Eνεργειακή κρίση: Νέα πρόταση της Κομισιόν, «βόμβα» στα θεμέλια της ενεργειακής ενότητας
Ένα βήμα μπρος, δύο πίσω από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για το ενιαίο πλαφόν στο φυσικό αέριο, καθώς συνεχίζεται το μπρα-ντε-φερ στην άτυπη Σύνοδο της Πράγας. Η Ευρώπη για πολλοστή φορά χωρίζεται σε στρατόπεδα στο μέτωπο της ενεργειακής κρίσης
Με την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη να αποτελεί ζητούμενο για μία ακόμη φορά, η άτυπη Σύνοδος Κορυφής που ολοκληρώνεται σήμερα στην Πράγα δεν πρόκειται να αποφασίσει οριστικά για την επιβολή ή μη πλαφόν στη χονδρική τιμή του φυσικού αερίου, όπως επιδιώκει η Ελλάδα και άλλα 15 κράτη – μέλη.
Σε μία «τρικλοποδιά» της τελευταίας στιγμής στο σχέδιο των 15, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προωθεί εναλλακτικό σχέδιο για την επιβολή πλαφόν μόνο στο αέριο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Παρά τις συνεχείς διακηρύξεις περί ενότητας και ομοψυχίας σε καιρούς χαλεπούς, η «σιδηρά κυρία» της Ευρώπης για μια ακόμη φορά φέρεται να κάνει ένα βήμα πίσω, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της Γερμανίας.
Η ελληνική πρόταση για γενικό πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου που πωλείται εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης -την οποία στηρίζουν οι «15»- είναι εντελώς διαφορετική από τη λεγόμενη «Ιβηρική Εξαίρεση», το πλαφόν μόνο στην ηλεκτροπαραγωγή που εφαρμόζουν Ισπανία και Πορτογαλία από το περασμένο καλοκαίρι.
Η τελική απόφαση θα ληφθεί πιθανότατα σε δεύτερο χρόνο αφού την προσεχή Τρίτη έχει προγραμματιστεί νέο έκτακτο συμβούλιο των υπουργών Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στο οποίο θα συζητηθούν οι τεχνικές προτάσεις της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, του Βελγίου και της Πολωνίας. Οι πέντε χώρες έχουν αναλάβει να παρουσιάσουν λεπτομερή στοιχεία για την πρότασή τους υπέρ του πλαφόν ώστε να καμφθούν οι αντιρρήσεις κυρίως των Γερμανών και των Ολλανδών.
Το κλίμα ωστόσο μεταξύ των «27» είναι εξαιρετικά τεταμένο και λόγω του πακέτου- μαμούθ ύψους 200 δις ευρώ που προωθεί η Γερμανία για να στηρίξει επιχειρήσεις και νοικοκυριά και η οριστική απόφαση για τη διευθέτηση της ενεργειακής κρίσης, καθυστερεί, σύμφωνα με πληροφορίες του Newsbomb.gr.
Η Γερμανία κατηγορείται από τους εταίρους της ότι επιλέγει δική της εθνική πορεία εκμεταλλευόμενη τις οικονομικές της δυνατότητες. Ιταλία, Γαλλία και Βέλγιο μεταξύ άλλων έστρεψσν τα πυρά τους κατά του Βερολίνου, με τους επιτρόπους Οικονομικών και Εσωτερικής Αγοράς, Πάολο Τζεντιλόνι και Τιερί Μπρετόν να δημοσιεύουν πρόταση έκδοσης κοινού χρέους για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Λίγο μετά ο πρωθυπουργός του Βελγίου Αλεξάντερ ντε Κρόο τόνισε πως «η συσσώρευση εθνικών μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, όπως αυτά που ανακοίνωσε η Γερμανία απειλεί να αποδυναμώσει την ισορροπία της ενιαίας αγοράς και να θέσει σε κίνδυνο τα δημόσια οικονομικά».
Το «ιβηρικό μοντέλο»
Στην απελευθερωμένη αγορά της ΕΕ, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας καθορίζεται από το πιο ακριβό καύσιμο που απαιτείται για την κάλυψη όλων των απαιτήσεων ηλεκτρικής ενέργειας. Στην περίπτωση αυτή, αυτό το καύσιμο είναι αέριο. Καθώς οι τιμές του φυσικού αερίου αυξάνονται, αυξάνονται και οι λογαριασμοί ρεύματος.
Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή είναι πρόθυμη να συζητήσει ένα ανώτατο όριο στην τιμή που πρέπει να πληρώσουν οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο για την προμήθεια φυσικού αερίου. Κατ' αρχήν, αυτό θα εξαιρούσε το αέριο που χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς, όπως η βιομηχανική παραγωγή και η θέρμανση των νοικοκυριών.
Το ανώτατο όριο μοιάζει με τους στόχους του «ιβηρικού μοντέλου», του σχεδίου που υιοθέτησαν δηλαδή η Ισπανία και η Πορτογαλία, ένα τεράστιο πρόγραμμα κρατικών ενισχύσεων που αντισταθμίζει εν μέρει το υψηλό κόστος που επιβαρύνουν τα εργοστάσια που λειτουργούν με φυσικό αέριο. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη σαφές εάν το μέτρο που προτείνει η φον ντερ Λάιεν θα ισοδυναμούσε με κρατική ενίσχυση ή θα διατηρηθεί με άλλα μέσα.
Η οικονομική δεξαμενή σκέψης Bruegel, με έδρα τις Βρυξέλλες, έχει προειδοποιήσει ενάντια σε αυτό το στοχευμένο ανώτατο όριο, υποστηρίζοντας ότι θα οδηγήσει σε υψηλότερη κατανάλωση φυσικού αερίου και σε διάχυση της επιδοτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας πέρα από τα σύνορα της ΕΕ. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, πάντως, προκύπτει το ερώτημα αν θα υπάρξει μία επί της ουσίας κοινή ευρωπαϊκή απόφαση.