Δεν είναι μόνο ο Πικάσο: Οι ανεκτίμητοι πίνακες που έκαναν «φτερά»

Οι υποθέσεις των διακεκριμένων αυτών κλοπών που έκαναν πάταγο και των οποίων οι δράστες έζησαν τον δικό τους «μύθο», έχουν αφήσει το ανεξίτηλο στίγμα τους στο πέρασμα του χρόνου

Δεν είναι μόνο ο Πικάσο: Οι ανεκτίμητοι πίνακες που έκαναν «φτερά»
AP Images
13'

Εδώ και εννέα χρόνια, από το μακρινό 2012 και το βράδυ της 9 Ιανουαρίου, η Ελληνική Αστυνομία αλλά και η ΕΥΠ είχαν επιδοθεί στο κυνήγι του...χαμένου θησαυρού, ή με άλλα λόγια στην ανεύρεση και ανάκτηση των ανυπολόγιστης αξίας έργων του Πάμπλο Πικάσο «Γυναικείο Κεφάλι» και του έργου του Πιτ Μοντριάν «Ο Ανεμόμυλος Στάμερ» από την παλαιά Εθνική Πινακοθήκη.

Έργα που ο καθένας μπορεί να κατανοήσει την μοναδικότητά τους, την ανυπολόγιστη αξία τους, αλλά και το ιστορικό τους εκτόπισμα που χάνεται στο βάθος του χρόνου, εξαφανίστηκαν μέσα σε ένα βράδυ από την Εθνική Πινακοθήκη, στερώντας για χρόνια την λαμπερή και την επιμορφωτική τους παρουσία από το ελληνικό και παγκόσμιο κοινό. Η «κλοπή του αιώνα» όπως την αποκάλεσαν κράτησε για κάτι παραπάνω από εννέα χρόνια βάζοντας τα συγκεκριμένα έργα τέχνης στη «μαύρη λίστα» των χαμένων θησαυρών οι οποίοι αποσπάστηκαν βάναυσα από την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.

Οι υποθέσεις των διακεκριμένων αυτών κλοπών που έκαναν πάταγο και των οποίων οι δράστες έζησαν τον δικό τους «μύθο», έχουν αφήσει το ανεξίτηλο στίγμα τους στο πέρασμα του χρόνου, εμπνέοντας ακόμα και μεγάλους συγγραφείς όπως τον Μωρίς Λεμπλάν και τον Γκράχαμ Γκρην οι οποίοι διαμόρφωσαν την αστυνομική μυθοπλασία του 20ου αιώνα, ενώ και η βιομηχανία του κινηματογράφου αποτύπωσε με βραβευμένα και «εμπνευσμένα» σενάρια διάφορα ατμοσφαιρικά θρίλερ γύρω από τον συναρπαστικό χώρο της τέχνης με χαρακτηριστικά παραδείγματα το «Τέλειο Χτύπημα» του Τζουζέπε Τορνατόρε.

Στη λίστα των κλεμμένων αριστουργημάτων ανήκουν μερικά από τα διασημότερα έργα τέχνης παγκοσμίου φήμης, κάποια από τα οποία μάλιστα δεν βρέθηκαν ποτέ, κάποια άλλα ίσως κατέληξαν σε ιδιωτικές συλλογές ή ακόμα καταστράφηκαν στο αλισβερίσι των κυκλωμάτων εμπορίας, ενώ άλλα κατέληξαν σε δημοπρασίες ή επιστράφηκαν πίσω. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ιστορία τους που περνά στη σφαίρα των αστικών μύθων λυπεί και παράλληλα συναρπάζει ακόμα και σήμερα.

Πέταξε τον Πικάσο στα σκουπίδια

Το «Γυναικείο Κεφάλι» που δώρισε ο Πικάσο στην Ελλάδα, δεν ήταν το μοναδικό αριστούργημα του Ισπανού ζωγράφου, που θεωρείται από τους κυριότερους εκπροσώπους της τέχνης του 20ού αιώνα, το οποίο έπεσε θύμα κλοπής.

Στις 20 Μαΐου του 2010 στο Παρίσι συνέβη μία από τις πιο περίεργες κλοπές στην ιστορία της τέχνης. Πέντε πίνακες αξίας 500 εκ. ευρώ, ανάμεσά τους έργα των, Ματίς και Μοντιλιάνι, εκλάπησαν από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι.

Το αριστούργημα του Πικάσο «Το Περιστέρι Με Μπιζέλια» βρισκόταν ανάμεσα στα έργα που κλάπηκαν από το μουσείο. Οι αστυνομικές Αρχές το μόνο που εντόπισαν στη σκηνή του «εγκλήματος» ήταν ένα σπασμένο παράθυρο και ένα σπασμένο λουκέτο. Ο ληστής είχε καταφέρει χωρίς να προκαλέσει θόρυβο και με μεγάλη επιδεξιότητα να αφαιρέσει τους πίνακες από τα πλαίσια τους και να τους πάρει.

Όπως αποκάλυψε η κάμερα ασφαλείας, ο δράστης ήταν ένας, ο οποίος μάλιστα εντοπίστηκε και συνελήφθη το 2011. Ο ίδιος ομολόγησε την κλοπή, αλλά παράλληλα δήλωσε ότι από τον πανικό του πέταξε τον πίνακα του Πικάσο στα σκουπίδια.

Η κλοπή «θρίλερ» της Τζοκόντα

Η Μόνα Λίζα είναι αναμφισβήτητα το δημοφιλέστερο έργο ζωγραφικής. Το φιλοτέχνησε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι από το 1503 έως το 1507 στη Φλωρεντία, αλλά γρήγορα πέρασε σε γαλλικά χέρια. Αγοράσθηκε από τον γάλλο ηγεμόνα Φραγκίσκο Α' για τον πύργο του στο Φοντενεμπλό, φιλοξενήθηκε στο ανάκτορο των Βερσαλιών από τον Λουδοβίκο τον 14ο, κόσμησε την κρεβατοκάμαρα του Μεγάλου Ναπολέοντα και από το 1804 εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου.

Το μεσημέρι της 22ας Αυγούστου 1911 οι Γάλλοι πάγωσαν, όταν πληροφορήθηκαν ότι ο μοναδικός αυτός πίνακας είχε κλαπεί. Τις επόμενες μέρες το θέμα ήταν πρωτοσέλιδο στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου. Το περιστατικό αποκαλύφθηκε στις 11 το πρωί της 22ας Αυγούστου, όταν ο ζωγράφος Λουί Μπερού, που συνήθιζε να ζωγραφίζει αντίγραφα της Τζοκόντα και να τα πουλά στους επισκέπτες του Μουσείου, παρατήρησε με έκπληξη ότι ο πίνακας απουσίαζε από τη θέση του. Το ανέφερε στον αρμόδιο φύλακα, ο οποίος εντελώς βαριεστημένα του απάντησε ότι ίσως να βρισκόταν για συντήρηση. Ήταν Τρίτη και την προηγούμενη ημέρα (21 Αυγούστου) το Λούβρο ήταν κλειστό, λόγω της καθιερωμένης αργίας της Δευτέρας.

Όταν διαπιστώθηκε ότι η Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν στο συντηρητήριο σήμανε συναγερμός. Οι πόρτες του Μουσείου σφραγίστηκαν, τα σύνορα της Γαλλίας έκλεισαν και την υπόθεση ανέλαβε η αστυνομία, με επικεφαλής τον επιθεωρητή Λουί Λεπέν. Μία από τις πρώτες ενέργειες της γαλλικής κυβέρνησης ήταν να θέσει σε διαθεσιμότητα τον διευθυντή του Λούβρου Τεοφίλ Ομόλ, ο οποίος πριν από λίγους μήνες κόμπαζε ότι κανείς δεν μπορεί να κλέψει τη Μόνα Λίζα από το Μουσείο του.

Σχεδόν αμέσως, ο επιθεωρητής Λεπέν διαπίστωσε την κλοπή, καθώς ανακάλυψε την κορνίζα του πίνακα κάτω από μια σκάλα, πολύ κοντά στο σημείο που εκτίθετο η Τζοκόντα. Τώρα έπρεπε να ανακαλύψει τον δράστη ή τους δράστες του ανοσιουργήματος. Οι έρευνές του στράφηκαν στους κατώτερους υπαλλήλους του Μουσείου με τους γλίσχρους μισθούς, στους εμπόρους τέχνης του Παρισιού και στους νεαρούς καλλιτέχνες της αβάν-γκαρντ, που διάκειτο εχθρικά στην παραδοσιακή τέχνη. Οι παριζιάνοι από την πλευρά τους πίστευαν ότι πίσω από τη θρασύτατη κλοπή μπορεί να βρισκόταν κάποιος αμερικανός μεγιστάνας ή ήταν έργο της Γερμανίας, που ήθελε να δυσφημήσει τη μεγάλη της αντίπαλο. Όταν το Λούβρο άνοιξε και πάλι τις πύλες του στις 29 Αυγούστου, χιλιάδες Γάλλοι περνούσαν μπροστά από την άδεια θέση της Τζοκόντα και έκλαιγαν γοερά, λες και είχαν χάσει ένα προσφιλές τους πρόσωπο.

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1911 μία ακόμη έκπληξη περίμενε τους παριζιάνους. Η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη του διακεκριμένου γαλλοπολωνού ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ και του ανερχόμενου ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, ως υπόπτων για την κλοπή. Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια μέρα, καθώς δεν προέκυψε το παραμικρό στοιχείο εις βάρος του και ο Απολινέρ πέντε μέρες αργότερα. Ο Τύπος, όμως, είχε φροντίσει να τους χρίσει ενόχους: «Ο Απολινέρ είναι αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας» έγραφε η «Paris Journal» στις 13 Σεπτεμβρίου. Τρομοκρατημένος ο ποιητής πρόλαβε να γράψει στίχους στο κελί του, προτού πέσει σε βαθιά μελαγχολία. Η σύντομη κράτησή του και οι ανυπόστατες εις βάρος του κατηγορίες αμαύρωσαν σοβαρά τη φήμη και την αξιοπιστία του.

Για τα επόμενα δύο χρόνια οι έρευνες περιέπεσαν σε τέλμα, παρότι οι κλέφτες επικυρήχθηκαν με μεγάλα ποσά από το κράτος και ιδιώτες. Η Τζοκόντα είχε κάνει φτερά και πολύς κόσμος πίστευε ότι είχε καταστραφεί. Η κατάσταση άλλαξε άρδην στις 29 Νοεμβρίου 1913, όταν ο ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, του έγραφε ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, αφού λάμβανε μια εύλογη αμοιβή.

Ο Τζέρι έκλεισε ραντεβού στον Βιτσέντζο στις 10 Δεκεμβρίου στην γκαλερί του στη Φλωρεντία. Παρών στη συνάντηση ήταν και ο Τζιοβάνι Πότζι, διευθυντής της διάσημης πινακοθήκης της πόλης «Ουφίτσι», που δεν πολυπίστεψε αυτή την ιστορία. Την επομένη ο Βιτσέντζο οδήγησε τους δύο άνδρες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του «Τρίπολι-Ιτάλια». Με αποφασιστικές κινήσεις άνοιξε ένα μπαούλο και από ένα κρυφό πάτο τους φανέρωσε τον διάσημο πίνακα. Οι δύο άνδρες έδειξαν συγκρατημένη έκπληξη, καθώς γνώριζαν ότι κυκλοφορούν δεκάδες πλαστές Τζοκόντες. Για καλό και για κακό είχαν ειδοποιήσει τους Καραμπινιέρους, οι οποίοι συνέλαβαν τον Βιτσέντσο.

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αποκαλύφθηκε ότι το πραγματικό όνομα του Λεονάρντο Βιτσέντζο ήταν Βιτσέντζο Περούτζια. Ήταν τριάντα ετών με καταγωγή από το Κόμο και για ένα διάστημα είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο. Όταν έγινε γνωστό ότι ο πίνακας ήταν ο αυθεντικός, ένα κύμα συμπάθειας σηκώθηκε υπέρ του Περούτζια. Η κοινή γνώμη θεώρησε την πράξη του πατριωτική, αφού το βασικό του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην κοιτίδα της. Την ίδια γνώμη φαίνεται να είχαν και οι δικαστές, που τον καταδίκασαν σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο Περούτζια αποκάλυψε ότι αφαίρεσε τη Μόνα Λίζα από τη θέση της μεταμφιεσμένος σε συντηρητή του Μουσείου. Την έκρυψε κάτω από τη φόρμα του (ο πίνακας έχει μέγεθος 0,53 x 0,77 μ.) και βγήκε σαν κύριος από το Μουσείο. Το κρησφύγετό του ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο από το Λούβρο.

Η Μόνα Λίζα παρέμεινε για ένα μήνα στην Ιταλία, προτού επιστρέψει στη Γαλλία. Εκτέθηκε στο «Ουφίτσι» και στα μεγαλύτερα μουσεία της Ιταλίας και εκατομμύρια Ιταλών θαύμασαν το αινιγματικό της χαμόγελο. Στις 31 Δεκεμβρίου 1913, 60.000 άνθρωποι την κατευόδωσαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου. Ταξίδεψε σε ειδικά φυλασσόμενο βαγόνι της ταχείας Μιλάνου - Παρισίων και από τις 4 Ιανουαρίου 1914 εγκαταστάθηκε και πάλι στο Λούβρο, όπου εκτίθεται έως σήμερα, κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.

«Η Κραυγή του Μουνκ»: Τον άρπαξαν σε 50 δευτερόλεπτα

Η «Κραυγή» είναι το διασημότερο έργο του Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρντ Μουνκ, αλλά εξίσου διάσημες είναι και οι περιπέτειές του.

Ο διάσημος πίνακας δεν είναι ένας, αλλά τέσσερις, καθώς ο Μουνκ ζωγράφισε τέσσερις εκδοχές του ίδιου πίνακα.

Σύμφωνα με την ιταλική έκδοση της HuffPost, τρεις από αυτές εκτίθενται στο Όσλο, ενώ η τέταρτη δημοπρατήθηκε το 2012 στη Νέα Υόρκη στην τιμή ρεκόρ των 120 εκατ. δολαρίων. Βεβαίως, η περιπέτεια της «Κραυγής» δεν τελειώνει εδώ.

Η εκδοχή του 1893 έχει κλαπεί ήδη δύο φορές, και η επέτειος της πρώτης κλοπής συμπλήρωσε στις 12 Φεβρουαρίου, 25 χρόνια.

Τότε, το 1994, οι κλέφτες εισήλθαν σχεδόν ανενόχλητοι στην Εθνική Πινακοθήκη του Όσλο, σπάζοντας απλώς ένα παράθυρο του κτιρίου.

Σύμφωνα με την αναπαράσταση στην οποία προχώρησαν οι αρχές, ο συναγερμός λειτούργησε αμέσως, όμως ο φύλακας της Πινακοθήκης δεν πρόλαβε να ειδοποιήσει τις αρμόδιες υπηρεσίες ασφάλειας για να επέμβουν έγκαιρα. Οι ληστές χρειάσθηκαν μόλις 50 δευτερόλεπτα για να εισέλθουν και να κλέψουν τον πίνακα του Νορβηγού εξπρεσιονιστή.

Την ευθύνη για την κλοπή ανέλαβε μία οργάνωση ενάντια στις αμβλώσεις, η οποία ενημέρωσε ότι θα επιστρέψει τον πίνακα μόνον εάν μεταδοθεί στην κρατική τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ κατά των αμβλώσεων με τίτλο «Η σιωπηρή κραυγή».

Η πρόταση ανταλλαγής του πίνακα έναντι της μετάδοσης του ντοκιμαντέρ δεν έγινε δεκτή, αλλά το έργο επέστρεψε τελικά στην Πινακοθήκη του Όσλο, χάρη στη δράση δύο «κρυφών» αστυνομικών, που προσποιήθηκαν ότι ήθελαν να αγοράσουν τον πίνακα αντί 250.000 στερλινών.

Ωστόσο, η περιπέτεια του πίνακα είχε και συνέχεια. Το καλοκαίρι του 2004 ακολούθησε η δεύτερη κλοπή του, από δύο ενόπλους που εισέβαλαν στην Πινακοθήκη του Όσλο την ώρα που άνοιγαν οι πόρτες για το κοινό. Εκτός από την «Κραυγή» οι ληστές απέσπασαν άλλο ένα έργο του Μουνκ, τη «Μαντόνα» (Παναγία).

Και τα δύο έργα, η αξία των οποίων εκτιμάται στα 92 εκατ. δολάρια, εντοπίσθηκαν και επέστρεψαν στην Πινακοθήκη, έχοντας υποστεί μόλις λίγες ελαφρές ζημιές λόγω της υγρασίας και των ακατάλληλων συνθηκών φύλαξής τους.

Αυτοί που δεν βρέθηκαν ποτέ

Βαν Γκογκ - «Άποψη της παραλίας του Σεβενίνγκεν»

Στις 7 Δεκεμβρίου του 2002, περίπου στις 8 το πρωί, δύο άγνωστοι σκαρφάλωσαν στην κορυφή του μουσείου Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ και κατάφεραν να μπουν στο εσωτερικό. Οι δράστες έκλεψαν μόνο δύο πίνακες, την «Άποψη της παραλίας του Σεβενίνγκεν» (1882) και την «Έξοδο από την εκκλησία της Νουνέν» (1884). Αυτοί οι πίνακες προέρχονται από τις καλύτερες καλλιτεχνικές περιόδους του μεγάλου ζωγράφου και σύμφωνα με υπολογισμούς η αξία τους ξεπερνά τα 20 εκατομμύρια δολάρια.

Το 2004, συνελήφθησαν δύο ύποπτοι, χωρίς ωστόσο να βρεθούν οι πίνακες, με το μουσείο του Βαν Γκογκ να προσφέρει το ποσό των 100.000 ευρώ σε όποιον δώσει πληροφορίες για τον εντοπισμό τους.

«Γυναίκα μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο»

Ήταν ο Οκτώβριος του 2012 όταν ένας από τους διασημότερους πίνακες του Γκοκέν εξαφανίστηκε από το μουσείο του Ρότερνταμ, μαζί και με άλλα εκθέματα όπως με δημιουργήματα του Πικάσο, του Μονέ, του Ματίς και του Φρόυντ.

Συνολικά οι πίνακες που έκανα «φτερά» σε μόλις τρία λεπτά έφταναν τους επτά με την αξία τους να ανέρχεται σε ούτε λίγο ούτε πολύ στα 18 εκατ. ευρώ. Οι Αρχές περίπου ένα μήνα μετά προχώρησαν σε δυο συλλήψεις μια εκ των οποίων έγινε στο Βερολίνο, ενώ η τύχη των πινάκων παραμένει μέχρι σήμερα ένα μυστήριο καθώς δεν εντοπίστηκαν ποτέ.

«Το κονσέρτο», Γιόχανες Βέρμεερ

Κινηματογραφική μπορεί να χαρακτηριστεί η κλοπή του πίνακα «Το κονσέρτο» που φιλοτεχνίθηκε το 1664 από τον διάσημο Ολλανδό ζωγράφο Γιόχανες Βέρμεερ.

Το 1990 δυο ληστές ντυμένοι αστυνομικοί, πέρασαν με ευκολία την ασφάλεια του μουσείου και κατάφεραν να αρπάξουν τον ανυπολόγιστης αξίας πίνακα μαζί με άλλα 13 έργα τέχνης.

Για την ιστορία ο πίνακας ο οποίος παραμένει εξαφανισμένος μέχρι τις μέρες μας, συγκαταλέγεται στα ακριβότερα έργα και εκτιμάται η αξία του περί τα 200 εκατ. δολάρια.

«Η καταιγίδα στη θάλασσα της Γαλιλαίας», Ρέμπραντ

Κι αυτός ο πίνακας βρίσκεται μεταξύ αυτών που κλάπηκαν από το μουσείο της Isabella Stewart Gardner στη Βοστώνη, φιλοτεχνήθηκε από τον Ρέμπραντ το 1633 και απεικονίζει το θαύμα του Ιησού στην θάλασσα της Γαλιλαίας, όπως περιγράφεται στο κατά Μαρκον Ευαγγέλιο.

Τον Μάρτιο του 2013, το FBI παραδέχθηκε σε συνέντευξη τύπου ότι γνωρίζει τους υπεύθυνους για τη μεγάλη ληστεία, αλλά δεν είναι σε θέση να κατονομάσει τους δράστες. Από τότε δεν έχει υπάρξει νέα ενημέρωση, ενώ η αμοιβή για την ανάκτηση του πίνακα ανέρχεται στα 5 εκατομμύρια δολάρια.

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.

Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή