850 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υποφέρουν από πείνα
«Τα επίπεδα τιμών σαφώς μετράνε, όμως δεν αποτελούν το βασικό πρόβλημα», εξήγησε ο Οργανισμός, προσθέτοντας πως «σήμερα προσμετρώνται εξίσου τόσοι άνθρωποι που υποφέρουν από τη σιτοδεία σε όλον τον κόσμο, όσοι και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν οι τιμές των αγροτικών προϊόντων ήσαν σε χαμηλότερα επίπεδα».
«Η κύρια αιτία της διατροφικής ανασφάλειας οφείλεται στη φτώχεια και στα ανεπαρκή εισοδήματα», τονίστηκε στην έκθεση του ΟΟΣΑ που παρουσιάστηκε στις Βρυξέλλες.
«Οι αγροτοδιατροφικές πηγές είναι επαρκείς, όμως πολλοί άνθρωποι είναι πολύ φτωχοί για να αγοράσουν» τρόφιμα, σημείωσε ο ΟΟΣΑ.
Περίπου 852 εκατ. άνθρωποι σε όλον τον κόσμο υπέφεραν από την πείνα το διάστημα 2010-12, μακράν του στόχου που είχε θέσει ο ΟΗΕ για μείωση στο μισό του αριθμού τους το 2015, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, οπότε ανέρχονταν σε περίπου ένα δισεκατομμύριο.
Η αύξηση των πόρων των φτωχότερων πληθυσμών οφείλεται κυρίως στην αύξηση των εσόδων από τις αγροτικές ασχολίες, καθώς περίπου τα δύο τρίτα των πλέον αναξιοπαθούντων διαβιούν σε αγροτικές ζώνες. Ωστόσο, θα χρειασθεί να μειωθεί ο αριθμός των καλλιεργήσιμων γαιών προκειμένου να παράγονται βιοκαύσιμα, υποστήριξε ο ΟΟΣΑ, ο οποίος σε άλλη έκθεσή του αναφέρεται ιδιαίτερα στον ζωτικό ρόλο της καινοτομίας στα έσοδα της παραγωγής και της προσαρμογής στις κλιματικές αλλαγές.
Ένα επενδυτικό κλίμα, που θα διευκολύνεται από την ειρήνη, τη σταθερότητα και μία καλή δημόσια διοίκηση, ευνοεί εξίσου την αύξηση των εισοδημάτων, καθώς και η βελτίωση της πρόσβασης στις θεμελιώδεις δημόσιες υπηρεσίες, όπως το νερό, η υγεία, και η εκπαίδευση.
«Η πολιτική των αγροτικών επενδύσεων θεραπεύουν τα συμπτώματα αντί να αντιμετωπίζουν τις αιτίες» της διατροφικής ανασφάλειας, υπογράμμισε ο Τζόναθαν Μπρουκς, αναλυτής αγροτικών πολιτικών του ΟΟΣΑ.
Στις 6 Ιουνίου, ο ΟΟΣΑ και ο Οργανισμός για τη Διατροφή και Γεωργία (FAO) του ΟΗΕ είχαν προειδοποιήσει ότι ο ρυθμός αύξησης της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής πρόκειται να επιβραδυνθεί κατά την επόμενη 10ετία, φθάνοντας το 1,5% σε μέση βάση, έναντι 2,1% το διάστημα 2003-12.
Η μείωση αυτή εξηγείται εν μέρει από την έλλειψη φυσικών πόρων, ιδίως νερού, «την επιδείνωση των πιέσεων που ασκούνται στο περιβάλλον, την έλλειψη επιπλέον καλλιεργήσιμων γαιών και την αύξηση του κόστους παραγωγής».