντηρητικό του κόμμα AKP είναι υπέρμαχοι του «Ναι». Υποστηρίζονται από την ηγεσία του MHP, ένα μικρό υπερ-εθνικιστικό κόμμα.
Η εκστρατεία του «Όχι» διεξάγεται από το κοσμικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, που είναι και η επίσημη αντιπολίτευση και ήταν κάποτε κυρίαρχο πολιτικό κόμμα της Τουρκίας.
Το κουρδικό κόμμα HDP υποστηρίζει επίσης την ψήφο του «Όχι» μαζί με μια πολιτική φράξια των υπερ-εθνικιστών του MHP και ένα ευρύ φάσμα αριστερών πολιτικών δυνάμεων.
Θα υπάρξει νοθεία;
Οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές θεωρούν πως μάλλον όχι. Αν και Ερντογάν ασκεί πολιτική διευρυμένης καταστολής, με απολύσεις εκατοντάδων χιλιάδων δικαστικών, αστυνομικών, στρατιωτικών, πανεπιστημιακών υπαλλήλων, εκφοβισμό ή φυλάκιση πολιτικών αντιπάλων του, κλείσιμο εφημερίδων, περιοδικών και συλλήψεις δημοσιογράφων, και όλα τα παραπάνω με αφορμή το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου έτους, και παρά το γεγονός ότι η πολιτική καμπάνια του «Όχι» βρίσκεται συχνά αντιμέτωπη με μια εκστρατεία εκφοβισμού, παρ' όλα αυτά, πολιτικοί και ανεξάρτητοι αναλυτές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι οι ψήφοι θα καταμετρηθούν δίκαια και αμφιβάλλουν ότι η κυβέρνηση θα τολμήσει να επιχειρήσει μια μεγάλης κλίμακας εκλογική νοθεία.
Τι δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις για το δημοψήφισμα;
Λιγότερες από τρεις εβδομάδες πριν από το κρίσιμο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου στην Τουρκία με επίκεντρο τη συνταγματική αναθεώρηση που θα ανοίξει τον δρόμο για την ενίσχυση των εξουσιών του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι η μάχη μεταξύ του «ναι» και του «όχι» προμηνύεται αμφίρροπη.
Δύο υψηλόβαθμα στελέχη του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης δήλωσαν στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς ότι σε έρευνα που διενεργήθηκε έπειτα από παραγγελία του, το ποσοστό υπέρ του «ναι» ανερχόταν στο 52% στις αρχές Μαρτίου καταγράφοντας πτώση σε σύγκριση με το 55- 56% που καταγράφθηκε πριν από ένα μήνα, αν και αναμενόταν ότι η διαμάχη που βρίσκεται σε εξέλιξη με την Ευρώπη τις τελευταίες εβδομάδες θα κινητοποιούσε τους εθνικιστές και θα έδινε ώθηση στο στρατόπεδο του «Ναι».
Οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας περιγράφουν μια ανάμικτη εικόνα για το αποτέλεσμα μιας εκλογικής αναμέτρησης που έχει διχάσει τη χώρα.
Δημοσκόπηση που δημοσιοποιήθηκε στις 29 Μαρτίου από την εταιρεία ORC, που θεωρείται ότι πρόσκειται στην κυβέρνηση, και διενεργήθηκε το διάστημα 24-27 Μαρτίου στις μισές από τις 81 επαρχίες της Τουρκίας, δείχνει ότι το ποσοστό υπέρ του «Ναι» ανέρχεται σε 55,4%.
Αντιθέτως, ο Μουράτ Γκεζιτζί, η εταιρεία δημοσκοπήσεων του οποίου τείνει να καταγράφει μεγαλύτερη υποστήριξη στα ποσοστά του «Όχι», δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς ότι καμία από τις 16 δημοσκοπήσεις που διεξήγαγε η εταιρεία του τους τελευταίους 8 μήνες δεν έχει καταδείξει ότι το «Ναι» προηγείται. Ο ίδιος αναμένει την επικράτηση του «Όχι» με ένα ποσοστό μεταξύ 51-53%, βάσει των τελευταίων στοιχείων που διαθέτει.
Ωστόσο καμία από τις δημοσκοπήσεις δεν καταδεικνύει ότι το ποσοστό υπέρ της συνταγματικής αναθεώρησης θα ανέλθει σε 60%, το οποίο επιθυμεί ο Τούρκος Πρόεδρος, όπως επισημαίνουν αξιωματούχοι στην Άγκυρα.
Η ανομοιότητα στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων οφείλεται εν μέρει στις πολιτικές συμπάθειες των εταιρειών δημοσκοπήσεων της Τουρκίας.
Ωστόσο αντανακλά και το γεγονός ότι μέρος της τουρκικής κοινής γνώμης παραμένει αναποφάσιστο, συμπεριλαμβανομένων υποστηρικτών του AKP που ενδεχομένως δεν νιώθουν άνετα με την τόσο μεγάλη συγκέντρωση δύναμης στα χέρια του Ερντογάν.
(Με πληροφορίες από Ηurriyet, Dailysabah, Haberturk, ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters, Telegraph)