«Ψυχρός Πόλεμος 2.0» ή όχι; Η πραγματική φύση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ και Κίνας πέρα από τα «κλισέ»

Η αλλαγή κυβέρνησης στις ΗΠΑ φέρνει δραστικές αλλαγές στις σχέσεις με συμμάχους και αντιπάλους στο εξωτερικό, μετά την ταραχώδη περίοδο της προεδρίας Τραμπ.

«Ψυχρός Πόλεμος 2.0» ή όχι; Η πραγματική φύση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ και Κίνας πέρα από τα «κλισέ»
AP
7'

Ήδη η αμερικανική κυβέρνηση έχει δώσει δείγματα σκληρότερης στάσης απέναντι στη Ρωσία – τα οποία θα μπορούσε να πει κανείς πως αποκρυσταλλώνονται στις πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου Μπάιντεν- ενώ, στην περίπτωση της Κίνας, φαίνεται να διαμορφώνεται μια στρατηγική σύσφιγξης των σχέσεων με συμμάχους στην περιοχή, ώστε οι ΗΠΑ να φανούν πως μιλούν ως εκπρόσωποι μιας σειράς κρατών και όχι μεμονωμένα.

Γενικότερα μιλώντας, το θέμα της Κίνας θεωρείται πως είναι ένας από τους λίγους τομείς όπου συμβάδιζαν (σε γενικές γραμμές) οι θέσεις Τραμπ και Μπάιντεν- και, υπό αυτή την έννοια, δεν είναι λίγοι αυτοί που διαβλέπουν έναν νέο «Ψυχρό Πόλεμο» (ή «Ψυχρό Πόλεμο 2.0»), με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους από τη μία πλευρά και την Κίνα και τη Ρωσία (καθώς και άλλες περιφερειακές δυνάμεις) από την άλλη. Είναι ωστόσο έτσι τα πράγματα;

«Τροχιοδεικτικές» ενδεχομένως για την πορεία που θα ακολουθήσουν οι σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας θεωρείται πως θα είναι οι συναντήσεις μεταξύ κορυφαίων αξιωματούχων της κυβέρνησης Μπάιντεν και Κινέζων αξιωματούχων την Πέμπτη, με τον υπουργό Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, και τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, Τζέικ Σάλιβαν, να έχει προγραμματιστεί να συναντηθούν με τον κορυφαίο διπλωμάτη της Κίνας Γιανγκ Τζιετσί και τον υπουργό Εξωτερικών Γουάνγκ Γι στην Αλάσκα.

Όπως σημειώνεται σε δημοσίευμα του BBC, στην αμερικανική ομάδα δεν φαίνονται να υπάρχουν ψευδαισθήσεις, δεδομένου πως εν όψει της συνάντησης ο Μπλίνκεν είχε πει ότι δεν πρόκειται για «στρατηγικό διάλογο» και ότι προς το παρόν δεν υπάρχουν σχέδια για μια σειρά από επακόλουθες συναντήσεις. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, είπε, πρέπει οι επόμενες συναντήσεις να έχουν ως βάση την ύπαρξη «χειροπιαστής» προόδου στα θέματα των σινοαμερικανικών σχέσεων.

Οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται στο χειρότερο σημείο τους εδώ και χρόνια- και θεωρείται πως μάλλον θα επιδεινωθούν κι άλλο. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Σάλιβαν και ο κορυφαίος σύμβουλος του Μπάιντεν για την Ασία, Κερτ Κάμπελ, είχαν γράψει άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Foreign Affairs όπου αναφερόταν απερίφραστα πως «η εποχή του 'engagement' (θα αποδιδόταν εδώ ως αλληλεπίδραση, ή επαφή) με την Κίνα έχει φτάσει σε ένα άτυπο τέλος».

Οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν χαρακτηριστεί επανειλημμένα ως ένας νέος «Ψυχρός Πόλεμος»- ωστόσο, πέρα από τους εντυπωσιακούς τίτλους, αξίζει να σημειωθεί πως έχει σημασία το πώς χαρακτηρίζεται η σχέση μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου, καθώς καθορίζει το είδος των ερωτημάτων που τίθενται, και ως εκ τούτου τις απαντήσεις που λαμβάνονται, διαμορφώνοντας τις παραμέτρους πολιτικής.

Υπό αυτή την έννοια, όπως σημειώνεται στην ανάλυση του BBC, εάν ως «Ψυχρός Πόλεμος» ορίζεται μια μεγάλη αντιπαράθεση σε όλα τα επίπεδα ισχύος μεταξύ δύο ασύμβατων πολιτικών συστημάτων, τότε ξεκάθαρα η αντιπαλότητα ΗΠΑ- Κίνας παρουσιάζει κοινά στοιχεία με αυτήν μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ που χαρακτήρισε το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θεωρεί πως μια πιο «επιθετική» Κίνα αποτελεί τον μόνο ανταγωνιστή που είναι εν δυνάμει σε θέση να χρησιμοποιήσει συνδυαστικά οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική ισχύ για να αμφισβητήσει/αποτελέσει πρόκληση απέναντι σε ένα «σταθερό και ανοικτό διεθνές σύστημα». Γενικότερα μιλώντας, η φιλοσοφία στον Λευκό Οίκο επί Μπάιντεν φαίνεται να είναι να επιδιώκεται αντιπαράθεση με την Κίνα όποτε είναι απαραίτητο και να υπάρχει συνεργασία όπου είναι δυνατόν.

Η Κίνα φαίνεται να υιοθετεί μια παρόμοια στάση, υποδεικνύοντας την επιθυμία της για μια εποικοδομητική σχέση ενώ συνεχίζει να επιδιώκει με ένταση την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Παράλληλα, δεν χάνει ευκαιρία να υποδεικνύει αυτά που εκλαμβάνει ως αδυναμίες του αμερικανικού συστήματος, όπως τους χειρισμούς σχετικά με την πανδημία επί Τραμπ ή τα γεγονότα στο Καπιτώλιο, παρουσιάζοντας το δικό της κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο ως ανώτερο.

Οπότε, σημειώνει το BBC, εκ πρώτης όψεως, ο χαρακτηρισμός του «Ψυχρού Πολέμου» φαίνεται κατάλληλος- ωστόσο τίθεται ερώτημα κατά πόσον είναι πραγματικά χρήσιμος, δεδομένου πως στον «κανονικό» Ψυχρό Πόλεμο η ΕΣΣΔ και οι σύμμαχοί της ήταν σε μεγάλο βαθμό απομονωμένοι από την παγκόσμια οικονομία και υπήρχαν αυστηροί κανόνες ελέγχου εξαγωγών.

Αντίθετα, η Κίνα αποτελεί βασικότατο παράγοντα της παγκόσμιας οικονομίας, και η οικονομία της είναι στενά συνδεδεμένη με την αμερικανική. Επίσης, αν και η τεχνολογική διάσταση του Ψυχρού Πολέμου είχε τη μορφή αντιπαράθεσης σε τομείς όπως οι εξοπλισμοί και η «κούρσα του Διαστήματος», η νέα σινοαμερικανική αντιπαράθεση διέπει τεχνολογίες που έχουν βασικό ρόλο ως προς τη λειτουργία των κοινωνιών μας στο μέλλον, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και το 5G.

Επίσης, το διεθνές πλαίσιο είναι διαφορετικό: Επί Ψυχρού Πολέμου ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε δύο στατικά στρατόπεδα, συν ένα σημαντικό «ουδέτερο» μπλοκ (για το οποίο η Δύση συχνά θεωρούσε ότι υποστήριζε τους Σοβιετικούς). Σήμερα ο κόσμος μας είναι πολυπολικός, ωστόσο οι θεσμοί του δυτικού/ φιλελεύθερου κόσμου απειλούνται όσο ποτέ άλλοτε, κάτι που δίνει τη δυνατότητα στην Κίνα να επιδιώξει να επιβάλει τη δικιά της αντίληψη επί των πραγμάτων.

Πέραν αυτών, το μοντέλο του Ψυχρού Πολέμου παρουσιάζει και άλλους κινδύνους: Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια πολιτική αντιπαράθεση «μηδενικού αθροίσματος», όπου η μία πλευρά αμφισβητούσε τη νομιμότητα της άλλης. ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση δεν συγκρούστηκαν ευθέως, ωστόσο πολλές ζωές χάθηκαν σε «πολέμους αντιπροσώπων» ανά τον κόσμο. Στο τέλος υπήρξαν ξεκάθαρα νικητές και ηττημένοι, δεδομένου ότι το σοβιετικό σύστημα κατέρρευσε.

Πολλοί είναι αυτοί που ανησυχούν πως το να αντιμετωπίζεται η αντιπαράθεση Κίνας- ΗΠΑ με τέτοιους όρους θα μπορούσε να οδηγήσει σε λάθος εκτιμήσεις από τις δύο πλευρές, με απρόβλεπτες συνέπειες. Σε αυτό το πλαίσιο, κάτι που πρέπει να σημειωθεί είναι πως η Κίνα δεν είναι η Σοβιετική Ένωση. Από κάποιες απόψεις είναι ισχυρότερη: Στο ζενίθ του το ΑΕΠ της ΕΣΣΔ ήταν περίπου το 40% αυτού των ΗΠΑ. Η Κίνα θα έχει το ίδιο ΑΕΠ με τις ΗΠΑ εντός της δεκαετίας. Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα του BBC, η Κίνα είναι ένας ισχυρότερος ανταγωνιστής από οποιονδήποτε άλλον έχουν βρει απέναντί τους οι ΗΠΑ από τον 19ο αιώνα, και θα πρέπει να διαχειριστούν αυτή τη σχέση για δεκαετίες.

Καταλήγοντας, η ανάλυση του BBC καταλήγει στο συμπέρασμα πως επί της προκειμένης δεν υπάρχει «Ψυχρός Πόλεμος 2»- μα είναι κάτι πολύ πιο επικίνδυνο. Η Κίνα είναι ήδη αντίπαλος των ΗΠΑ στο ίδιο επίπεδο σε πολλούς τομείς- και αν και δεν είναι ακόμα μια υπερδύναμη πραγματικά παγκόσμιας εμβέλειας, αποτελεί ήδη ανταγωνιστή σε στρατιωτικό επίπεδο σε τομείς που έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια της Κίνας.

Υπό αυτή την έννοια, το πρόβλημα της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι πολύπλοκο, καθώς επιτάσσει διαφορετικές στάσεις και προσεγγίσεις απέναντι στο Πεκίνο- τόσο συγκρουσιακού χαρακτήρα, όσο και συνεργασίας.

«Το εύκολο κλισέ της ανερχόμενης Κίνας και των απερχόμενων ΗΠΑ- όπως όλα τα κλισέ- έχει ένα στοιχείο πραγματικότητας. Μα δεν περιλαμβάνει όλη την αλήθεια…η Κίνα έχει πολλά δυνατά σημεία μα επίσης πολλές αδυναμίες. Οι ΗΠΑ έχουν μεγάλες αδυναμίες μα επίσης έναν αξιοσημείωτο δυναμισμό και δυνατότητα επανεφεύρεσης του εαυτού τους.

Ωστόσο, όπως έδειξε ξεκάθαρα η πανδημία Covid-19, ό,τι συμβαίνει στην Κίνα δεν μένει στην Κίνα. Είναι ένας παγκόσμιος παίκτης που έχει σημασία για τις ζωές μας» υπογραμμίζεται στην ανάλυση.

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.

Διαβάστε επίσης:

Ηράκλειο: Το «θαύμα» και η μάχη για να κρατηθεί στη ζωή το τρίχρονο αγόρι

Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή