Πυρκαγιά στο Γιοχάνεσμπουργκ: Επιζώντες πηδούσαν από τα παράθυρα για να σωθούν - Στους 74 οι νεκροί
Σκηνές χάους περιγράφουν επιζώντες της πυρκαγιάς στο Γιοχάνεσμπουργκ, καθώς ο αριθμός των νεκρών αυξάνεται στους 74. Η φονική φωτιά στο πενταώροφο κτήριο φωτίζει την επικίνδυνη κατάσταση των εγκαταλελειμμένων κτηρίων που έχουν καταληφθεί από ευάλωτους κατοίκους
Οι επιζώντες από μια πυρκαγιά που έπληξε ένα κτίριο στο Γιοχάνεσμπουργκ περιέγραψαν ότι πηδούσαν από τα παράθυρα για να γλιτώσουν από τις φλόγες, καθώς πληθαίνουν τα ερωτήματα σχετικά με την επικίνδυνη κατάσταση των άτυπων κατοικιών που στεγάζουν φτωχούς οικονομικούς μετανάστες στην πόλη.
Ο αριθμός των νεκρών μετά την πυρκαγιά που ξέσπασε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Πέμπτης (31/8) ανήλθε στους 74. Δεκάδες άλλοι άνθρωποι νοσηλεύονται για τραυματισμούς σε νοσοκομεία της πόλης. Δώδεκα από τους νεκρούς ήταν παιδιά, ανέφερε το τμήμα υγείας του Γκαουτένγκ.
Οι διασώστες χτένιζαν το πολυώροφο κτήριο στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ ορόφου προς όροφο για μεγάλο μέρος της ημέρας. Οι τοίχοι ήταν μαυρισμένοι από τους καπνούς και όλα τα παράθυρα έσπασαν, άλλα από την πύρινη κόλαση και άλλα από απελπισμένους ανθρώπους που προσπαθούσαν να πηδήξουν σε ασφαλές σημείο.
Όταν ξέσπασε η φωτιά, περίπου στη 1 τα ξημερώματα, η μοναδική πόρτα μέσα και έξω από το κτήριο ήταν κλειδωμένη, αφήνοντας τους κατοίκους χωρίς τρόπο διαφυγής. Αυτή ήταν μια συνήθης προφύλαξη για την πρόληψη της κλοπής και για την επιβράδυνση πιθανών αστυνομικών επιδρομών.
Πύρινη κόλαση για εκατοντάδες μετανάστες
Υπολογίζεται ότι 400 ευάλωτα άτομα ζούσαν στο κτίριο στην οδό Albert 80 σε άτυπη βάση. Σε αυτούς ανήκαν φτωχοί οικονομικοί μετανάστες και αιτούντες άσυλο, κυρίως από το Μαλάουι, την Τανζανία και τη Ζιμπάμπουε, και αρκετοί Νοτιοαφρικανοί.
Εκατοντάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν σήμερα στα γραφεία της αστυνομίας αναζητώντας πληροφορίες για φίλους και μέλη της οικογένειας που έμεναν στο κτήριο. «Δεν μας έχουν πει τίποτα», είπε η Mπατού Μοτάνι, η οποία περίμενε νέα για την αδερφή της. «Αισθανόμαστε πολύ άσχημα».
Ο Ομάρ Αραφάτ, από το Μαλάουι, που έμενε στο κτίριο, είπε ότι ξύπνησε περίπου στη 01:00 από δυνατούς κρότους και κραυγές «φωτιά, φωτιά». Έτρεξε προς την εξώπορτα του κτηρίου, αλλά το μονοπάτι του είχε κλείσει από τις φλόγες. Χωρίς άλλη οδό διαφυγής έσπασε ένα παράθυρο στο δωμάτιό του στον τρίτο όροφο και πήδηξε.
Είπε ότι δεν θυμόταν τίποτα άλλο. «Ήμουν έξω για τρεις ώρες», είπε. Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις του, ήταν περικυκλωμένος από πυροσβεστικά οχήματα και ασθενοφόρα. Στο δρόμο γύρω του υπήρχαν δεκάδες πτώματα. «Όταν σηκώθηκα, σκέφτηκα, πού είναι η αδερφή μου;»
Η Τζόις Άνταμ, η αδερφή του Αραφάτ, έμενε στο κτήριο και δεν έχει ακόμη καταγραφεί. Η δίχρονη κόρη της, την οποία πέταξαν από ένα παράθυρο και την έπιασαν άνθρωποι στο έδαφος, δέχεται τη φροντίδα συγεννών.
Ο Μούσα, ένας καταστηματάρχης από την Τανζανία, είπε επίσης ότι πήδηξε από τον τρίτο όροφο και γλίτωσε Ο αδερφός του Σαίντ, ήταν λιγότερο τυχερός, έσπασε την πλάτη του από την πρόσκρουση και πέθανε λίγο αργότερα. Εκτός από τα δεκάδες οχήματα της υπηρεσίας έκτακτης ανάγκης και της αστυνομίας, στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης και πολιτικοί συγκεντρώθηκαν έξω από το κτήριο.
«Πρόκειται για μια τραγωδία αμέτρητων διαστάσεων», δήλωσε ο Mmusi Maimane, ηγέτης του κόμματος Build One South Africa. Είπε ότι οι συνθήκες διαβίωσης στο κτίριο δεν θα έπρεπε ποτέ να επιτραπεί να γίνουν τόσο άσχημες. «Είναι σύμπτωμα της επιβολής του νόμου στην πόλη που έχει καταρρεύσει».
Ο Ντουμισάνι Μπαλένι, εκπρόσωπος του κόμματος Economic Freedom Fighters στην επαρχία, μιλώντας επίσης στη σκηνή, είπε: «Αυτό το κτήριο χαρακτηρίστηκε ως μη ασφαλές για τους κατοίκους». Το κόμμα του ανήκει επί του παρόντος στον εύθραυστο κυβερνητικό συνασπισμό της πόλης.
Τραγικές συνθήκες διαβίωσης
Το κτήριο βρίσκεται στην καρδιά της ερειπωμένης κεντρικής επιχειρηματικής περιοχής του Γιοχάνεσμπουργκ, και είναι ένα από τα εκατοντάδες που καταλήφθηκαν παράνομα. Ανήκει στον δήμο του Γιοχάνεσμπουργκ, αλλά ο δήμος δεν είχε ενεργό ρόλο στη διαχείριση ή τη συντήρηση του κτιρίου. Αντίθετα, σύμφωνα με κατοίκους που μίλησαν στον Guardian, καταβλήθηκε ενοίκιο σε συνδικάτο που ήλεγχε το κτίριο. Τα δωμάτια κοστίζουν περίπου 49 ευρώ το μήνα.
Οι κάτοικοι είπαν ότι γινόταν ελάχιστη έως καθόλου συντήρηση στις εγκαταστάσεις και δεν υπήρχαν πυροσβεστήρες ή έξοδοι κινδύνου. Η αναξιόπιστη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σήμαινε ότι χρησιμοποιούνταν λαμπτήρες παραφίνης και κεριά για φωτισμό και φορητές εστίες αερίου για μαγείρεμα. Η παροχή νερού ήταν σποραδική.
Στην μπροστινή είσοδο υπάρχει μια μπλε πινακίδα που υποδηλώνει την ιστορική σημασία του κτιρίου – η οδός Albert 80 ήταν το γραφείο του Τμήματος Μη Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, που ιδρύθηκε από την κυβέρνηση του απαρτχάιντ το 1954 για να διαχειρίζεται τους μισητούς νόμους της, οι οποίοι περιόριζαν την κυκλοφορία των μαύρων αθρώπων. «Το «ντόμπα» που έλεγχε την κίνηση των Αφρικανών εκδόθηκε εδώ», γράφει η πλάκα.
Οι αρχές εκτιμούν ότι υπάρχουν περισσότερα από 1.000 κτήρια στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ σε παρόμοια κατάσταση παραμέλησης – μια απότομη πτώση στο πλουσιότερο κάποτε προάστιο της χώρας. Η πόλη προσπάθησε επανειλημμένα να «λύσει το ζήτημα» των παράνομα κατειλημμένων κτιρίων, με μια στρατηγική που στοχεύει να τα εκκαθαρίσει ένα προς ένα, αλλά «σκόνταψε» σε νομικές προκλήσεις.