Σαν σήμερα το 1919 γεννήθηκε η σύζυγος του προέδρου της Αργεντινής, Εβίτα Περόν
Ηθοποιός από την Αργεντινή, δεύτερη σύζυγος του προέδρου της Αργεντινής, Χουάν Περόν, με καθοριστική συμβολή στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής, αντικείμενο λατρείας από τους φτωχούς και απόκληρους της χώρας («ντεσκαμισάδος») και ποπ είδωλο στη Δύση.
Η Μαρία Εύα Ντουάρτε γεννήθηκε στο Λος Τόλδος της Αργεντινής στις 7 Μαΐου του 1919. Ήταν ένα από τα εξώγαμα τέκνα του γαιοκτήμονα Χουάν Ντουάρτε και της Χουάνα Ιμπαργκούρεν. Και οι δύο γονείς της είχαν καταγωγή από τη Χώρα των Βάσκων.
Σε ηλικία 15 ετών, η νεαρή Εβίτα μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες, όπου προσπάθησε να κάνει καριέρα στον κόσμο του θεάματος, ως ηθοποιός του θεάτρου και του ραδιοφώνου. Το 1944 η τύχη τής χαμογέλασε, όταν γνωρίστηκε σε μία φιλανθρωπική εκδήλωση με τον χήρο συνταγματάρχη Χουάν Περόν, ηγετικό στέλεχος της στρατιωτικής χούντας, που κυβερνούσε την Αργεντινή από το 1943. Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε ειδύλλιο κι ένα χρόνο αργότερα το ζευγάρι πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας. Τον Φεβρουάριο του 1946, ο πενηντάχρονος Περόν εκλέχθηκε Πρόεδρος της Αργεντινής και η 27χρονη Εβίτα έγινε η πρώτη κυρία της χώρας.
Από την πρώτη στιγμή δεν περιορίστηκε στον επίζηλο τίτλο της πρώτης κυρίας, αλλά αναμίχθηκε ενεργά στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής. Μολονότι δεν κατέλαβε ποτέ κυβερνητική θέση, ενεργούσε ως ντε φάκτο Υπουργός Υγείας και Εργασίας. Παρείχε γενναιόδωρες αυξήσεις ημερομισθίων στα εργατικά συνδικάτα, τα οποία ανταπέδιδαν με την πολιτική τους στήριξη στον Χουάν Περόν, ενώ δημιούργησε ένα ίδρυμα, το οποίο στηριζόμενο σε συνεισφορές των συνδικάτων και των επιχειρήσεων, καθώς και σε μέρος των εσόδων των λαχείων, χρηματοδότησε την ανέγερση νοσοκομείων, σχολείων, ορφανοτροφείων, οίκων ευγηρίας και άλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Στη δική της συμβολή οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος η νομοθετική κατοχύρωση τους δικαιώματος ψήφου των γυναικών. Το 1949 ίδρυσε το Περονιστικό Φεμινιστικό Κόμμα, που ήταν ο γυναικείος βραχίονας του κόμματος του συζύγου της. Το 1951, μολονότι γνώριζε ότι πάσχει από καρκίνο, επιδίωξε και κατόρθωσε να πάρει το χρίσμα για την αντιπροεδρία της χώρας της Αργεντινής, αλλά ο στρατός την εξανάγκασε να παραιτηθεί από την υποψηφιότητά της.
Η Εβίτα Περόν πέθανε στις 26 Ιουλίου του 1952, σε ηλικία μόλις 33 ετών. Με τρεμάμενη φωνή, ο εκφωνητής του κρατικού ραδιοφώνου της Αργεντινής ανήγγειλε στους συμπατριώτες του το θλιβερό γεγονός: «Η κυρία Εύα Περόν, η πνευματική αρχηγός της χώρας, πέρασε στην αιωνιότητα».
Από την πρώτη στιγμή της παρουσίας της στη δημόσια ζωή της Αργεντινής δίχασε τους συμπατριώτες της και τους διχάζει ακόμα και σήμερα. Οι μισοί την έχουν σχεδόν αγιοποιήσει ως προστάτιδα των «ντεσκαμισάδος», των φτωχών και των κατατρεγμένων, ενώ οι υπόλοιποι τη θεωρούν μία αδίστακτη, διεφθαρμένη και χυδαία λαϊκίστρια, που έριξε έξω τα ταμεία της χώρας.
Χαρακτηριστική είναι η διαδρομή του λειψάνου της, που αντικατοπτρίζει τη σχέση αγάπης και μίσους των συμπατριωτών της προς το πρόσωπό της. Το 1955, οι εχθροί της έκλεψαν τη σορό της Εβίτας, μετά την ανατροπή του Περόν και τη φυγάδευσαν στην Ιταλία, όπου έμεινε κρυμμένη για 16 χρόνια. Το 1971 η στρατιωτική κυβέρνηση, υποχωρώντας στις αξιώσεις των Περονιστών, παρέδωσε το λείψανό της, στον για δεύτερη φορά χήρο Χουάν Περόν, ο οποίος ζούσε εξόριστος στη Μαδρίτη. Όταν ο Περόν επανήλθε στην εξουσία, η τρίτη σύζυγός του Ιζαμπέλ, αποβλέποντας στο να κερδίσει την εύνοια των λαϊκών μαζών, μετέφερε τη σορό της στην Αργεντινή και την έθαψε σε μία κρύπτη του Προεδρικού Μεγάρου, δίπλα στη σορό του Χουάν Περόν. Δύο χρόνια αργότερα, μία νέα χούντα, εχθρική προς τον Περονισμό, απομάκρυνε τα δύο λείψανα. Τελικά, τα οστά της Εβίτας τάφηκαν στον οικογενειακό τάφο των Ντουάρτε, στο κοιμητήριο της Ρεκολέτα στο Μπουένος Άιρες.
Η ιθύνουσα τάξη της Αργεντινής, ποτέ δεν αποδέχτηκε στους κόλπους της το νόθο κορίτσι ενός μικρομεσαίου τσιφλικά. Η Ευρώπη, όμως, θαμπώθηκε με την ομορφιά, τα λαμπερά χρυσαφικά και τις πανάκριβες γούνες της. Από την επομένη του θανάτου της, η Εβίτα πέρασε στη σφαίρα του μύθου. Φρόντισε γι' αυτό και η αγγλοσαξωνική πολιτιστιστική βιομηχανία, που την έκανε ποπ είδωλο, μέσα από το μιούζικαλ του Άντριου Λόϊντ Γουέμπερ «Εβίτα» (1978) και την κινηματογραφική μεταφορά του από τον Άλαν Πάρκερ το 1996, με πρωταγωνίστρια τη Μαντόνα. Το πασίγνωστο τραγούδι από το μιούζικαλ του Γουέμπερ «Don’t Cry for Me Argentina», που έγινε παγκόσμια επιτυχία, βασίστηκε στο επίγραμμα που υπάρχει στον τάφο της: «Μην κλαις για μένα Αργεντινή. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψω».
Πηγή: sanismera.gr