«Fixing Branches», γλυπτά άνθη από Κλεοπάτρα Τσαλή
Γλυπτά έχουν ανοίξει διάλογο με φωτογραφίες συνθέσεων ikebana. «Μια πληροφορία πέρασε από γενιά σε γενιά, από γιαγιά σε εγγονή, σαν μια ιδιότυπη προίκα» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Κλεοπάτρα Τσαλή για την πρώτη ατομική έκθεσή της· η «Fixing Branches» θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα, με επιμέλεια της ομάδας Ammophila (Εύη Ρουμάνη, Περσεφόνη Νικολακοπούλου, Παναγιώτης Κεφαλάς).
Το περασμένο καλοκαίρι, η Τσαλή καταπιάστηκε με το αρχείο της γιαγιάς της, της γνωστής γλύπτριας Ρόζας Ηλιού, η οποία απεβίωσε πριν πέντε χρόνια. Σε έναν φάκελο υπήρχαν φωτογραφίες ikebana, της ιαπωνικής τέχνης σύνθεσης λουλουδιών. Τις έβαλε στον τοίχο, στο εργαστήριό της, και «χωρίς να το καταλάβω ξεκίνησα έναν διάλογο μαζί τους. Μου άρεσε που δεν ήξερα τίποτα για αυτή τη φάση που είχε περάσει (σ.σ. η Ρόζα Ηλιού είχε ζήσει δύο χρόνια στην Ιαπωνία, συνοδεύοντας τον σύζυγό της, ναυπηγό Μιχάλη Ηλιού). Δεν μου είχε μιλήσει ποτέ για αυτό το θέμα· ήταν τόσο ανοιχτό και μη χρωματισμένο από αφηγήσεις που μπορούσα να το μεταφράσω όπως ήθελα. Μέσα από αυτό τον διάλογο άρχισαν να γεννιούνται κάποια γλυπτά».
Δείτε την gallery:
Άρχισε να παρατηρεί ομοιότητες με τη μέθοδο που χρησιμοποιεί όταν δημιουργεί. «Η αναζήτηση και συλλογή των λουλουδιών στην ikebana μοιάζει με το κομμάτι της περιπλάνησης και συλλογής διαφόρων αντικειμένων, φυτών, υλικών στη δουλειά μου. Επίσης, το κομμάτι της σύνθεσης, το πώς θα στηθεί το έργο, τι ταιριάζει πού, οι ισορροπίες, οι γραμμές. Με ενδιαφέρει στην ikebana το στοιχείο του εφήμερου, του περαστικού· έχει μια σύντομη, πολύ συγκεκριμένη διάρκεια. Και εγώ δουλεύω αρκετά με το στοιχείο του εφήμερου· η διάρκεια δεν είναι αυτοσκοπός. Έτσι, αυτές οι φωτογραφίες έγιναν η αφορμή να πω μια ιστορία για το ποια ήταν η γιαγιά μου, μέσα από μένα και μέσα από μια καινούργια δουλειά» εξηγεί.
Πώς ξετυλίχθηκε αυτός ο μίτος; Ξεκίνησε τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Φλώρινα. «Το εργαστήριό μου ήταν σε ένα χωριό, το Μεσονήσι. Πήγαινα κάθε μέρα με το ποδήλατο και περνούσα μέσα από τα χωράφια, το νερό, τα δέντρα. Το στοιχείο της φύσης με επηρέασε έντονα. Πρώτη φορά το βίωσα πραγματικά. Είχα συνηθίσει το γκρί και τις αποχρώσεις του στην Αθήνα, ενώ τώρα βίωνα όλα τα χρώματα όπως πραγματικά είναι στη φύση: το κίτρινο από τα ηλιοτρόπια, το κόκκινο από τις πιπεριές, το πράσινο, το λευκό χιόνι... » αφηγείται. Ξεκίνησε να παρατηρεί τα σπίτια, σπίτια από χώμα, πλίνθινα. «Υπήρχε σε σημαντικό βαθμό το βαλκανικό στοιχείο, μπερδεμένο με κάτι γύψινα αντίγραφα, αρχαιοελληνικές κολόνες και Αφροδίτες, και γκαζόν κουρεμένο σε αμερικάνικο στιλ. Όλες αυτές οι εικόνες και οι περίεργοι συνδυασμοί από διαφορετικούς τόπους και χρόνους που καταλήγουν σε μια δομή, ένα σπίτι, μια στέγη, μια ανθρώπινη ιστορία· μου φάνηκαν ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα έρευνας. Άρχισα λοιπόν να "χτίζω" τα δικά μου γλυπτά επηρεασμένη από αυτές τις εικόνες. Η πτυχιακή μου είχε τίτλο: "Το σπίτι μου είναι στη μέση του πουθενά"» εξομολογείται.
«Η "μέση του πουθενά" είναι ένας άλλος τόπος. Ένας τόπος που συναντά κανείς σε μια εσωτερική περιπλάνηση» έχει γράψει στην πτυχιακή της. «Τα σπίτια στη μέση του πουθενά δεν ταυτίζονται πια με τη λειτουργία για την οποία είναι προορισμένο ένα σπίτι στην κοινή του χρήση, όπως το γνωρίζουμε ως κατοικία, ως τόπο ανάπαυσης, αναψυχής, εργασίας και παροχής ασφάλειας. Η αβεβαιότητα είναι το ουσιώδες γνώρισμά τους... Μπορούμε ακόμα να πούμε ότι τα "σπίτια στη μέση του πουθενά" χτίζονται με απώτερο σκοπό να γκρεμιστούν, όχι να διαρκέσουν» καταλήγει.
Μιλώντας για τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις της, διευκρινίζει ότι ένας επινοημένος χαρακτήρας, μια φιγούρα σε ταξίδι συνδέει όσα την απασχολούν. Στο ταξίδι της, «η φιγούρα έχει στη διάθεσή της το αόρατο σπίτι, το σπίτι της μνήμης και της φαντασίας της, όπως και το ελάχιστο σπίτι, δηλαδή, ένα ρούχο, μια στολή που λειτουργεί σαν προστατευτικό κουκούλι, στα μέτρα της, και μπορεί να το μεταφέρει μαζί της. Το σπίτι γίνεται σκηνή και η σκηνή γίνεται ρούχο, σε μια πιο ανάλαφρη εκδοχή της αρχιτεκτονικής. Το ρούχο είναι το σπίτι που απομένει όταν όλες οι στέρεες δομές έχουν εκλείψει» σημειώνει.
Στο μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς της ασχολείται με την ύλη. «Μου αρέσει η διαδικασία της κατασκευής, το παιχνίδι με τα υλικά και η σωματική σχέση με τα γλυπτά μου» δηλώνει. Ωστόσο, στο τελευταίο της πρότζεκτ, με την επωνυμία «Fereikos», συνεργαζόμενη με τους Αλέξη Καραντάνα και Νίκο Αντωνόπουλο δημιούργησε ένα βίντεο στο οποίο μια φιγούρα (φτιαγμένη σε 3D πρόγραμμα) κινείται μέσα στην έρημο του Google Maps. «Στο ταξίδι της, η φιγούρα έχει τη δυνατότητα να μεταφέρεται από τον φυσικό στον άυλο χώρο του διαδικτύου» λέει. «Η φιγούρα δεν έχει φύλο, η διαδρομή που κάνει είναι μια διαρκής αναζήτηση και επαναδιαπραγμάτευση της ύπαρξης και της ταυτότητάς της. Μέσα στον ρευστό χώρο του διαδικτυακού της ταξιδιού βρίσκει την ελευθερία και το περιθώριο να είναι όπως θέλει, να αλλάζει όσο θέλει. Επειδή δεν έχει πατρίδα, βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς μετάβασης, καθώς αναζητά την ταυτότητά της. Η φιγούρα είναι ένας σύγχρονος νομάδας» είχε γράψει στην πτυχιακή του μεταπτυχιακού της στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Έχοντας ήδη διασχίσει στην καλλιτεχνική δημιουργία της τα σύνορα μεταξύ φυσικού και άυλου κόσμου, τονίζει πως δεν νιώθει «υποχρέωση να δουλέψω με τεχνητή νοημοσύνη για να κάνω κάτι πρωτοποριακό... αν νιώσω όμως την ανάγκη να το κάνω ή εξυπηρετεί κάποιον σκοπό, είμαι πολύ ανοιχτή στο να το δοκιμάσω».
Δουλεύει ανεξάρτητα ως εικαστικός. Διατηρεί και διαχειρίζεται το «Cabane Athens», έναν artist run space στα Πετράλωνα όπου δραστηριοποιούνται νέοι καλλιτέχνες και οργανώνει εκεί εργαστήρια (κεραμικής, υφαντικής, καλαθοπλεκτικής, κολάζ, μεταξύ άλλων), δράσεις και καλλιτεχνικές συναντήσεις. Σε συνεργασία με τη Σουηδή εικαστικό Hanna Norrna και την εικαστικό Ειρήνη Γκόνου (Νάξος-Αθήνα) εξελίσσει το Morus Project. Η ομάδα ασχολείται με την καλλιτεχνική, κοινωνιολογική, ιστορική και οικολογική διάσταση του μεταξιού. «Ασχολούμαστε με την εκτροφή και τη φροντίδα των μεταξοσκωλήκων, τη δημιουργία νήματος από το κουκούλι και την ύφανση. Όλα στο σπίτι μας, χωρίς τη βοήθεια μηχανημάτων ή ειδικού εξοπλισμού, με σεβασμό στην ζωή των μεταξοσκωλήκων και του περιβάλλοντος. Από αυτή την διαδικασία προκύπτει η δημιουργία εικαστικών έργων, συζητήσεις και εργαστήρια. Μας ενδιαφέρει η τοπική παραγωγή και πώς συνδέεται με τις ιστορίες των ανθρώπων της» εξηγεί.
Το καλοκαίρι του 2023 η ομάδα Morus θα ερευνήσει τις ρίζες της τοπικής παραγωγής μεταξιού στη Σουηδία που ξεκινά από τον Μεσαίωνα όταν οι πρώτες μουριές έφτασαν στο νησί Gotland από μοναχούς που πήγαν εκεί από τη Νότια Ευρώπη. «Θα πραγματοποιήσουμε έκθεση στη Roma Kungsgård (19 Ιουλίου με 6 Αυγούστου), στο μέρος όπου οι μουριές μεγάλωναν σε θερμοκήπια τον 18ο αιώνα. Ο χώρος της γκαλερί Apoteket όπου και θα γίνει η έκθεση ήταν φαρμακείο και μας συνδέει με τις γυναίκες που χρησιμοποιούσαν βότανα και νήματα για φαρμακευτικούς σκοπούς αλλά και με τις κατηγορίες εναντίον τους στις δίκες κατά των μαγισσών· την περίοδο 1830-1840 είχαν φυτευτεί 10.000 μουριές στο Gotland της Σουηδίας όπου οι γυναίκες της αριστοκρατίας παρήγαγαν στις δικές τους φάρμες ενώ οι γυναίκες από χαμηλότερες τάξεις έκαναν την εκτροφή στην πόλη Visby. Workshops και παρουσιάσεις θα γίνουν επίσης στο Visby και το Fårö (σ.σ. το νησάκι της Βαλτικής στο οποίο εγκαταστάθηκε ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν)» λέει.
Αναμενόμενη, η σύνδεση με την ελληνική παράδοση μεταξοκαλλιέργειας. Μας ενημερώνει ότι «επόμενος σταθμός είναι το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης στην Αλεξανδρούπολη και το Μουσείο Μετάξης στο Σουφλί όπου θα πραγματοποιήσουμε επίσης έκθεση, workshops και παρουσιάσεις. Εκεί θα υφάνουμε το νήμα μεταξύ των δύο τόπων - Gotland και Σουφλί - ενώ θα προσπαθήσουμε να εμπλέξουμε όσο μεγαλύτερο κομμάτι της τοπικής κοινωνίας μπορούμε μέσω των εργαστηρίων». Η εστία, που πάντα κυριαρχούσε στα ενδιαφέροντα της Κλεοπάτρας Τσαλή, συνδέεται με το κουκούλι.
Info: Η έκθεση «Fixing Branches» της Κλεοπάτρας Τσαλή, από 10 Μαρτίου έως 2 Απριλίου, σε χώρο στην οδό 'Αργους 42, Κολωνός (Τετάρτη με Κυριακή 17:00-21:00 ή κατόπιν ραντεβού) . Εγκαίνια, στις 9 Μαρτίου, 19:00.